Η υπόθεση των υποκλοπών δείχνει να ακολουθεί σε αυτή τη φάση την πολιτική πεπατημένη των παραδοσιακών κομματικών αντεγκλήσεων.
Πράγμα αναμενόμενο, αφού είμαστε στη φάση της αναμονής του ανοίγματος της Βουλής και της ενεργοποίησης της θεσμικής διαδικασίας για τη διερεύνηση της υπόθεσης, με βάση και τις δεσμεύσεις του πρωθυπουργού.
Όμως, αυτό δεν αναιρεί πόσο προβλεπόμενες είναι κάποιες φορές οι τοποθετήσεις μέσα σε αυτό το κλίμα.
Προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης: το ΚΙΝΑΛ / ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης έχουν κάθε λόγο να φωνάζουν γιατί μόλις έμαθαν ότι παρακολουθούνταν επισήμως.
Όμως, από εκεί και πέρα η πολιτική αντιπαράθεση απλώς ακολουθεί λίγο πολύ γνωστά μονοπάτια. Από την κυβερνητική πλευρά γίνεται μια προσπάθεια να υπερασπιστούν τη θέση τους, ενίοτε και με τα «φάλτσα» της προσπάθειας να νομιμοποιηθεί η παρακολούθηση Ανδρουλάκη, και από τη μεριά της αντιπολίτευσης και ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ όλες οι απαραίτητες μεγαλόστομες τοποθετήσεις για το πόσο κακή είναι η κυβέρνηση.
Θα μου πείτε, αντιπολίτευση είναι, αυτή είναι η δουλειά της: να φωνάζει.
Δεν θα φέρω αντίρρηση, όμως πέραν της διαχείρισης του κομματικού-επικοινωνιακού παιχνιδιού γύρω υπάρχει και η ίδια η δημοκρατία.
Και προφανώς υπάρχει θέμα ουσιαστικής παραβίασης κανόνων της δημοκρατίας (τα περί «τυπικής νομιμότητας» δεν έχουν εφαρμογή εδώ).
Πιστεύω ότι στο σημείο που είμαστε ο δρόμος είναι ένας: όλα στο φως.
Να υπάρξει τώρα ενημέρωση της ελληνικής κοινωνίας για το γιατί και από ποιους παρακολουθήθηκε ο Νίκος Ανδρουλάκης και εάν, για πόσο και γιατί έχουν παρακολουθηθεί άλλα πολιτικά πρόσωπα από την ΕΥΠ.
Να υπάρξει ενημέρωση για το ποιοι ζήτησαν τις παρακολουθήσεις, ποιοι τις ενέκριναν, ποιοι είχαν πρόσβαση στην πληροφορία και ποιοι έκαναν χρήση της πληροφορίας.
Όσοι έχουν ευθύνη για αυτές τις παρακολουθήσεις, είτε υπηρεσιακή είτε πολιτική, να λογοδοτήσουν, εάν χρειάζεται να «πέσουν κεφάλια» ας γίνει και αυτό.
Και προφανώς αυτό θα πρέπει να επεκταθεί σε όλη την πρόσφατη περίοδο, γιατί είναι προφανές ότι το πρόβλημα με τις παρακολουθήσεις είναι μάλλον διαχρονικό.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εξηγήσει τι γινόταν επί των ημερών του.
Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε προσπάθεια συγκάλυψης θα πληγώσει τη δημοκρατία ακόμη περισσότερο και θα κάνει αντικειμενικά πιο «τοξικό» το πολιτικό κλίμα στη χώρα.
Το ίδιο ισχύει και για την προμήθεια του λογισμικού Predator. Δεν μπορούμε να πληροφορούμαστε τα σχετικά με αυτό μέσω…. Βρυξελλών.
Το λογισμικό αυτό είναι δεδομένο.
Δεδομένες και οι εταιρείες που αντιπροσωπεύουν την εταιρεία που το παράγει.
Πρέπει να ελεγχθεί εάν και ποιος το προμηθεύτηκε στην Ελλάδα. Είναι κρατική υπηρεσία; Είναι ιδιώτης;
Το κρυφτούλι πρέπει να τελειώσει τώρα.
Και εάν είναι να χαλάσουν μερικές «δουλειές», δεν χάλασε ο κόσμος.
Και παράλληλα, χρειάζονται τομές στη λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών.
Δεν μπορεί να υπάρχει ένας σχεδόν «αυτόματος» μηχανισμός άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών.
Δεν μπορούν να υπάρχουν στεγανά, παράλληλα δίκτυα και μορφές παρακράτους.
Δεν μπορεί να θεωρείται αυτονόητη θεσμικά η παρακολούθηση βουλευτών και ευρωβουλευτών.
Όλα αυτά απαιτούν ουσιαστική συζήτηση, θεσμικές τομές και μορφές πραγματικού δημοκρατικού ελέγχου.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να αποφύγει το πολιτικό κόστος για αυτή την υπόθεση.
Και δεν πρέπει να σκέπτεται με όρους πολιτικού κόστους.
Έχει, όμως, τη δυνατότητα να μετατρέψει αυτή την πραγματική θεσμική κρίση σε ευκαιρία για μια δημοκρατική τομή.
Με πλήρη διαφάνεια για τη συγκεκριμένη υπόθεση, πραγματικές δημοκρατικές θεσμικές αλλαγές στη λειτουργία της ΕΥΠ και διακομματική συναίνεση.
Οφείλει να τολμήσει.