Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η νέα ενεργειακή κρίση που αυτός πυροδότησε οδηγούν αφεύκτως σε μια περιβαλλοντική οπισθοδρόμηση.
Η προοπτική ενός χειμώνα με πανάκριβη και ανεπαρκή ενέργεια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις έχει αναγκάσει πολλές δυτικές κυβερνήσεις, κυρίως τις ευρωπαϊκές, να αναβιώσουν και να επαναλειτουργήσουν εγκαταλελειμμένες καθότι εξόχως ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ακόμα και λιγνιτικές.
«Η παλαιά οικονομία παίρνει την εκδίκησή της» απεφάνθη μιλώντας στο Bloomberg ο στρατηγικός αναλυτής της Goldman Sachs Τζεφ Κιούρι, με αφορμή την είδηση ότι οι εισροές καθαρών κεφαλαίων της ExxonMobil ξεπέρασαν το δεύτερο τρίμηνο εκείνες της Alphabet (μητρικής της Google) και υπολείπονται μόνο των εισροών της Apple και της Microsoft.
Η «βρώμικη» ενέργεια
Είναι γεγονός ότι η εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι έφερε τεράστια ρευστότητα και υπερκέρδη στις επιχειρήσεις του ευρύτερου κλάδου εξόρυξης και διύλισης υδρογονανθράκων. Και δημιουργεί κίνητρο για νέες επενδύσεις στη «βρώμικη» ενέργεια.
Ομως το πισωγύρισμα θα είναι πιθανότατα πρόσκαιρο. Και το ξεχείλισμα των ταμείων των πετρελαϊκών κολοσσών με ρευστό θα αποβεί εν τέλει προς όφελος της «πράσινης μετάβασης». Την πρόβλεψη είχε κάνει ήδη από τα μέσα Μαρτίου – έναν μήνα μετά το ξέσπασμα του πολέμου – ο δισεκατομμυριούχος ακτιβιστής επενδυτής σερ Κρίστοφερ Χον. «Η εκτίναξη των πετρελαϊκών τιμών θα φέρει περισσότερες επενδύσεις στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας» είχε δηλώσει στους «Financial Times» ο ιδρυτής του TCI Fund Management.
Πακτωλός
Στα μέσα Απριλίου ο διευθύνων σύμβουλος της BlackRock Λάρι Φινκ διαβεβαίωνε ότι «ο πόλεμος στην Ουκρανία επιταχύνει την ενεργειακή μετάβαση καθώς θα φέρει πακτωλό επενδύσεων στην ανανεώσιμη ενέργεια». Οι ειδικοί δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν. Ερευνα των «FT» έδειξε ότι η εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου λειτουργεί σαν ένα «ηχηρό καμπανάκι συναγερμού για το κλίμα, αφυπνίζοντας τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις για να εγκαταλείψουν ταχύτερα τον άνθρακα».
Η βρετανική εφημερίδα σημειώνει ότι οι περιβόητες «βιώσιμες επενδύσεις», εκείνες δηλαδή που αποφασίζονται με κριτήρια περιβαλλοντικά, κοινωνικά και ηθικής εταιρικής διακυβέρνησης, συνέχισαν να διαδραματίζουν βασικό ρόλο το πρώτο εξάμηνο του 2022, «παρά το ότι οι γεωπολιτικές συνθήκες οδήγησαν σε αναπόφευκτες επανεξετάσεις κριτηρίων και πεποιθήσεων».
Το λόμπι του άνθρακα
Μπορεί να είναι πρόσκαιρο το πισωγύρισμα του πλανήτη και των κυβερνήσεων στην πορεία προς την ενεργειακή μετάβαση, η αλήθεια είναι όμως ότι οι γνωστοί πολέμιοι των βιώσιμων επενδύσεων έχουν αναθαρρήσει από τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τα ανατιμητικά συνακόλουθα.
Ακόμα και η «πράσινη» και αισιόδοξη BlackRock παραδέχθηκε προ διμήνου ότι «οι βιώσιμες επενδύσεις υποχωρούν» και ότι «όλο και λιγότεροι επενδυτές προτείνουν τη συμπερίληψη περιβαλλοντικών στόχων και προϋποθέσεων στις στρατηγικές των funds». Οσο για τις φωνές των τενόρων του αντιπεριβαλλοντικού λόμπι ή της «φαιάς αντεπίθεσης στον πράσινο περιβαλλοντισμό» (Brownlash), εσχάτως έχουν γίνει πιο στεντόρειες.
Η Strive Asset Management, μια νέα εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων που ίδρυσε ο Βίβεκ Ραμασουάμι με την υποστήριξη των δισεκατομμυριούχων επενδυτών Πίτερ Τιλ και Μπιλ Ακμαν, απηύθυνε πρόσφατα έκκληση στις επιχειρήσεις να μην μπλέκονται με κοινωνικά, πολιτικά ή περιβαλλοντικά ζητήματα.
Και ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ (επί Τραμπ) και πιθανός υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών στις προεδρικές του 2024 Μάικ Πενς μιλώντας τον Μάιο στο Τέξας είπε ότι στόχος του είναι να «χαλιναγωγήσει» τις λεγόμενες βιώσιμες επενδύσεις ή αυτές που βασίζονται σε αρχές περιβαλλοντικές, κοινωνικές και εταιρικής διακυβέρνησης.
Η αντίσταση
Αλλά και η κορυφαία πετρελαϊκή εταιρεία των ΗΠΑ και πρωταθλήτρια στις εισροές κεφαλαίων Exxon Mobil έχει πρωτοστατήσει στην αντίσταση κατά των «περιβαλλοντιστών». Ιστορικοί έχουν μείνει οι χλευαστικοί προς αυτούς χαρακτηρισμοί του πρώην μάνατζερ της εταιρείας και πρώτου υπουργού Εξωτερικών του Τραμπ, Ρεξ Τίλερσον.
Πιστός στην εταιρική παράδοση, ο σημερινός μάνατζερ Ντάρεν Γουντς δηλώνει δικαιωμένος που από το 2018 και παρά τις πιέσεις των ακτιβιστών επενδυτών προγραμμάτιζε και επένδυε στην αύξηση της πετρελαϊκής παραγωγής. «Δέχθηκα μεγάλη πίεση και κριτική γι’ αυτό, αλλά τώρα σκέφτομαι ότι ακολούθησα τη σωστή στρατηγική» σημείωσε ο Γουντς.
«Οι στόχοι για τη σωτηρία του πλανήτη δεν αλλάζουν»
Δεν είναι ευκαταφρόνητα στην παρούσα συγκυρία τα επενδυτικά αντικίνητρα για την πράσινη μετάβαση. Στην ενεργειακή κρίση πρέπει να προστεθεί και η γενικότερη πολιτική αύξησης των επιτοκίων που ακολουθούν οι Κεντρικές Τράπεζες για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό. Επιπλέον, ο πόλεμος έχει επηρεάσει τις επενδυτικές προτεραιότητες ενώ έχει πυροδοτήσει και μια προβληματική για τα κριτήρια βάσει των οποίων χαρακτηρίζεται βιώσιμη μια επένδυση.
Είναι χαρακτηριστική η κριτική που άσκησε ο υπουργός Αμυνας και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Λετονίας Αρτις Πάμπρικς σε σκανδιναβικές τράπεζες που αρνήθηκαν να εγγυηθούν δάνεια σε βιομηχανίες όπλων για λόγους βιώσιμης ανάπτυξης – υπενθυμίζεται ότι τον Μάρτιο του 2022 η ΕΕ αναγνώρισε την ανάγκη για «μεγαλύτερη στρατηγική αυτονομία» των Ενόπλων Δυνάμεων των κρατών-μελών. «Δεν είναι άραγε ηθικό να επενδύει κανείς στην εθνική άμυνα;» ρώτησε ο λετονός πολιτικός.
Μια άλλη ελαφρώς κυνική ερμηνεία για την αύξηση των επενδύσεων στους υδρογονάνθρακες ήδη από τις αρχές Φεβρουαρίου, προτού δηλαδή ξεσπάσει ο πόλεμος, είναι ότι αυτή οφείλεται στην ανάκαμψη των διεθνών τιμών. Επομένως η μεγάλη κάμψη που παρατηρήθηκε κατά την περίοδο της πανδημίας δεν οφείλεται στις περιβαλλοντικές ευαισθησίες των κεφαλαιούχων αλλά στην κατάρρευση της αγοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Μείωση των ρύπων
Ωστόσο ουδεμία κυβέρνηση έχει προσώρας αναθεωρήσει τους περιβαλλοντικούς στόχους που έχει θέσει η ίδια ή η διεθνής κοινότητα. Η ΕΕ αναγνώρισε ότι θα πρέπει να καεί περισσότερος άνθρακας τα επόμενα δέκα χρόνια προκειμένου να απεξαρτηθούν οι «27» (η Γερμανία, η Ιταλία και λίγες ακόμα χώρες της Κεντρικής Ευρώπης ακριβέστερα) από το ρωσικό φυσικό αέριο έως το 2027. Αλλά ευρωπαίοι αξιωματούχοι διαβεβαίωσαν επανειλημμένως ότι δεν αλλάζει ο στόχος για μείωση έως το 2030 των εκπομπών άνθρακα στο 55% των επιπέδων του 1990.
«Οι κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικές αρχές και από τις δύο ακτές του Ατλαντικού έχουν κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους δείξει ένα αυξημένο ενδιαφέρον για τη μείωση των ρύπων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, απαιτώντας διαφάνεια και επιβάλλοντας περιβαλλοντικούς όρους στην κίνηση των επενδυτικών κεφαλαίων» σημειώνουν οι «FT».
Αλλά και πετρελαϊκές εταιρείες, όπως οι ευρωπαϊκές BP, Shell και TotalEnergies, έχουν διακηρύξει την πρόθεσή τους να γίνουν «πράσινες» εταιρείες έως το έτος 2050 επενδύοντας στην ανανεώσιμη ενέργεια. Ακόμα και η αμερικανική Chevron, που έχει μείνει πίσω σε περιβαλλοντικά θέματα, επένδυσε 3,15 δισ. δολάρια τον Φεβρουάριο στη Renewable Energy Group, μια εταιρεία βιοντίζελ που εδρεύει στην Αϊόβα.