Οι μοιρολάτρες θα μπορούσαν να επικαλεσθούν την κακή μας μοίρα, που μας καταδιώκει διαρκώς. Και όχι αδίκως. Η Ελλάδα κάθε φορά που πάει να ανασάνει και να σηκωθεί, κάτι συμβαίνει και ξαναχάνει τον δρόμο της. Σαν να καταδιώκεται από το μυθικό σισύφειο άγος, από εκείνη την αέναη καταδίκη να παλεύει να ανέβει φορτωμένη το βουνό και μόλις προσεγγίζει την κορυφή να κατρακυλάει πληγωμένη προς τα πίσω και άντε πάλι από την αρχή.
Στη διαδρομή των μεταπολιτευτικών χρόνων έχουν καταγραφεί δυστυχώς πάμπολλα τέτοια πισωγυρίσματα που μάτωσαν στην κυριολεξία τον ελληνικό λαό.
Το 1985 η χώρα έκανε μια καθοριστική για το μέλλον της επιλογή. Απειλούμενη από τα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα, των δημοσίων οικονομικών και του ισοζυγίου πληρωμών, επέλεξε να προσαρμοσθεί και να προσεγγίσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο και πρότυπο.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου υιοθέτησε τότε και έθεσε σε εφαρμογή φιλόδοξο τριετές πρόγραμμα οικονομικής σταθεροποίησης και διαρθρωτικών αλλαγών.
Στο τέλος του προγράμματος, όλη εκείνη η δύσκολη και απαιτητική προσπάθεια προδόθηκε κυριολεκτικά από εσωτερικές δυνάμεις.
Πρώτα επικράτησαν οι συνήθεις εκλογικές προτεραιότητες και ακολούθως, μέσω της αποκάλυψης του σκανδάλου Κοσκωτά, ανεδείχθησαν σχέδια εξουσιαστικά, που εξέτρεψαν τη χώρα από τον δρόμο της.
Μέχρι το 1989, σε διάρκεια μόλις δύο ετών, όλες οι θυσίες του ελληνικού λαού είχαν χαθεί και η χώρα περιέπεσε ξανά σε συνθήκες χρεοκοπίας.
Αλλά και στη συνέχεια, το 1990, όταν μπόρεσε κάπως να ισορροπήσει και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατάφερε να την ξαναβάλει σε ευρωπαϊκή τροχιά, πάλι η προσπάθεια κατέρρευσε υπό το βάρος των εντάσεων και των σκανδάλων που η περίοδος γέννησε.
Στα τέλη του 1993 η χώρα πάλι είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού. Και χρειάστηκε ο επανελθών γηραιός Ανδρέας Παπανδρέου να αρνηθεί τον λαϊκισμό και να ξεστομίσει το περίφημο «είτε το έθνος θα εξαφανίσει το χρέος είτε το χρέος θα αφανίσει το έθνος» για να πειθαρχήσουν άπαντες και η χώρα να βαδίσει ξανά αποφασιστικά στον ευρωπαϊκό δρόμο.
Ακολούθως η πρώτη τετραετία του Κώστα Σημίτη, παρότι επιτυχής στην επίτευξη του ευρωπαϊκού στόχου, θα πληγωθεί από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εξοπλιστικών, κατασκευαστικών και χρηματιστηριακών σκανδάλων και εν τέλει μετά την ένταξη στην ευρωζώνη θα καταρρεύσει στη συνείδηση των πολιτών και μετά την Πρωτοχρονιά του 2002 θα ακινητοποιηθεί στην κυριολεξία, προδομένη εσωτερικά από δυνάμεις υπερφίαλες και άπληστες.
Ο Κώστας Καραμανλής που τον διαδέχθηκε, παρότι ήταν προετοιμασμένος και είχε σύμμαχο τον ελληνικό λαό να επιχειρήσει τις μεταρρυθμίσεις και τις αλλαγές που θα ασφάλιζαν τη χώρα, σχεδόν κατέβασε τα χέρια φοβούμενος τη σύγκρουση με τον λαϊκισμό και αποδεχόμενος στις τάξεις του επίσης άπληστες δυνάμεις. Το σκάνδαλο των ομολόγων τον πλήγωσε βαθιά, με αποτέλεσμα όταν «έσκασε» η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση να «παραλύσει» και απλώς να εγκαταλείψει τη μάχη, παραδίδοντας την εξουσία στον απαράσκευο και αμήχανο απέναντι στην επερχόμενη τότε μεγάλη κρίση Γιώργο Παπανδρέου.
Οι κυβερνήσεις που μεσολάβησαν στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης δεν είχαν τις δυνάμεις, ούτε τη λαϊκή υποστήριξη να αντέξουν το πλήθος των βαρών.
Ο Αλέξης Τσίπρας, που απέκτησε δυνάμεις και ανοχή, πνίγηκε αρχικώς στον κύκλο των αυταπατών και των ψευδαισθήσεων που καταδίωκαν εκείνον και το κόμμα του και στη συνέχεια χάθηκε στις σκανδαλώδεις εξουσιαστικές επιδιώξεις του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που τον διαδέχθηκε, έδειχνε πρόσωπο με πεποιθήσεις και δυνατότητες. Στα τρία χρόνια των επάλληλων κρίσεων μπόρεσε και την οικονομία να διασώσει και τη διεθνή φήμη της χώρας να αποκαταστήσει. Και εκεί που ήταν «καβάλα στο άλογο» προδόθηκε από τον συνωμοσιολογικό του κύκλο, από τους στενότερους των συνεργατών του, οι οποίοι, κατά τον ίδιο, αυθαιρέτησαν και υπέκυψαν σε ασυγχώρητα λάθη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την προσπάθεια της χώρας και καταστρέφοντας τον δικό του μύθο, αυτόν του αξιόπιστου φιλελεύθερου ηγέτη, που επιμελώς έχτιζε τα τελευταία τρία χρόνια. Φθάσαμε δυστυχώς να δούμε να αναβιώνουν ξανά τα προβληματικά δίκτυα του Πάνου Καμμένου και του ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο η αλληλουχία των ιστορικών γεγονότων δεν δηλώνει την κακή μας μοίρα, παρά τα θεσμικά ελλείμματα και τις μικρές και μεγάλες προδοσίες που αυτά επιτρέπουν. Αν κάτι οφείλει ο κ. Μητσοτάκης είναι να πει όλη την αλήθεια για το σκάνδαλο των υποκλοπών, να αφήσει απερίσπαστη τη δικαιοσύνη να ερευνήσει σε βάθος τα πεπραγμένα της ΕΥΠ και να επιμείνει, έστω πληγωμένος και υπονομευμένος, με όποιο κόστος στη θεσμική θωράκιση της Δημοκρατίας μας.