Καλά και κακά νέα φέρνει για την ελληνική οικονομία το φθηνό ευρώ καθώς ναι μεν αυξάνει την ανταγωνιστικότητα, από την άλλη ωστόσο αυξάνει τον πληθωρισμό. Η πτώση ευνοεί τις εξαγωγές σε τρίτες χώρες εκτός ενιαίου νομίσματος ενώ επιδρά θετικά στην προσέλκυση τουριστών εκτός ευρωζώνης.
Την ίδια στιγμή όμως ασκεί σημαντικές πιέσεις στο κόστος ενέργειας και κυρίως στις εισαγωγές πετρελαίου, καθώς αποτιμάται σε αμερικανικό νόμισμα.
Για αυτό, όπως λένε άνθρωποι της αγοράς, υπάρχει χαμηλότερη του αναμενομένου υποχώρηση των τιμών της βενζίνης στην αντλία, παρά τη σημαντική μείωση της τιμής του μαύρου χρυσού κάτω από το ψυχολογικό φράγμα των 100 δολαρίων το βαρέλι.
Επιπρόσθετα, αυξάνεται το κόστος των εισαγωγών τροφίμων από τρίτες χώρες και παράλληλα κάνει πιο ακριβά τα ταξίδια για τους κατοίκους της ευρωζώνης σε άλλες ηπείρους. Ως έναν βαθμό τα όποια θετικά μπορεί να προκύψουν από την υποτίμηση, όπως ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, επισκιάζονται από την ενεργειακή κρίση.
Ερευνα της ING διαπιστώνει ότι η πτώση του ευρώ βοηθά στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων της ευρωζώνης, αλλά, σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν ευνοεί τις εξαγωγές. Επισημαίνει ότι οι ασθενέστερες οικονομίες της ευρωζώνης είναι εκείνες που βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητά τους από τις αρχές της πανδημίας, με την Ελλάδα να είναι ανάμεσά τους.
Εξετάζοντας την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, διαπιστώνει ότι η ανταγωνιστικότητα επιδεινώνεται στη Γερμανία, την Ολλανδία και το Βέλγιο, ενώ βελτιώνεται σημαντικά στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ελλάδα. Η ισπανική ανταγωνιστικότητα παρέμεινε σταθερή τα τελευταία χρόνια, ενώ η Πορτογαλία εμφάνισε σημαντική επιδείνωση.