Η πρόσφατη έξοδος της Ελλάδας από το καθεστώς της «ενισχυμένης εποπτείας» (έπειτα από τον τερματισμό της περιόδου των Μνημονίων το 2018) κλείνει ένα ιστορικό κεφάλαιο στην πορεία της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Διήρκεσε δώδεκα ολόκληρα χρόνια, από το 2010 (όταν η Ελλάδα μπήκε στην κρίση χρέους), στη διάρκεια των οποίων η χώρα έφθασε στο χείλος της εξόδου από την ευρωζώνη (Οικονομική και Νομισματική Ενωση – ΟΝΕ) και από την Ευρωπαϊκή Ενωση συνολικά. Τα εξιστορεί/αναλύει ένας βασικός πρωταγωνιστής-ήρωας της περιόδου, ο Β. Βενιζέλος στο συναρπαστικό βιβλίο του – πηγή αυτογνωσίας «Εκδοχές Πολέμου 2009-2022». Μέσα στη δωδεκαετία αυτή το «εργαστήριο Ελλάς» έπαθε, έμαθε και δίδαξε πολλά στην Ευρώπη. Εκανε κατά κάποιον τρόπο την ΕΕ καλύτερη.
Το τέλος όμως αυτής της επώδυνης περιόδου μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για ένα νέο κεφάλαιο στη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ενα κεφάλαιο πιο δημιουργικό, αξιόπιστο, και βεβαίως πιο «ευρωπαϊκό». Και η χώρα έχει τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Καθώς υπάρχει ευρύτερο πολιτικό consensus (εξαίρεση ΚΚΕ) για τον ενεργό ευρωπαϊκό ρόλο της χώρας. Οπως υπάρχει και ένα ικανό team για τον χειρισμό, διαμόρφωση μιας νέας πιο «ευρωπαϊκής» στρατηγικής (υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Μ. Βαρβιτσιώτης, Μόνιμος Αντιπρόσωπος στην ΕΕ πρέσβης Γ. Βράιλας κ.ά.). Μια πιο «ευρωπαϊκή» Ελλάδα σημαίνει, παράλληλα με την προώθηση σειράς μπλοκαρισμένων μεταρρυθμίσεων, την επιδίωξη δέσμης προτεραιοτήτων όπως:
Πρώτον, την αποκατάσταση, ως άμεσης προτεραιότητας, της δημόσιας εικόνας και δημοκρατικής αξιοπιστίας της χώρας. Για διάφορους λόγους, δικαιολογημένους ή αδικαιολόγητους, η Ελλάδα εμφανίζει τώρα πρόβλημα εικόνας και αξιοπιστίας στην ΕΕ. Ελλείμματα στον σεβασμό του κράτους δικαίου, θεμελιωδών δικαιωμάτων, επαναπροωθήσεις (pushbacks), παρακολουθήσεις τηλεφώνων κ.λπ. έχουν αμαυρώσει την εικόνα της χώρας. Είναι επομένως αυτονόητη η σημασία της αποκατάστασης της εικόνας και αξιοπιστίας. Δεν είναι δυνατόν τη στιγμή που ανακτούμε την οικονομική αξιοπιστία να χάνουμε βαθμίδες σε δημοκρατική αξιοπιστία. Η αναβάθμιση της ποιότητας της δημοκρατίας συνιστά προτεραιότητα.
Δεύτερον, η Ελλάδα οφείλει ως προτεραιότητα να δει πιο «ευρωπαϊκά» τη σχέση της με την Τουρκία. Με την έννοια της καλύτερης, δημιουργικής αξιοποίησης της ΕΕ για τη διαχείριση και επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων εγκαταλείποντας την «τιμωρητική προσέγγιση» που δεν οδηγεί πουθενά. Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για αξιοποίηση στη λογική ενός νέου τύπου «Ελσίνκι».
Τρίτον, η νέα «μετα-εποπτειακή περίοδος» επιβάλλει στην Ελλάδα να εμφανισθεί ως χώρα-πρωτοπόρος στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης σ’ όλες τις εκδοχές της. Με την ενεργό υποστήριξη πρώτα απ’ όλα της ευρείας υιοθέτησης της ειδικής πλειοψηφίας (QMV) στους τομείς που σήμερα υπόκεινται στην ομοφωνία, περιλαμβανομένων και πτυχών της κοινής εξωτερικής πολιτικής.
Τέταρτον, με πρωτοποριακές ευρωπαϊκές θέσεις οφείλει επίσης να εμφανισθεί η χώρα για τη διεύρυνση της Ενωσης πρωτίστως με τις χώρες των Δ. Βαλκανίων. Οφείλει ειδικότερα να υποστηρίξει την ιδέα για την άμεση σταδιακή ένταξη των χωρών, διαδικασία που θα αρχίσει ευθύς αμέσως και θα προχωρά ανάλογα με την πρόοδο που θα πραγματοποιεί η κάθε υποψήφια χώρα.
Η γνήσια «πιο ευρωπαϊκή» Ελλάδα των ανοιχτών οριζόντων με ό,τι αυτό συνεπάγεται θα πρέπει να είναι όραμα απ’ εδώ και πέρα. «Οι κοινωνίες, ανεξάρτητα από το πολιτικό τους σύστημα, βρίσκονται διαρκώς σε μια διαπάλη ανάμεσα στο παρελθόν που διαμορφώνει τη μνήμη τους και στο όραμα που πλάθει το μέλλον τους». Ετσι ξεκινά ο Χ. Κίσινγκερ το νέο του βιβλίο με τον τίτλο «Ηγεσία» (Leadership). Οι ηγεσίες που αρθρώνουν αυτό το όραμα είναι του πολιτικού αναστήματος (statesmen) και της προφητικής επαγγελίας (prophets) που χρειάζεται κάθε χώρα σε κομβικές στιγμές…
Αλλά πιο ευρωπαϊκή Ελλάδα σημαίνει πάνω απ’ όλα Ελλάδα των αξιών…
Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Tελευταίο βιβλίο του: Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης (Θεμέλιο).