Είναι φορές που δεν μπορείς παρά να αποδεχτείς τη
«διαδικασία», δηλαδή τη ζωή σου, με εκείνο το «amor fati» που συνιστά ο Νίτσε.
Να αγαπήσεις τη ζωή όσο κι αν σε πλήγωσε.
Να παρατηρείς σαν άρρωστος έννοιες πιο υγιείς, αξίες πιο υγιείς, και μετά, από τα ύψη μιας πλούσιας ζωής υπεράφθονης και σίγουρης για τον εαυτό της, να βυθίζεις το βλέμμα σου στην κρυφή δουλειά του ενστίκτου της παρακμής».
Μ’ αυτόν τον τρόπο, γράφει ο Νίτσε στο «Ecce Homo», κάποτε «μαθαίνεις κι εσύ την τέχνη να αναστρέφεις απόψεις».
Έστειλα στη σχόλη του Δεκαπενταύγουστου στο ηλεκτρονικό «Βήμα» δύο ποιήματά μου, ως μη όφειλα.
Αλλά γιατί;
Δεν οφείλουμε τάχα όλοι στον Ασκληπιό ένα κοκκόρι;
Δεν καθιερώνουμε μια μορφή έκφρασης από τις σωματικές αιτίες;
Δεν βιώνουμε, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουμε, την αρρώστια σαν μια διερεύνηση της υγείας;
Το γήρας, σαν μια εξερεύνηση της νεότητας;
Εβδομηνταοχτώ συναπτά χρόνια ανεβαίνω τις σκάλες του πατρικού μου στη Μύκονο, φτιάχνοντας τον κόσμο μου ανάλογα με τον εσωτερικό ρυθμό, επιστρέφοντας στα υπολείμματα αυτού του κόσμου -τους πεθαμένους και τους ζωντανούς- ανεβοκατεβαίνοντας μια κλίμακα όπως ο Ιακώβ της Βίβλου που δεν σταματά να με διαιρεί σε ένα ήδη παρελθόν και σ’ ένα ακόμη μέλλον.
Κι’ ας μη μπορώ να ησυχάσω (ακόμη;) όχι τόσο από τον εκκωφαντικό θόρυβο του τουρισμού, αλλά από τον ανησυχητικό θόρυβο του εαυτού μου.
Από την δυσκολία μου να καταλάβω τον «σοφό» που είναι πραγματικά «ελεύθερος, μια φορά γιατί η ψυχή του μπορεί να φτάσει στην εσωτερικότητα των τέλειων φυσικών αιτιών, μιαν άλλη, γιατί το πνεύμα του μπορεί να απολαμβάνει σχέσεις πολύ ειδικές, οι οποίες εγκαθίστανται ανάμεσα στα εφέ, μέσα σε ένα στοιχείο αμιγούς εξωτερικότητας».
Και μη με ρωτήσετε ποιός τα γράφει αυτά και για ποιόν;
De te fabula narratur! *
(Αλλά διαβάστε «Το Κεφάλαιο», και «ακούτε Τρίτο», όσο είναι ακόμα καιρός.
Όσο δηλαδή δεν «ακούει» ο Μητσοτάκης, ο Τσίπρας και ο Ανδρουλάκης- σε ανοιχτή ακρόαση, ο ένας τον άλλον….)
* » Για σένα λέγεται ο μύθος «.