Παρότι αναμενόμενη δεν παύει να έχει έναν ισχυρό συμβολισμό. Αναφέρομαι στην ήττα της Λιζ Τσέινι στον προκριματικό των Ρεπουμπλικάνων στο Γουαϊόμινγκ από μια δικηγόρο χωρίς μεγάλη πολιτική παρουσία, που όμως είχε την υποστήριξη του Ντόναλντ Τραμπ.
Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα ετίθετο θέμα αμφισβήτησης της Τσέινι. Κόρη ενός πρώην αντιπροέδρου, με μεγάλη πολιτική διαδρομή ήταν μια χαρακτηριστική εκπρόσωπος του «κατεστημένου» του κόμματός της.
Όμως, ήταν επίσης μία από τις λίγες περιπτώσεις Ρεπουμπλικάνων που ύψωσαν το ανάστημά τους όταν ο τέως αμερικανός πρόεδρος όχι μόνο αμφισβήτησε το αποτέλεσμα εκλογών που έκαναν σαφές ότι δεν είχε την υποστήριξη της πλειοψηφίας, αλλά και περίπου προσκάλεσε έναν όχλο να επιβάλει πραξικοπηματικά τη δική του αντίληψη για τις εκλογές.
Αυτό ο Τραμπ δεν της το συγχώρησε: και τώρα, στο πλαίσιο των διαρκών παρεμβάσεών του στις προκριματικές εκλογές του κόμματός του, εξασφάλισε ότι θα μείνει εκτός της Βουλής των Αντιπροσώπων μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου.
Άλλωστε, ο Τραμπ παραμένει αυτή τη στιγμή ο πιο δημοφιλής πολιτικός μεταξύ των ψηφοφόρων των Ρεπουμπλικάνων. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις προηγείται των άλλων υποψηφιοτήτων από το κόμμα του και δεν έχει κρύψει την επιθυμία του να είναι ξανά υποψήφιος.
Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: δηλαδή ένας πολιτικός που έδειξε εντυπωσιακή περιφρόνηση για τους θεσμούς, που κυβερνούσε μέσω μηνυμάτων στο twitter, που αμφισβήτησε ένα σαφές αποτέλεσμα εκλογών και δεν δίστασε να οδηγήσει τις ΗΠΑ σε μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες της, είναι σήμερα ο πιο δημοφιλής πολιτικός στη μία από τις δύο μεγάλες παρατάξεις αυτής της χώρας.
Δηλαδή, στην πιο πλούσια και ισχυρή χώρα του πλανήτη έχουμε αυτή την εντυπωσιακή δημοφιλία ενός πολιτικού που συνδυάζει τον λαϊκισμό, τη συνωμοσιολογική αντίληψη της ιστορίας, την περιφρόνηση για θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, και την απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών.
Και αυτός ο πολιτικός, αντί να έχει οδηγηθεί σε … υποχρεωτική πολιτική αποστρατεία, σήμερα είναι ο πιο ισχυρός παράγοντας στο κόμμα του.
Αυτό για μένα είναι ένα σύμπτωμα μιας πιο συνολικής κρίσης των «δεξιών παρατάξεων» και όχι μόνο στις ΗΠΑ.
Αδύναμες να έχουν ένα πιο συνεκτικό και θετικό «αφήγημα» να προσφέρουν στις κοινωνίες, αναδιπλώνονται στον «εύκολο δρόμο» του λαϊκισμού και της «κατασκευής εχθρών» και έλκονται από την εικόνα του ισχυρού (και δήθεν «αντισυμβατικού») ηγέτη. Συχνά αυτά συνδυάζονται με αναδιπλώσεις σε εθνικιστικές και ρατσιστικές απόψεις.
Το χειρότερο είναι ότι με αυτόν τον τρόπο «εκπαιδεύουν» ανάλογα και το κοινό τους. Αυτό είναι πολύ έντονο στις ΗΠΑ όπου το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο Τραμπ αλλά και η κουλτούρα και νοοτροπία των οπαδών του, που λειτουργούν αντικειμενικά ως μηχανισμός οπισθοχώρησης συνολικά της πολιτικής ζωής.
Στην Ευρώπη εξακολουθούμε να έχουμε αρκετούς επίδοξους μιμητές του Τραμπ και του τραμπισμού, που θα ήθελαν μια παραλλαγή «δεξιού λαϊκισμού». Το βλέπει κανείς σε όλους αυτούς που εάν τους πεις «κεντρώους» θα σου πουν ότι τους βρίζεις γιατί αυτοί είναι «κλασικοί δεξιοί».
Όμως, η κυριαρχία τέτοιων λογικών στο τέλος απλώς ανοίγει το δρόμο για μια συνολικότερη κρίση της ίδιας της πολιτικής και υπονομεύει τη δημοκρατία. Και αυτό πρέπει να το αναλογιστούν οι επίδοξοι μιμητές του Τραμπ.