«Πάντα να κοιτάτε ψηλά», την έλεγε συχνά αυτή τη φράση, ένα συμπύκνωμα σοφίας και μυστηρίου, όσο μακριά μπορεί να φτάσει το μάτι, στις γειτονιές που γεννιούνται και πεθαίνουν τα άστρα, και όσα δεν φτάνουν τα μάτια μας να δουν, ας τα αφήνουν στα μάτια της φαντασίας.
Ο άνθρωπος, στα 79 χρόνια που έζησε ο Διονύσης Σιμόπουλος, δεν κατάφερε να πλησιάσει προς τα εκεί αλλά εδώ στα γήινα, τα πεζά τα δικά μας, άλλες γειτονιές άνθιζαν, αυτές μικρών παιδιών που κατέβαιναν καθημερινά κατά εκατοντάδες από τα σχολικά τους, για να περάσουν τις πόρτες του Πλανηταρίου, για χρόνια και χρόνια.
Και τα μικρά παιδιά έδειχναν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για να δουν και να ταξιδέψουν, κοιτάζοντας τις ταινίες μέσα από θόλους υπερσύγχρονης τεχνολογίας, κοιτώντας ομοιώματα πλανητών πριν την εποχή της τεχνολογίας, και από πίσω τους η σκιά του Δασκάλου να τα καθοδηγεί, να τα ξεσηκώνει, να απαντά σε κάθε ερώτηση, και ήταν πολλές οι ερωτήσεις, και ακόμη περισσότερες οι απαντήσεις αλλά ποτέ δεν έφταναν να καλύψουν την περιέργεια, ήταν σίγουρος πως κάποιο από αυτά κάποια στιγμή στα βαθιά γεράματά του, θα γυρίσει πίσω και θα αναφωνήσει «εύρηκα».
Και ήταν αμέτρητα εκείνα τα παιδιά που τη δεύτερη φορά που πέρασαν την πόρτα του Πλανηταρίου, δεν φορούσαν κοντά παντελονάκια και δεν κρατούσαν το μικρό καλάθι με το κολατσιό που είχε ετοιμάσει η μαμά αλλά ήταν ολόκληροι άντρες και γυναίκες, που πήγαν να του πουν ένα μεγάλο ευχαριστώ, κι ας είχαν σπουδάσει, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί.
Ηταν η ώθηση που είχε σημασία, η σπιρτάδα, η φλόγα της ανυπομονησίας, σαν το διαστημόπλοιο που βγαίνει από την ατμόσφαιρα και χάνεται στην απεραντοσύνη, μόνο και μόνο για να χαθεί, να συλλέξει γνώσεις, να ερευνήσει, να πειραματιστεί…
Μα καλά, «ξέρεις πόση επιστήμη χρειάζεται για να φύγει ένα σκάφος μακριά, πόση τεχνολογία εφευρίσκεται η οποία γυρνά πίσω σε εμάς, στους ανθρώπους στην καθημερινότητά μας,… όλα αυτά τα κομπιούτερ που είναι μικρά έπρεπε να γίνουν μικρά για να χωρέσουν στο διαστημόπλοιο, πόσα πράγματα δοκιμάστηκαν για το μεγάλο ταξίδι και μετά έγιναν κτήμα μας».
Στην αρχή ήταν ασπρόμαυρα στην κρατική τηλεόραση, εκείνη η αγαπημένη εκπομπή μικρών και μεγάλων, αποτυπώνονταν εικόνες και χρώματα στα παιδικά μυαλά γιατί η γνώση έπρεπε να κυκλοφορήσει.
Τότε, μέσα από την ασπρόμαυρη τηλεόραση, μετά, μέσα από τεχνολογικούς εξοπλισμούς εκατομμυρίων ευρώ που κόσμησαν το έργο της ζωής του, το Πλανητάριο, της οικογένειας Ευγενίδη, μοναδικής προσφοράς στην Ελλάδα.
Αλλά πάντα εκεί ψηλά ήταν και παραμένει το μυστήριο, η προέλευσή μας και ο τελικός προορισμός, μέσα από την ύλη που δεν χάνεται, διασπάται και ενώνεται ξανά αλλού για κάτι καινούργιο.
Ήταν εκεί ψηλά το μυστήριο που συνθέτει και ανατέμνει όλες τις επιστήμες που έχουμε κατακτήσει, εκεί ψηλά και μακριά που όλα δοκιμάζονται σε συνθήκες ασύλληπτες και κόσμους συναρπαστικούς, αλλά που δυστυχώς ελάχιστο από το φως τους αφήνουν να διαπεράσει την κοσμική κουρτίνα για να φτάσει σε εμάς.
Πάντα βρισκόταν κοντά σε κάθε προσπάθεια του ανθρώπου να εξερευνήσει. Πάντα ήταν πρόθυμος να εξηγήσει γιατί αξίζει αυτό το ταξίδι, παραλλήλιζε το πόσο παράξενα έβλεπαν πριν από αιώνες, οι περισσότεροι άνθρωποι τους τολμηρούς εξερευνητές που ξεχύνονταν στους ωκεανούς για την ανακάλυψη νέων κόσμων.
Και αυτό το ταξίδι έπρεπε πρώτα να πετύχει στις καρδιές όλων. Για αυτό μιλούσε με ενθουσιασμό, παρακολουθούσε με κρατημένη αναπνοή κάθε μικρό φως που διέσχιζε τον ουρανό ανεβαίνοντας ψηλά, κάθε διαστημόπλοιο που ξεκινούσε για τη μεγάλη περιπέτεια, ήταν εκεί πολλές φορές και ο ίδιος, μέχρι όλα να πάνε καλά και να χαθεί από το μάτι και μετά να στείλει πίσω εικόνες, δεδομένα, στοιχεία.
Ηταν πολύ σημαντικά τα έξω από τα δικά μας τα εδώ, τα γήινα. Με όσα προβλήματα έχουν οι άνθρωποι, με όσες δυστυχίες, συνέβαιναν και θα συμβαίνουν, όσο δεν θα καταλαβαίνουμε τι είμαστε εδώ, τι μας περιβάλλει, ποια είναι η θέση μας εδώ, ποια είναι η θέση της Γης που πατάμε εκεί έξω.
Κρύβει τόσο πολλά μια ματιά ψηλά, ένα ολόκληρος κόσμος είναι ένα πεφταστέρι, μια ουρά κομήτη που πριν χιλιάδες χρόνια παρατήρησαν πρόγονοί μας, που δεν μπορεί να μας μιλήσει, που είδε τη Γη να γεννιέται βίαια, μια πύρινη μπάλα που ημέρεψε, που άφησε τη ζωή να ανθίσει.
Ακόμα και μία ματιά στο φεγγάρι, στον πιο ταπεινό μας σύντροφο, θα μπορούσε κάτι να σημάνει, ίσως επειδή είναι περισσότερα από όσα βλέπουμε ή όσα θέλουμε να δούμε.
Στις γειτονιές των αστεριών που ίσως πυροδοτούν είδη ζωής σε αμέτρητους πλανήτες, εκεί που ο χρόνος μπορεί να μην είναι σχετικός και σημαντικός και που το φως να ταξιδεύει γρηγορότερα απ΄όσο νομίζουμε, υπάρχει η άκρη του κουβαριού που πάντα αναζητούσε.
Κανείς δεν κατάφερε να την πιάσει αλλά είναι τόσο μακρινή όσο και εκείνη που βρίσκεται στα έγκατα της δικής μας ψυχής, μακρινής, σκοτεινής, τόσο βαθιάς που κανείς δεν μπορεί να φτάσει μέχρι κάτω, εδώ το φως είναι σαν τον σκοτεινό ωκεανό, που δεν μπορεί να διαπεράσει και αφήνει την άβυσσο στην ησυχία της.
Προσπάθησε όσο λίγοι να μας παρακινήσει να κοιτάζουμε ψηλά και ταυτόχρονα μέσα μας. Μια νέα μέρα ξημερώνει και η αυγουστιάτικη πανσέληνος έρχεται κοντά μας ακόμη μία φορά.