Η μία κρίση διαδέχεται την άλλη και η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αντεπεξέλθει σε ένα δύσκολο περιβάλλον, τη στιγμή που διαπιστώνεται και έλλειμμα ηγεσίας που θα μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση.

Αν και ποτέ δεν υπήρξε μόνο ένας ηγέτης στην ΕΕ, πάντα υπήρχαν εκείνοι που ήταν ικανοί να βγάλουν την Ένωση από την κρίση και να εξασφαλίσουν τη συναίνεση ανάμεσα στα κράτη μέλη προωθώντας μια κοινή γραμμή. «Είναι δύσκολο να δούμε ποιος θα έχει την επιρροή ή την αξιοπιστία για να εκτελέσει αυτόν τον ρόλο φέτος και το επόμενο έτος», σημειώνει το περιοδικό New Statesman που επιχειρηματολογεί σε άρθρο του για το κενό ηγεσίας με το οποίο είναι αντιμέτωπη η ΕΕ.

«Είναι κοινοτοπία ότι η ΕΕ δεν έχει έναν και μοναδικό «ηγέτη». Είναι εξίσου αληθές ότι τα μικρά και μεσαία κράτη μέλη δικαίως δυσανασχετούν με τον υπαινιγμό ότι αποτελούν τις «άλλες τάξεις», ενώ η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία παρέχουν την «τάξη των αξιωματικών». Αλλά τα ίδια τα μικρά και μεσαία κράτη είναι διαιρεμένα μεταξύ βορρά και νότου, ανατολής και δύσης. Τώρα θα μπορούσε να είναι η στιγμή τους. Αλλά ποιο από αυτά θα έχει το θάρρος ή την αξιοπιστία να ηγηθεί;», διερωτάται το περιοδικό, δίνοντας παράλληλα την εικόνα για τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της Ένωσης, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία.

Η Γερμανία του Σολτς

Η Γερμανία που παραδοσιακά είχε τον ρόλο του «προστάτη» αυτή τη στιγμή είναι αυτή που «ζητά». Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που αποτελεί μία μεγάλη κρίση για την Ευρώπη έχει αλλάξει ριζικά τα πράγματα όχι μόνο στο τι μπορεί αλλά και στο τι θέλει το Βερολίνο.

«Η οικονομική κρίση της Ευρωζώνης από το 2009 και μετά, η οικονομική δύναμη του Βερολίνου ήταν το αποφασιστικό πλεονέκτημα της ΕΕ, και στη μεταναστευτική κρίση του 2015 ήταν η προθυμία της Γερμανίας να δεχτεί το μεγαλύτερο μέρος των Σύριων προσφύγων. Όταν η Ρωσία εισέβαλε για πρώτη φορά στην Ουκρανία το 2014, ήταν η επιδέξια διπλωματία της Μέρκελ, υποστηριζόμενη από την προθυμία της Γερμανίας να αντιμετωπίσει τις κυρώσεις, που οδήγησε την απάντηση της ΕΕ».

Η κατάρρευση της «αρετής της λιτότητας»

Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η Γερμανία είναι ενεργειακά εξαρτημένη από τη Ρωσία και χρειάζεται τις πλάτες των εταίρων της στην ΕΕ. «Ενώ η Γερμανία θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερη στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία, ανώτεροι Γερμανοί αξιωματούχοι παραμένουν επιφυλακτικοί σχετικά με το εάν μπορεί να επιτευχθεί μια »ουκρανική νίκη» και το επίπεδο κλιμάκωσης που θα συνεπαγόταν. Ο ίδιος ο Όλαφ Σολτς έχει πει ότι η Γερμανία δεν θα προχωρήσει ποτέ μπροστά από άλλες χώρες του ΝΑΤΟ όσον αφορά τη στρατιωτική βοήθεια και ότι ένας »ειδικός»ρόλος για τη Γερμανία θα ήταν »λάθος»».

«Το 2009, η πολιτική λιτότητας της Γερμανίας παρουσιάστηκε ως ηθική αρετή. Όμως ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδότησε την κατάρρευση της μακροχρόνιας πολιτικής του Βερολίνου έναντι της Ρωσίας, αποδυναμώνοντας τη νομιμότητά του και την ικανότητά του να προσφέρει λύσεις πόσο μάλλον ηγεσία», σχολιάζει το περιοδικό. Ωστόσο τα προβλήματα είναι πιο βαθιά με τον ενεργειακό εφιάλτη να είναι προ των πυλών. Η Γαλλία η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης βυθίζεται σε μια κατάσταση πολιτικής αβεβαιότητας, ενώ η Ιταλία κινείται στα άκρα περιμένοντας τις εκλογές του Σεπτέμβρη.

Γαλλία: Ο Μακρόν αντιμέτωπος με εσωτερική κρίση

Οι εκλογές στη Γαλλία έφεραν τον φέρελπι ηγέτη της ΕΕ, Εμανουέλ Μακρόν, να μην μπορεί να ελέγξει το κοινοβούλιό του. Ο ίδιος έχει να αντιμετωπίσει ένα διχασμένο πολιτικό τοπίο εντός και εκτός κοινοβουλίου με το περιοδικό να αμφιβάλει ότι θα καταφέρει να εξασφαλίσει τον έλεγχο που χρειάζεται στην Εθνοσυνέλευση για να κυβερνήσει.

«Επομένως, ο Γάλλος πρόεδρος θα ασχοληθεί πολύ περισσότερο με το δράμα στο εσωτερικό»: αντιμετωπίζει ένα θυμωμένο και εχθρικό κοινοβούλιο που θα πολεμήσει με νύχια και με δόντια το πρόγραμμα της κυβέρνησής του, ειδικά τις αμφιλεγόμενες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που σκοπεύει να περάσει όταν επιστρέψει το κοινοβούλιο τον Οκτώβριο. Αυτές οι πολιτικές θα αμφισβητηθούν επίσης »στον δρόμο» με συνδικαλιστικές πορείες και απεργίες, ξεκινώντας τον Σεπτέμβριο. Αυτά ήταν πάντα αναπόφευκτα, σχολιάζει το περιοδικό, σημειώνοντας ότι στο νέο πολιτικό τοπίο, είναι πιθανό να γίνουν ακόμη πιο έντονα και συντονισμένα.

«Έτσι, ο Μακρόν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια επιλογή: μεταξύ της διάλυσης του κοινοβουλίου ή της αποδοχής του», αναφέρει εκτιμώντας ότι δεδομένων των φιλοδοξιών του, «γίνεται όλο και πιο πιθανό ότι θα προκηρύξει νέες βουλευτικές εκλογές το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους, ένας περαιτέρω κίνδυνος που θα αποσπάσει επίσης την ικανότητά του να ηγηθεί της ΕΕ».

Ιταλία

Οι πρόωρες εκλογές στην Ιταλία στις 25 Σεπτεμβρίου δημιουργούν επίσης πολιτική αστάθεια σε ένα από τα μεγαλύτερα κράτη μέλη της ΕΕ, κυρίως επειδή είναι πιθανό η επόμενη κυβέρνηση να είναι ένας ακροδεξιός συνασπισμός υπό την ηγεσία του ακροδεξιού κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας», με τη Λέγκα και το Forza Italia.

«Ως πρωθυπουργός, ο Μάριο Ντράγκι δεν άσκησε ποτέ την ηγεσία που έδειξε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στην καλύτερη περίπτωση, ήταν εγγυητής της σταθερότητας. Όμως, με την αποχώρησή του, η Ιταλία δεν είναι πλέον πιθανό να συμβάλει έστω και ελάχιστα θετικά στη λήψη αποφάσεων ή στην οικοδόμηση συναίνεσης της ΕΕ. Αντίθετα, η Ρώμη θα γίνει και πάλι πηγή ανησυχίας, καθώς η νέα κυβέρνηση θα είναι λιγότερο πρόθυμη να εφαρμόσει οικονομικές μεταρρυθμίσεις με αντάλλαγμα το μερίδιό της στο Ταμείο Ανάκαμψης της πανδημίας της ΕΕ – ένα ταμείο του οποίου η επόμενη εκταμίευση στην Ιταλία θα είναι αξίας 19 δισ. ευρώ ή περίπου 1 τοις εκατό του ΑΕΠ της χώρας», σχολιάζει.

«Μια ακροδεξιά ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση θα συμμορφωθεί τελικά με τις μεταρρυθμίσεις που επιβάλλει η ΕΕ, αλλά η καμπύλη μάθησης μπορεί να είναι απότομη και η διαδικασία επίπονη», προσθέτει.