Μελό*

Αιχμές από τον Γιώργο Βέλτσο

Στον κήπο μου ο φοίνικας είναι παλιός. Μετρώ από τα ξερά βάγια του, την ηλικία.
Το χρυσοκόκκινο τα σούρουπα, στακάτο -όταν κουρνιάζουν φτερακίζοντας στο σώμα του πουλιά.
Ξύλινα τα κίτρινα παράθυρα (τα «γαλλικά») στο σπίτι.
Χτιστό πηγάδι και μαγκάνι αλάδοτο -αλάθητο πήγα να πω σημάδι ευτυχίας.
Βυτίο δεν κουβάλησε ποτέ νερό.
Στη μάντρα που την ρίχνει τον χειμώνα ο Βοριάς, φύλλωμα ακόμη αρχαίου κισσού.
Και πάλι με κερί κερώνουμε της σάλας τα σανίδια.
«Φανάρι» και βρυσάκι τσίγκινο είχαν τότε εδώ, πριν έρθει το νερό και το ηλεκτρικό του Ζουγανέλη. Τον πάγο μας τον έφερναν οι γιοί του καπετάν Αντρέα.
Τη στάμνα γεμίζαμε όταν περνούσε με φωνές ο νερουλάς. Την κλείναμε με φρύγανο ή σπόγγο.
Εδώ με βάφτισε ο Μεθόδιος. Νερό από το πηγαδάκι του παπά, κι ο δρόμος που είναι το σπίτι μου, οδός Πηγαδακίου!
Τότε η λαλά μου έφτιαξε από βραδύς, σκάφες αυγοκαλάμαρα. Στου Κονταρίνη παρήγγειλαν τα κώκ και τα φοινίκια.
Σφύριζε το «Ηλιούπολις» από μακριά, κι απ’ τα μεγάφωνα ακούγονταν η Βέμπο.
Λίγες αβιόλες στόλιζαν στα βάζα τη Λαμπρή. Έβαφε ο Έρωτας, κι ο Καλαβρέζος άλλαζε την παλιά δίφυλλη πόρτα. (Είχε μαζί του τον Ηλία παραγιό).
Στα τρία στερνάκια πίσω μας, η πέτρα είχε γίνει λουλακί.
Η Μαρουλίνα έπιανε πλένοντας σκοπό (Την είχαν σαν κόρη τους εδώ. Στην Κατοχή της χάρισαν το οικόπεδο στο πλάι).
Ένα βράδυ που ξεπρόβαλαν όλα μαζί τα αστέρια, τους παρακάλεσα έξω να κοιμηθώ στους γρόμπους ενός στρώματος υγρού από την αποθήκη. Αρρώστησα, κι έκτοτε η καρδιά μου μέσα ξαγρυπνά. Μέσα βλέπει το εύρημα του χρόνου: τα γηρατειά.
Πριν γράψω ποιήματα -πολύ παλιά- είδα κατάματα τον Αυγερινό, ακριβώς εδώ.
Πριν έρθω απ’ τη μεριά του έντεχνου και του σκυφτού, μετέλαβα το άστρο. Θέλω να πω,
πριν να λυγίσει μια στιγμή η Ποίηση το «σίδερο της Μοίρας».

*Αφιερωμένο στους Μυκονιάτες. Οικειοποιήσιμο -ακόμη και λαογραφικά εμπορεύσιμο αύριο- από τα «σάιτ», με τις «έσκορτ», τις»κονσιέρζ», τις διουρητικές αστακοουρές, και τους «προστάτες» του νησιού.
Μελό λοιπόν, αναρτημένο μόνο στην παιδική ηλικία για όποιον είναι κατά βούληση παιδί.

«Τι γυρεύτε; Τα μηνύματά
σας έρχονται αλλαγμένα»
με ειδοποιεί ο Σεφέρης στην «Αλληλεγγύη» του -ποίημα όχι τόσο γνωστό για «συντρόφους» και «ανυπόστατους ίσκιους».
«….και τα πανιά μου όσο κρατήσουν, κι έχει ο θεός μου».
ΥΓ.
Σημειώνω: «όχι ο Θεός».
«Ο θεός μου».
Δίνει κι ο Σεφέρης μεγάλη σημασία στα πεζά.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.