[…] Καμιά άλλη προσωπικότητα των μετά την Άλωση χρόνων δεν έχει απασχολήσει τόσο έντονα τη θεολογική, φιλολογική και ιστορική έρευνα τα τελευταία χρόνια, όσο ο μεγάλος Αιτωλός απόστολος του Χριστού και άγιος της Εκκλησίας Κοσμάς, ο απλός και ταπεινός, αλλά ταυτόχρονα πολυσύνθετος και φλογερός ιερομόναχος, ο οποίος αναδείχθηκε με το έργο του ένα από τα εκλεκτότερα όργανα της θείας Πρόνοιας για την πνευματική αναγέννηση του υπόδουλου Ελληνισμού, αλλά και αποτέλεσε την απάντηση του Θεού στους αλάλητους στεναγμούς, τις προσευχές και τα δάκρυα του πικρά δοκιμαζόμενου από τη δουλεία Γένους.
Πυρακτωμένος ολοκληρωτικά από την ιερή και ζωογόνο πνοή του Παρακλήτου Πνεύματος, ο μικρός το δέμας αλλά μαρτυρικός εθναπόστολος συγκλόνισε συθέμελα με την πολυσχιδή του δράση τον Ελληνισμό τόσο, ώστε να αφυπνιστεί συντομότερα, να ανανήψει ταχύτερα, να ενδυναμωθεί βαθύτερα και να ξεκινήσει, σαράντα χρόνια περίπου μετά τη μαρτυρική του κοίμηση, την εθνική του παλιγγενεσία, γι’ αυτό και απέβη με την πολυσχιδή του δράση ο μεγαλύτερος διδάσκαλος, φωτιστής και επανευαγγελιστής του χειμαζόμενου Γένους.
Η πνευματική κατάσταση του Γένους κατά το 18ο αιώνα
Ο άγιος Κοσμάς εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο και δρα περί τα μέσα του 18ου αιώνα, δηλαδή στην πλέον κρίσιμη μετά την άλωση περίοδο της ιστορίας του Ελληνισμού, κατά την οποία, έπειτα από δύο και πλέον αιώνες σκληρότατων δοκιμασιών και πυκνού πνευματικού σκότους, επιχειρείται με την εκ των έσω πνευματική του ανασυγκρότηση από την εθναρχούσα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως η ανάσχεση της προσπάθειας του Οθωμανού κατακτητή για αφομοίωση και αφανισμό, με την αποκοπή από τις πνευματικές του ρίζες μέσω της εγκατάλειψης της εκκλησιαστικής του πίστης, της άγνοιας της γλώσσας του και της απώλειας της εθνικής του αυτοσυνειδησίας, πράγμα που επιχειρούνταν αφενός με τη στέρηση ή την παρεμπόδιση της καλλιέργειας της παιδείας, αφετέρου με τους συστηματικούς, βίαιους ή αναγκαστικούς εξισλαμισμούς.
Εκτός αυτών όμως, το Γένος κινδύνευε ταυτόχρονα τόσο από τη δραστηριότητα των Ρωμαιοκαθολικών Μισσιοναρίων στις βενετικές κτήσεις των νησιών και των παράλιων περιοχών της Ηπείρου, όσο και από την προσπάθεια της άκριτης μετακένωσης του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού με τη λειτουργία σχολείων από λόγιους κληρικούς κυρίως, όπου διδάσκονταν τα «άθεα γράμματα», μέσω των οποίων εισαγόταν ένας ωφελιμιστικός ανθρωποκεντρικός ουμανισμός, συνδυασμένος άρρηκτα με τη θρησκευτική αδιαφορία, ξένος προς την Ορθόδοξη πίστη και τη μακραίωνη ελληνική παράδοση.
[…] Στην ύπαιθρο η γενικότερη κατάσταση του λαού εξακολουθούσε να είναι άθλια και τραγική, ιδιαίτερα μάλιστα στις απομονωμένες περιοχές της Στερεάς, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, οι οποίες και αποτέλεσαν τον κύριο χώρο δράσης του. Εκεί οι εξισλαμισμοί, οι διώξεις, οι ληστείες, οι βαριές και άγριες φορολογίες είχαν εξουθενώσει τον υπόδουλο λαό, ενώ η απαιδευσία και η ηθική κατάπτωση τον είχαν εξαθλιώσει και οδηγήσει σε ημιάγρια κατάσταση, πράγμα που ανέφερε συχνά και ο ίδιος στις περιοδείες του, τονίζοντας «πως αγρίεψε το γένος μας από την αμάθειαν και εγινήκαμεν ωσάν τα θηρία».
Η γέννηση, οι σπουδές και ο μοναχικός βίος
Θύμα αυτής της οδυνηρής κατάστασης υπήρξε και η οικογένεια του αγίου Κοσμά, που καταγόταν από την Ήπειρο κι έφερε το επώνυμο Δημητρίου, η οποία αναγκάστηκε να φύγει διωγμένη από τον τόπο της και να εγκατασταθεί έπειτα από πολλές περιπέτειες στο «Απόκουρον της Αιτωλίας», το ανατολικό, δηλαδή, τμήμα της επαρχίας Τριχωνίδος Αιτωλοακαρνανίας· αρχικά στο χωριό Ταξιάρχης, όπου έπειτα από λίγα χρόνια διαμονής και τη γέννηση του αδελφού του Χρυσάνθου, μετοίκησε στο Μέγα Δέντρο, όπου γεννήθηκε ο άγιος Κοσμάς το έτος 1714 κι έλαβε κατά το άγιο Βάπτισμα το όνομα Κώνστας.
Για την εκπαίδευσή του ο Κώνστας δεν θα πρέπει να ακολούθησε συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών, όμως από τη μελέτη των πηγών προκύπτει ότι αυτή θα πρέπει να περιέλαβε τρεις κύκλους. Ο πρώτος, κατά τον οποίο διδάχθηκε τη στοιχειώδη παιδεία, τα «κοινά γράμματα», ξεκίνησε από την πατρίδα του με εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης, πιθανότατα κοντά στον πατέρα του ή σε κάποιο από τα ευάριθμα μοναστηριακά σχολεία της περιοχής, και ολοκληρώθηκε στο διδασκαλείο του ιεροδιακόνου Γερασίμου Λύτσικα στη Σιγδίτσα Παρνασσίδος. Από εκεί αναχώρησε το 1732 για τη Μεγάλη Λομποτινά των Κραβάρων, τη σημερινή Άνω Χώρα Ναυπακτίας, όπου ξεκίνησε το δεύτερο κύκλο των σπουδών του κοντά στον ιεροδιδάσκαλο Ανανία Δερβιτσάνο, διδάσκοντας παράλληλα και ως «υποδιδάσκαλος», τον οποίο ολοκλήρωσε στο «Ελληνομουσείον» των Αγράφων, την περίφημη σχολή του μονυδρίου της Αγίας Παρασκευής Βραγγιανών, με δασκάλους τον αδελφό του Χρύσανθο και το Θεοφάνη τον εκ Φουρνά.
Η έντονη επιθυμία του να αποκτήσει ανώτερη παιδεία τον οδήγησε κατόπιν μαζί με άλλους το 1749 ή 1750, σε ηλικία τριάντα έξι ετών, στην περίφημη Αθωνιάδα Σχολή στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, όπου παρέμεινε δέκα χρόνια περίπου και πραγματοποίησε τον τρίτο κύκλο των σπουδών του, παρακολουθώντας ανώτερα μαθήματα κοντά σε σπουδαίους δασκάλους, όπως ο Παναγιώτης Παλαμάς, ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Νικόλαος Τζαρτζούλης, ενώ παράλληλα επιδόθηκε με την κατ’ ιδίαν μελέτη κυρίως στη βαθύτερη σπουδή της Αγίας Γραφής και ιδιαιτέρως των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, μελετώντας παράλληλα και κείμενα θύραθεν συγγραφέων, κυρίως από ανθολόγια.
Ολοκληρώνοντας την εκπαίδευσή του θα πρέπει να διέθετε σημαντική θεολογική και εκκλησιαστική παιδεία, αλλά και αρκετά καλή γενικότερη θύραθεν κατάρτιση, παρόλο που το εύρος και το περιεχόμενό της δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς, ενώ γνώριζε και στοιχεία της εβραϊκής, της τουρκικής και της λατινικής γλώσσας. Όσον αφορά την ελληνομάθειά του, είναι σαφές πως δεν κατείχε μόνο το λόγιο ή το δημώδες ιδίωμα της εποχής του, αλλά θα πρέπει να γνώριζε ικανά στοιχεία και από τις υπόλοιπες μορφές της ιστορικής εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας, ιδιαίτερα μάλιστα αυτήν της αλεξανδρινής ελληνιστικής κοινής της Αγίας Γραφής, καθώς και της αττικίζουσας λόγιας γλώσσας των Πατέρων της Εκκλησίας.
Μετά το πέρας των σπουδών του στην Αθωνιάδα εγκαταβίωσε στη Μονή Φιλοθέου σε ηλικία περίπου σαράντα πέντε ετών, όπου το 1759 έλαβε κατά την μοναχική του κουρά το όνομα Κοσμάς και κατόπιν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος για τις ανάγκες της μονής. […] Ζώντας στη μονή Φιλοθέου και γνωρίζοντας την τραγική κατάσταση του Γένους, καλλιεργήθηκε εντονότερα στην ψυχή του ο ιεραποστολικός ζήλος και πόθος για την πνευματική του αφύπνιση. […] Έτσι, αφού έλαβε την άδεια της μονής και την ευλογία του Πατριάρχου του Γένους Σεραφείμ του Β’ περί το τέλος του 1760, ετοιμάστηκε για το πολύμοχθο έργο. Πριν αναχωρήσει, κι ενώ βρισκόταν ακόμη στην Κωνσταντινούπολη, έλαβε τα τελευταία μαθήματα ρητορικής για μεγαλύτερη διευκόλυνση στο κήρυγμά του από τον αδελφό του ιερομόναχο Χρύσανθο.
Η ιεραποστολική δράση του
Το πολυσχιδές ιεραποστολικό και αναγεννητικό έργο του αγίου Κοσμά πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την έρευνα σε δύο περιόδους, από το 1760/61 μέχρι το 1767/70 και από το 1775 μέχρι το 1779. Κατά το μεσοδιάστημα, και μάλιστα από το 1770 μέχρι το 1775 που έλαβαν χώρα τα Ορλωφικά και οι ρωσοτουρκικές συγκρούσεις, είναι βέβαιο ότι αποσύρθηκε και παρέμεινε στο Άγιο Όρος, όπου περιόδευε διδάσκοντας στις σκήτες και τα μοναστήρια, αλλά και μελετώντας προετοιμαζόμενος για τη συνέχιση του έργου του.
Η απόφαση να μην συμμετέχει στα οδυνηρά για το Γένος γεγονότα της περιόδου αυτής οφειλόταν στο ότι θεωρούσε τον εαυτό του ως εκκλησιαστικό άνδρα ευρισκόμενο σε αποστολή που του είχε ανατεθεί από τον Πατριάρχη του Γένους, γι’ αυτό και ακολούθησε επακριβώς τη συνετή στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θεωρώντας ότι δεν είχαν ωριμάσει ακόμη οι κατάλληλες συνθήκες και δεν είχαν αναπτυχθεί οι εσωτερικές εκείνες δυνάμεις του Γένους που θα συνέβαλλαν στην επιτυχία του αγώνα για την απελευθέρωσή του.
Για το λόγο αυτόν ούτε υποστήριξε, αλλά ούτε και συμμετείχε στα γεγονότα· αντίθετα συνιστούσε μέχρι και το τέλος της ζωής του νομιμοφροσύνη μεν προς τον κατακτητή, χωρίς όμως υποχώρηση στα θέματα της πίστεως και της ελληνικής παραδόσεως του Γένους, εφαρμόζοντας επακριβώς την ορθή τακτική της εθναρχούσας Εκκλησίας, που προέβλεπε ανοχή και πειθώ με σκοπό τον κατευνασμό του «θηρίου», όπως ονόμαζε τον κατακτητή, έως ότου εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για επιτυχή επανάσταση εναντίον του. […]
Στις δύο περιόδους της δράσεώς του ο άγιος Κοσμάς πραγματοποίησε τρεις ή το πιθανότερο τέσσερις μεγάλες και κοπιώδεις περιοδείες, ενταγμένες στο ευρύτερο σχέδιο της πνευματικής ενδυνάμωσης και αναζωογόνησης της πίστης και του ήθους του λαού στις υπόδουλες περιοχές, με σκοπό την ενίσχυση της εθνικής αυτοσυνειδησίας και ενότητας του Γένους μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση. Για το λόγο αυτό περιήλθε και κήρυξε σε τριάντα επαρχίες, κατά κύριο λόγο της υπαίθρου του ελλαδικού χώρου, όπως οι περιοχές της Θράκης, της Δυτικής και Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Ηπείρου και ιδιαιτέρως της Βορείου Ηπείρου, καθώς και των νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου, όπου υπήρχε ελληνικό στοιχείο το οποίο κινδύνευε και είχε ανάγκη στηρίξεως της πίστης του και τονώσεως του εθνικού του φρονήματος.
Κατά την πρώτη περίοδο της δράσεώς του (1760/61-1767/70) ο Αιτωλός ιεραπόστολος πραγματοποίησε, έπειτα από άδεια των πατριαρχών Σεραφείμ του Β’ και Σαμουήλ, δύο μεγάλες περιοδείες με αποκλειστικό σκοπό την καλλιέργεια και ενδυνάμωση της ορθόδοξης πίστης και του εκκλησιαστικού φρονήματος του λαού. Γι’ αυτό και το κήρυγμά του ήταν κυρίως θεολογικοδιδακτικό, εποικοδομητικό, παρηγορητικό και παραστατικό, με κύρια αποστολή τη συγκράτηση και υποστήριξη του χειμαζόμενου Γένους μπροστά στη λαίλαπα των εξισλαμισμών.
Αντίθετα, κατά τη δεύτερη περίοδο της δράσεώς του (1775-1779), που πραγματοποίησε και πάλι δύο περιοδείες και με άδεια του Οικουμενικού Πατριάρχη Σωφρονίου του Β’, το κήρυγμά του, χωρίς να απολέσει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, διαφοροποιείται αισθητά, καθώς το έντονο θεολογικό στοιχείο που εξακολουθεί να κυριαρχεί δεν αποσκοπεί πλέον μόνο στη στήριξη του λαού στην πίστη, αλλά καταβάλλεται εντονότερη προσπάθεια πρακτικής εφαρμογής των σημείων της πίστεως στη ζωή των ανθρώπων, με στόχο την αποκατάσταση των κοινωνικών σχέσεων στην κατεύθυνση της σφυρηλάτησης της ενότητας του Γένους και της επανεύρεσης και ενίσχυσης της εθνικής του αυτοσυνειδησίας μέσω της παιδείας, για την πρόσληψη της οποίας έκρινε πλέον απαραίτητη την ίδρυση σχολείων. […]
Το κήρυγμα ως διδαχή
Η ιεραποστολική δράση του αγίου Κοσμά είχε ως κέντρο την προσπάθεια πνευματικής οικοδομής και ενισχύσεως του λαού μέσω του κηρύγματος ως διδαχής από τόπο σε τόπο. Η πορεία του από χωριό σε χωριό και από περιοχή σε περιοχή έμοιαζε με εκκλησιαστική λιτανεία, αφού προπορεύονταν αλλά και τον ακολουθούσαν πολλοί ιερείς, μαθητές και λαός, ενώ στο χώρο που θα δίδασκε τον περίμεναν και τον υποδέχονταν επίσημα μεγάλος αριθμός χριστιανών από τις γύρω περιοχές. Επειδή κινούνταν για λόγους ασφαλείας μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας, εκεί όπου θα κήρυττε κάθε φορά έφτανε συνήθως αργά το απόγευμα και αμέσως σχεδόν ξεκινούσε τη διδαχή στο πολυπληθές ακροατήριό του, η οποία εξελισσόταν σε τρία στάδια, ενώ πριν την έναρξή της ανάβονταν κεριά και στηνόταν μεγάλος ξύλινος σταυρός, στη βάση του οποίου τοποθετούνταν βάθρο, το σκαμνί πάνω στο οποίο ανέβαινε ο απόστολος του Χριστού για να παρηγορήσει το πολύπαθο Γένος.
Κάτω από το σταυρό και πάνω στο σκαμνί του ο ιεραπόστολος Κοσμάς ανέπτυσσε με συναρπαστικό τρόπο το ίδιο βράδυ το πρώτο μέρος της διδαχής του, που περιλάμβανε τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τη δημιουργία και την πτώση του ανθρώπου. Το δεύτερο μέρος ακολουθούσε το επόμενο πρωί και αναφερόταν στη θεία ενανθρώπηση και σωτηρία, ενώ το τρίτο, που αναπτυσσόταν το δεύτερο βράδυ, περιλάμβανε την εκκλησιαστική διδασκαλία για την ανάσταση και τη ζωή της Εκκλησίας μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία. […]
Ο τρόπος και ο χρόνος του κηρύγματος του αγίου Κοσμά περιγράφεται από τους ακροατές του ως πραγματική ιεροτελεστία, εφόσον δεν συνάρπαζε και δεν σαγήνευε μόνο η απλότητα, η πρακτικότητα και η ευστοχία των λόγων του, αλλά και ο ίδιος, παρόλο που κατά την εμφάνιση ήταν «ολίγον κοντός και μελαχρινός και τα γένια του μαύρα και δασιά», εντυπωσίαζε όμως και καθήλωνε το λαό με την παρουσία του ως «ασκητής θαυμαστός και άγιος άνθρωπος». Κατά τη διάρκεια του κηρύγματος, μάλιστα, ήταν παράξενα «γαλήνιος και ησύχιος», συνεπαρμένος και μεταρσιωμένος από τη θεία θεωρία, έχοντας την καρδιά του «καθολικά γεμάτη από την χάριν του ιλαρού και ησύχου Aγίου Πνεύματος».
Το εύστοχο και περιεκτικό του κήρυγμα, σε συνδυασμό με το ακέραιο ήθος του, είχε πλατιά απήχηση στο λαό, προς τον οποίο μιλούσε μεν με τρόπο βαθύ και ουσιαστικό, αλλά ταυτόχρονα απλό και κατανοητό, αφού χρησιμοποιούσε το γλωσσικό του ιδίωμα. Γι’ αυτό και ο λόγος του ήταν εύληπτος και κατανοητός, με εκφορά φυσική και αβίαστη τέτοια που άγγιζε τις βαθύτερες χορδές του κάθε ακροατή του, οδηγώντας τον σε μετάνοια και αλλαγή τρόπου ζωής, εφόσον η διδαχή του περνούσε πάντοτε από τη θεωρία στην πράξη και άνοιγε δρόμους ζωής αληθινής, αφυπνίζοντας συνειδήσεις. […]
Επειδή ο άγιος Κοσμάς προσπαθούσε με το κήρυγμά του να κρατήσει ζωντανό το εκκλησιαστικό φρόνημα των υπόδουλων, αλλά και να θέσει τις βάσεις για μια υγιή κοινωνικότητα ως έκφραση του Ορθοδόξου ήθους, πίστευε πως αυτό θα μπορούσε να κατορθωθεί εκείνη την εποχή μόνο μέσω της παιδείας, που θα έπρεπε γι’ αυτό να έχει ως κέντρο και περιεχόμενο τη διδασκαλία της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας στην ελληνική γλώσσα, με κύριο σκοπό την ενίσχυση της ενότητας του Γένους ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την οργάνωση και επιτυχία του επικείμενου αγώνα για την ελευθερία του. […]
Κατά τον μεγάλο ιεραπόστολο, πρότυπο και βάση για κάθε προσπάθεια φωτισμού του υπόδουλου Γένους μέσω της παιδείας θα έπρεπε να αποτελέσει ο αρμονικός συνδυασμός Ορθοδοξίας και ελληνικότητας, καθώς υπογράμμιζε πολύ συχνά πως «η πίστις μας δεν εστερεώθη από αμαθείς Αγίους, αλλά από σοφούς και πεπαιδευμένους, οίτινες και τας αγίας Γραφάς ακριβώς μας εξήγησαν και διά θεοπνεύστων λόγων αρκούντως μας εφώτισαν…» […] Θεωρούσε πως το σχολείο, προκειμένου να διατηρήσει και να καλλιεργήσει την εθνική αυτοσυνειδησία του λαού, ήταν απαραίτητο να καταστεί προέκταση της Εκκλησίας. […]
Η διαφύλαξη της ελληνικότητας του Γένους μέσω της ορθόδοξης πίστης στο σχολείο θα μπορούσε να καταστεί δυνατή, κατά τον άγιο Κοσμά, μόνο με τη χρήση, ως εργαλείου για την πρόσληψή της, της ελληνικής γλώσσας, με σκοπό την ισχυροποίηση κυρίως των ασθενέστερων εθνολογικά και γλωσσικά διαμερισμάτων του Ελληνισμού, καθώς η γλώσσα θα αποτελούσε το συνεκτικό κρίκο της εθνικής τους αυτοσυνειδησίας. […]
Μέσω των σχολείων, όπως πίστευε ο Αιτωλός άγιος, θα μπορούσε να φωτιστεί το Γένος και να ξαναβρεί τον τρόπο να επανακτήσει τις δυνάμεις του, αλλά και να ξεκινήσει να οικοδομεί μόνο του την ελευθερία του χωρίς να αναμένει βοήθεια από οποιαδήποτε ξένη χώρα και μάλιστα από την ομόδοξη, πλην όμως εξυπηρετούσα κάθε φορά πρωτίστως τα συμφέροντά της, Ρωσία. […]
Έτσι, με την ίδρυση διακοσίων και πλέον σχολείων για τα κοινά και δέκα για τα ανώτερα γράμματα, δεν ανέκοψε μόνο, σε μια πολύ κρίσιμη εποχή για την πορεία του, τον εξισλαμισμό του Γένους και δεν εμπόδισε μόνο το κύμα του αφελληνισμού του, αλλά έθεσε παράλληλα με την όλη δράση του και τις βάσεις για τη διασφάλιση της επιβίωσής του απέναντι στον κίνδυνο αφανισμού του, γι’ αυτό και αναδείχθηκε ίσως ο πιο σπουδαίος και ο πιο αγνός πρόδρομος της ελευθερίας του, αποβλέποντας με το πολυσχιδές έργο του «εις την διαφύλαξιν της πίστεως και ελευθερίαν της πατρίδος».
Το μαρτυρικό τέλος του
Η ιεραποστολική πορεία του αγίου Κοσμά, με τις κοπιώδεις και για λόγους ασφαλείας λαβυρινθώδεις διαδρομές και επισκέψεις σε νησιά, πόλεις και χωριά πεδινών και κυρίως ορεινών, δύσβατων και απομονωμένων περιοχών, πραγματοποιήθηκε με πολλές δυσκολίες και μέσα σε πολλούς κινδύνους από τους Οθωμανούς Τούρκους, τους Εβραίους, τους Βενετούς και τους Ρωμαιοκαθολικούς Μισσιοναρίους, αλλά και από τους πλούσιους Έλληνες γαιοκτήμονες και κοτζαμπάσηδες, εξαιτίας του αυστηρού ελέγχου που τους ασκούσε για τις αδικίες τους σε βάρος των αδυνάτων. Ο οθωμανικός κίνδυνος υπήρξε για τον άγιο Κοσμά εντονότερος μετά τα Ορλωφικά, οπότε η καχυποψία των Τούρκων οδήγησε στο θάνατο πολλούς χριστιανούς και στο τέλος τον ίδιο με παρακίνηση των Εβραίων, ο φθόνος και η επιβουλή των οποίων απέβησαν τελικά η αιτία για να θανατωθεί, έπειτα από ψευδή συκοφαντία ότι αποτελούσε όργανο της Ρωσίας και υποκινούσε επανάσταση με τα κηρύγματά του, πράγμα για το οποίο στάθηκε αφορμή η επιμονή του για τη μεταφορά του παζαριού από την Κυριακή στο Σάββατο.
Έπειτα από καταγγελία και με εντολή του Κουρτ πασά, τον συνέλαβαν ενώ κήρυττε στο χωριό Κολικόντασι του Βερατίου της Βορείου Ηπείρου στις 22 Αυγούστου 1779. Την επόμενη ημέρα τον απαγχόνισαν και, αφού γύμνωσαν το μαρτυρικό και πολύπαθο σώμα του, το έριξαν στον ποταμό Άψο, απ’ όπου ανασύρθηκε ύστερα από παρέλευση τριών ημερών από τον εφημέριο παπα-Μάρκο και ενταφιάστηκε στο νάρθηκα του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου.
*Αποσπάσματα από εκτενέστατο κείμενο του πρωτοπρεσβυτέρου Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, δόκτορος Θεολογίας, που φέρει τον τίτλο «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός – Ο μέγας διδάσκαλος και φωτιστής του Γένους» (Πάτρα, 2014, πρώτη δημοσίευση στην εβδομαδιαία εφημερίδα των Πατρών «Ο Εκκλησιολόγος»).