Η κύρια παρέμβαση του υπουργού Οικονομικών αφορά τη φορολογία εισοδήματος. Ο Κρίστιαν Λίντνερ θέλει να αντισταθμίσει την επιβάρυνση που προκαλείται όταν, λόγω πληθωρισμού, αυξάνεται μεν το ονομαστικό εισόδημα, αλλά όχι και το πραγματικό εισόδημα, με αποτέλεσμα ο φορολογούμενος να ανεβαίνει κλίμακα και να πληρώνει περισσότερα στην εφορία, οπότε του απομένουν λιγότερα διαθέσιμα χρήματα, παρά την αρχική αύξηση στο εισόδημά του. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα ο Λίντντερ ανεβάζει σταδιακά το αφορολόγητο όριο στη Γερμανία στα 10.933 ευρώ ετησίως. Έμμεση συνέπεια θα είναι η ελάφρυνση των μεσαίων και υψηλότερων εισοδημάτων, καθώς από το 2023 ο ανώτερος συντελεστής ισχύει μόνο για φορολογητέο εισόδημα άνω των 61.972 ευρώ ετησίως (έναντι 58.597 ευρώ σήμερα).
Με ρεαλισμό ο Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος ηγείται του Κόμματος των Φιλελευθέρων (FDP), δηλώνει ότι στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για «ελάφρυνση» με τη συνήθη έννοια του όρου, αλλά για «αντιστάθμιση της επιπλέον επιβάρυνσης λόγω πληθωρισμού», από την οποία πάντως αναμένεται να επωφεληθούν 48 εκατομμύρια πολίτες τα επόμενα χρόνια. Ουσιαστικά πρόκειται για παλαιότερη προεκλογική υπόσχεση του FDP. Τα μέτρα Λίντνερ προβλέπουν επίσης μία αύξηση του επιδόματος τέκνων, το οποίο από το 2023 ανέρχεται σε 227 μηνιαίως. Κατά τα άλλα ο υπουργός Οικονομικών απορρίπτει οριζόντιες παροχές. Μάλιστα δηλώνει αντίθετος στην παράταση του «εισιτηρίου των 9 ευρώ» για τις δημόσιες συγκοινωνίες, που ισχύει μέχρι τα τέλη Αυγούστου.
Κριτική από τα κόμματα της συγκυβέρνησης
Οι πρώτες αντιδράσεις από τα άλλα δύο κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Ο αντιπρόεδρος της Κ.Ο. των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) Άχιμ Ποστ θεωρεί ότι «τα μέτρα που προτείνει ο υπουργός Οικονομικών ελαφρύνουν ιδιαίτερα τα υψηλά εισοδήματα και δεν είναι ισορροπημένα με κοινωνικά κριτήρια, άρα χρειάζονται βελτιώσεις». Ακόμη πιο έντονη η κριτική των συγκυβερνώντων Πρασίνων: «Οι φοροελαφρύνσεις δισεκατομμυρίων είναι εκτός πραγματικότητας», προειδοποιεί ο Αντρέας Άουντρετς, αντιπρόεδρος της «πράσινης» κοινοβουλευτικής ομάδας στην Μπούντεσταγκ. Στη διάρκεια της συνέντευξης τύπου ο Κρίστιαν Λίντνερ παραδέχθηκε ότι στη σημερινή δύσκολη συγκυρία «είναι σημαντικό να διατηρήσουμε την εσωτερική ζήτηση στην οικονομία μας», αλλά και αυτή τη διαπίστωση την αξιοποίησε ως επιχείρημα για «να μην αυξηθούν άλλο οι φόροι» και όχι για να δικαιολογήσει οριζόντιες παροχές.
Η αλήθεια είναι ότι μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2022 τα έσοδα του κράτους από τον ΦΠΑ έχουν αυξηθεί κατά 29 δισεκατομμύρια ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021. Αυτό προφανώς σημαίνει ότι, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, η εσωτερική ζήτηση παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) εκτιμά ότι μέχρι τα τέλη του χρόνου τα επιπλέον έσοδα θα αγγίξουν τα 60 δις και προτείνει «να επιστραφούν στους πολίτες». Απαντώντας την Τετάρτη σε σχετικό ερώτημα ο Κρίστιαν Λίντνερ επιβεβαιώνει τα επιπλέον έσοδα των 29 δις, αλλά υπενθυμίζει ότι ήδη έχουν εγκριθεί παροχές άνω των 30 δις, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν περιθώρια για νέες ελαφρύνσεις. Επανέλαβε μάλιστα τη δέσμευσή του ότι το «φρένο του χρέους» θα τηρηθεί στον προϋπολογισμό του 2023.
Επιμένει ο πληθωρισμός
Σε υψηλά επίπεδα, αλλά με τάση απομείωσης επιμένει ο πληθωρισμός στη Γερμανία. Σύμφωνα με σημερινά στοιχεία για τον μήνα Ιούλιο ο πληθωρισμός κυμαίνεται σε ποσοστό 7,5% σε ετήσια βάση (έναντι 7,6% τον Ιούνιο και 7,9% τον Μάιο). Ιδιαίτερα αισθητή είναι η αύξηση στις τιμές της ενέργειας που φτάνει το 35%. Μάλιστα η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης έχει διπλασιαστεί σε σχέση με τον Ιούλιο του 2020. Στα τρόφιμα οι αυξήσεις φτάνουν το 14,8%. Εκτίμάται ότι καθοριστική συμβολή για τη συγκράτηση του πληθωρισμού είχαν οι κρατικές παρεμβάσεις που ισχύουν για όλο το καλοκαίρι, όπως το «εισιτήριο των 9 ευρώ» και η μείωση της φορολογίας των καυσίμων.
Πηγή: Deutsche Welle