Πρόσφατα παρουσιάστηκε και στην Αθήνα η ταινία της Disney για τη ζωή του Γιάννη Αντετοκούνμπο και, όπως ήταν φυσικό, συγκίνησε ιδιαίτερα. Η μεγάλη δημοφιλία του έλληνα σουπερστάρ, σε συνδυασμό με τα όσα είχε περάσει από το ξεκίνημά του μέχρι να φτάσει στα σαλόνια του ΝΒΑ, ήταν το δέλεαρ για να γίνει ταινία η ζωή του.
Είναι από τις περιπτώσεις που η πραγματική ζωή ξεπερνάει και τη μεγαλύτερη έμπνευση που μπορεί να έχει κάθε σκηνοθέτης. Ισως εάν κάποιος άνθρωπος της Disney ή και άλλης μεγάλης εταιρείας παραγωγής ταινιών έμενε για λίγο στην Ελλάδα, θα ανακάλυπτε πραγματικό… χρυσωρυχείο.
Ας μην πάμε μακριά, τη ζωή των τριών τελευταίων (χρονικά, καθώς μιλάμε για το Σαββατοκύριακο που πέρασε) μεγάλων πρωταγωνιστών του ελληνικού αθλητισμού να ήθελαν να «γυρίσουν» σε ταινία, ίσως το ξανασκέφτονταν και το έκαναν σειρά με αρκετά επεισόδια!
«Είμαι τρισευτυχισμένος… Το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι μετά από τόσους τίτλους και τόσες διακρίσεις, εδώ και 25 χρόνια, δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο, ώστε να βλέπω χαρούμενες φάτσες στην προπόνηση και να κάνουμε καλύτερα τη δουλειά μας. Μοχθούμε όλο τον χρόνο και περιμένουμε από κάποιον σαν τον Λευτέρη να μας δώσει λίγη χαρά, μία φορά κάθε 365 μέρες. Οι χαρές όμως που έχουμε δώσει εμείς στη χώρα μας, όχι μόνο εγώ αλλά και τόσοι άλλοι συνάδελφοι προπονητές, είναι τόσο πολλές, που αν κάθε φορά έμπαινε ένα λιθαράκι μετά από κάθε μετάλλιο, σήμερα θα ήμασταν σε άλλο επίπεδο».
Οι παραπάνω κουβέντες ανήκουν στον Δημήτρη Ράφτη, τον προπονητή των επιτυχιών με τα έντεκα χρυσά μετάλλια σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα (έξι με τον Λευτέρη Πετρούνια στους κρίκους και πέντε με τον Βλάση Μάρα στο μονόζυγο), τα δύο μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες (χρυσό και χάλκινο με Πετρούνια), καθώς και άλλα έξι χρυσά σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα (από τρία με Πετρούνια και Μάρα).
Και όμως, πριν καν προλάβει να εκφράσει τη μεγάλη του χαρά, θυμήθηκε αυτά που έχουν περάσει (και συνεχίζουν να περνάνε) αυτός και οι αθλητές του, καθώς όταν σβήνουν τα φώτα από τη λάμψη των μεταλλίων, αρχίζει ο γολγοθάς της καθημερινότητας.
Στις γειτονιές της Νέας Σμύρνης
Διότι μη νομίσει κανείς ότι ο δρόμος του μεγάλου Λευτέρη Πετρούνια ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Μέχρι το 2014 ήταν με… χαρτζιλίκι από την Ομοσπονδία και βασικούς χορηγούς τους γονείς του, ενώ είχε πάει με δανεικά για να αγωνιστεί στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Κίνας.
Ηταν τότε που μπήκε ο πρώτος (και βασικός του) χορηγός στο παιχνίδι (Stoiximan) και μάλιστα τον πλησίασε με φόντο τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο μετά από μία διετία, χωρίς ακόμα να έχει γίνει ο άρχοντας των δαχτυλιδιών. Με ένα χάλκινο μετάλλιο από το Ευρωπαϊκό του Βερολίνου (2011) ήταν, ενώ το πρώτο χρυσό ήρθε στο Μονπελιέ το 2015 (Ευρωπαϊκό).
Ηταν η εποχή που είχε περάσει έντονα από το μυαλό του πρωταθλητή μας να εγκαταλείψει, αλλά με αυτή τη χορηγία άλλαξε η ζωή του και μαζί και ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού αθλητισμού. Η κατάσταση θύμιζε λίγο τα πιο νεανικά του χρόνια όταν μεγάλωνε στις γειτονιές της Νέας Σμύρνης και εκεί γύρω στα 14 έκανε την επανάστασή του εγκαταλείποντας τους αγωνιστικούς χώρους.
«Ηθελα να ζήσω ελεύθερος, χωρίς πρόγραμμα, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας μου. Ηταν απόλυτα φυσιολογικό, γι’ αυτό και οι γονείς μου δεν με πίεσαν, αντιθέτως έδειξαν κατανόηση. Εκοψα το γυμναστήριο, έκοψα παράλληλα και το διάβασμα και άρχισα να τριγυρνώ. Επέστρεψα μετά από κάποια χρόνια χάρη στην επιμονή των φίλων μου, αλλά και τον προβληματισμό μου για το τι θέλω να κάνω εν τέλει στη ζωή μου. Κατέληξα ότι το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να με κάνει ευτυχισμένο είναι η γυμναστική», είχε πει παλαιότερα για εκείνη την περίοδο της ζωής του.
Πού να φανταζόταν ότι εν έτει 2021 θα έκανε προπόνηση στη Μίκρα με σκάμμα που είχε περιττώματα ποντικιών (!) ή ότι θα έπρεπε από δικά του χρήματα και του προπονητή του πολλές φορές να αγοράσουν τέιπ (αυτά που οι αθλητές δένουν τα χέρια τους) ή και άλλα πράγματα.
Πλέον έχοντας δημιουργήσει μια… γυμναστική οικογένεια με τη σύζυγό του (και σπουδαία αθλήτρια του παρελθόντος) Βασιλική Μιλούση και τις απίθανες κόρες τους, τη Σοφία και τη Λένια, έβγαλαν την πρώτη τους οικογενειακή φωτογραφία σε μεγάλη διοργάνωση στο Μόναχο την πρώτη φορά που τον είδαν από κοντά. Πίσω από τα χαμόγελα στη φωτογραφία, ο Λευτέρης δεν ξεχνάει το τι είχε περάσει (μέσα και από επίπονες αποθεραπείες μετά τις επεμβάσεις στους ώμους) για να φτάσει σε αυτό το επίπεδο και να διατηρηθεί στην κορυφή.
Από την Καρδίτσα με αγάπη
Και αν η ιστορία του Λευτέρη είναι για ταινία, της 38χρονης Αντιγόνης Ντρισμπιώτη (η πρώτη ελληνίδα αθλήτρια – ούτε άνδρας δεν το έχει καταφέρει ποτέ – που έκανε νταμπλ σε χρυσά μετάλλια σε μεγάλη διοργάνωση, στο Ευρωπαϊκό του Μονάχου, με διπλή νίκη σε 20 και 35 χλμ. βάδην) μπορεί κάλλιστα να παιχτεί σε επεισόδια!
Ως αθλήτρια των δρόμων αντοχής, η Αντιγόνη έχει μάθει να υπομένει από νεαρή ηλικία τα δύσκολα και ευτυχώς είχε την τύχη να είναι μέλος μιας πολύ αγαπημένης και δεμένης οικογένειας δουλεύοντας (ακόμα και σήμερα) στο τσιπουράδικο της μητέρας της στην Καρδίτσα και για βιοποριστικούς λόγους, ενώ έχει την άνεση να παίρνει άδειες (την καλύπτουν οι αδελφές της και η μαμά) για την πολύμηνη αλλά απαραίτητη προετοιμασία με τον προπονητή της Ναπολέοντα Κεφαλόπουλο. Ευτυχώς η ολομέλεια της ΕΟΕ είχε απορρίψει την πρόταση της επιτροπής ολυμπιακής προετοιμασίας να μπουν ηλικιακά κριτήρια στις χορηγίες.
Και έτσι η ΕΟΕ όχι μόνο παρέδωσε στην πρωταθλήτριά μας το ποσό που πήραν όλοι οι αθλητές που προκρίθηκαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο (10.000 ευρώ), αλλά την έχει εντάξει και στη λίστα των αθλητών που προτείνονται για χορηγία στο πρόγραμμα της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής. «Υιοθετήστε έναν αθλητή στον δρόμο για το Παρίσι». Και μάλιστα ιδιαίτερα τώρα είναι πολύ πιθανό να βρει κάτι καλό μετά τα δύο χρυσά.
Γεννημένη στην Ελλάδα, αλλά ξένη
Η Ελίνα Τζένγκο από την πλευρά της είναι λίγο πιο τυχερή καθώς τώρα στη νιότη της (μόλις 20 χρονών) ήρθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία και τα πράγματα μόνο καλύτερα μπορούν να πάνε, σε σχέση με το γήπεδο όπου έκανε προπόνηση στη Νέα Καλλικράτεια της Χαλκιδικής και ήταν μικρότερο σε έκταση από τις βολές της, με αποτέλεσμα το ακόντιο να πέφτει στον γκρεμό.
«Είχα κάνει πανελλήνιο ρεκόρ, όμως στη συνέχεια έμεινα «κολλημένη» στην ίδια κατάσταση. Δεν μπορούσα να αγωνιστώ σε καμία διοργάνωση εκτός Ελλάδας γιατί δεν είχα την υπηκοότητα. Κάθε μέρα έκλαιγα και στενοχωριόμουν. Ξεσπούσα στους γονείς μου και εκείνοι με άκουγαν υπομονετικά. Ηταν δύσκολο γι’ αυτούς να το αντιμετωπίσουν. Σήμερα που το σκέφτομαι, μετανιώνω που τους δυσκόλεψα τόσο τη ζωή. Τους ευχαριστώ πολύ για την υπομονή και τη στήριξή τους εκείνη την περίοδο. Τότε, δεν υπήρχε χειρότερο συναίσθημα από αυτό που ένιωθα. Να γεννιέσαι στην Ελλάδα, να μεγαλώνεις σ’ αυτήν και να αισθάνεσαι ξένος. Ναι, οι γονείς μου είναι από την Αλβανία. Δεν θα το αρνηθώ, ούτε θα νιώσω ντροπή να το πω. Ούτε θα κρύψω ότι νιώθω και Αλβανίδα. Γεννήθηκα, όμως, στην Ελλάδα. Και την Ελλάδα την αγαπώ!» είχε εκμυστηρευτεί πριν από δύο χρόνια η πρωταθλήτριά μας στο «Athlete Stories», όπου έγραψε (σε πρώτο πρόσωπο) την ιστορία της, και πάλι καλά που δεν είχε αντιμετωπίσει κρούσματα ρατσισμού.
«Ευτυχώς δεν βρεθήκαμε στη δύσκολη θέση να αντιμετωπίσουμε ανθρώπους που θα σχολίαζαν, σ’ εμάς τουλάχιστον, την καταγωγή των γονιών μας. Δεν ξέρω αν υπήρχαν άνθρωποι που το ‘καναν πίσω από την πλάτη μας, αλλά μπροστά μας δεν είχε ειπωθεί τίποτα. Το μόνο πρόβλημα που είχαμε, το οποίο επηρέασε αρκετά τη ζωή μας, ήταν το θέμα της υπηκοότητας. Ενώ και τα τρία κορίτσια έχουμε γεννηθεί στην Ελλάδα, ταλαιπωρηθήκαμε, κυρίως ψυχολογικά, μέχρι να πάρουμε τα χαρτιά μας. Εγώ τα πήρα μόλις πριν από δύο χρόνια (σ.σ.: η συνέντευξη δόθηκε το 2020). Η μεσαία αδερφή μου ακόμα περιμένει. Η μεγάλη δε, η οποία ήταν αθλήτρια στη σφαιροβολία, πάλευε χρόνια! Τόσο, που λόγω της κατάστασης στο τέλος παράτησε τον αθλητισμό! Δεν άντεχε άλλο. Είχε επηρεαστεί πολύ από το γεγονός που δεν μπορούσε να αγωνιστεί σε καμία διοργάνωση εκτός από αυτές που διεξάγονταν στην Ελλάδα».
Ευτυχώς η Ελίνα δεν απογοητεύτηκε και συνέχισε για να την καμαρώνουμε τώρα στην κορυφή της Ευρώπης.