Από το 1936 η 4η Αυγούστου έπαψε να είναι μια απλή ημερομηνία. Έγινε συνώνυμο της δικτατορίας, που το έτος εκείνο, ο Ιωάννης Μεταξάς κατέλυσε το πολίτευμα και εγκαθίδρυσε δικτατορία.

Η ιδεολογία της 4ης Αυγούστου

Ως προς την ιδεολογική ταυτότητα του μεταξικού καθεστώτος, η ερμηνεία που δίνει ο Νίκος Μουζέλης, καθηγητής στο London School of Economics (LSE), στο «ΒΗΜΑ» της 3ης Αυγούστου 1986 είναι αρκετά διαφωτιστική:

«Η Μεταξική δικτατορία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν φασιστική – αν με τον όρο φασισμός δεν εννοούμε απλώς μια συγκεκριμένη κορπορατιστική ιδεολογία που πρωτοαναπτύχθηκε στην μεσοπολεμική Ιταλία, αλλά και ένα είδος ολοκληρωτικής οργάνωσης της πολιτείας και κοινωνίας, ολοκληρωτικής οργάνωσης όμως που δεν καταργεί τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

»Χρησιμοποιώντας τον όρο φασισμός μ’ αυτό τον στενό αλλά επιστημονικά πιο παραδεκτό τρόπο, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως το μόνο καθαρά φασιστικό καθεστώς που παρουσιάσθηκε ποτέ στη σύγχρονη Ευρώπη είναι το Ναζιστικό.

»Μόνο στη Ναζιστική Γερμανία βλέπουμε ένα πραγματικά ολοκληρωτικό σύστημα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, ένα σύστημα που κατέστρεψε με πολύ αποτελεσματικό τρόπο όχι μόνο τον πολιτικό αλλά ακόμα και τον κοινωνικό πλουραλισμό.

(…)

»Σε σύγκριση με το γερμανικό πρότυπο, τα καθεστώτα του Μουσολίνι, του Φράνκο και του Σαλαζάρ πρέπει να θεωρηθούν σαν ημι-φασιστικά – γιατί ούτε ο Μουσολίνι, ούτε βέβαια και οι Ιβηρικοί δικτάτορες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν κομματικά όργανα ικανά να διεισδύσουν στον κοινωνικό χώρο κατά ολοκληρωτικό τρόπο.

» Όσο για το Μεταξικό καθεστώς, η απόπειρα ολοκληρωτικής οργάνωσης της κοινωνίας υπήρξε ακόμα πιο επιδερμική (η οργάνωση της νεολαίας, η ανάπτυξη της ιδεολογίας του “τρίτου ελληνικού πολιτισμού” κλπ)

(…)

»Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε φασιστικό ούτε, από την άλλη μεριά, σαν μια απλή αντιδημοκρατική παρένθεση στη μακρόχρονη κοινοβουλευτική ιστορία του τόπου. Πρόκειται για ένα αυταρχικό καθεστώς “μεικτού τύπου”».

Η μοιραία ψήφος εμπιστοσύνης

Κάτι που δεν πρέπει να λησμονείται σε κάθε «αναψηλάφηση» της υπόθεσης «4η Αυγούστου» είναι το γεγονός ότι όταν ο Ιωάννης Μεταξάς αποφάσισε να καταλύσει το πολίτευμα ήταν ήδη πρωθυπουργός της Ελλάδας έχοντας εξασφαλίσει, από τον Απρίλιο του 1936, την ψήφο εμπιστοσύνης 240 μελών της ελληνικής βουλής.

Ο Πέτρος Ευθυμίου παραθέτει το 1986, στο αφιέρωμα του «ΒΗΜΑΤΟΣ» για τη συμπλήρωση 50 ετών από τη δικτατορία Μεταξά, την αγόρευση του βουλευτή Ηλείας του Λαϊκού Κόμματος, Βάσου Στεφανόπουλου στις 29 Απρίλιου 1936. Η αγόρευση αυτή έγινε μία ημέρα μετά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς τον Ιωάννη Μεταξά.

«240 “Ναι” τα οποία εξεφωνήθησαν εις την αίθουσαν ημών εις την ψήφον εμπιστοσύνης, ήσαν 240 υπογραφαί κάτωθι της τρομεράς διαπιστώσεως ότι εχρεωκοπήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως Συνέλευσις, εχάσαμεν την συνείδησιν του προορισμού μας ως Εθνική Κυριαρχία.

»Και έτι πλέον κ. βουλευταί, εχάσαμεν ίσως και τον ψυχικό σύνδεσμον προς τον λαόν, τον οποίον ενετάλημεν να διακυβερνήσωμεν. Διότι, τι είδος ψυχικός συνδεσμός είναι να δυνατόν να διατηρηθεί, όταν ο μεν λαός φωνάζει δεν θέλω να με κυβερνήσει ο κ. Μεταξάς, ημείς δεν αδιαφορούντες προς την κραυγήν ταύτην του απαντώμεν: Και όμως θα σε κυβερνήσει ο κ. Μεταξάς»

Η ΕΟΝ

Το Νοέμβριο του 1936, λίγους μήνες μετά τη γέννηση της Μεταξικής δικτατορίας, γεννιέται και η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ). Επίσημος στόχος της ΕΟΝ είναι «η επωφελής διάθεση του ελευθέρου από της εργασίας χρόνου των νέων προς προαγωγήν της σωματικής και ψυχικής καταστάσεως αυτών και ανάπτυξιν του εθνικού φρονήματος και της πίστεως προς την θρησκείαν».

Ανομολόγητος στόχος, όπως τονίζει η ιστορικός Νάση Μπαλτά είναι «η δημιουργία ενός μελλοντικού ερείσματος του καθεστώτος, στερουμένου λαϊκής αποδοχής και ύπαρξης μαζικού κόμματος».

Στο ημερολόγιό του, στις 25 Μαρτίου 1938, ο Μεταξάς, «ο πατέρας όλων των παιδιών της Ελλάδας» γράφει:

«Χτες στο Πεδίον του Άρεως με την Εθνική Νεολαία. Το έργον μου!…Ενθουσιασμός! Αποθέωσις! Αι φάλαγγες της ΕΟΝ ατελείωτοι…»

Η ΕΟΝ προσπαθώντας να φτιάξει τους μεταξικούς οπαδούς του μέλλοντος είχε εκπονήσει εκπαιδευτικό πρόγραμμα, ξεχωριστό για αγόρια και κορίτσια, που διακρινόταν στους εξής τομείς: Ηθική και Εθνική Αγωγή, Σωματική Αγωγή και Τεχνική εκπαίδευση και Εκπαίδευση σε ειδικότητες.

Από Οκτώβριο μέχρι Ιούνιο διδάσκονταν τα θεωρητικά μαθήματα ενώ το καλοκαίρι γινόταν η πρακτική εκπαίδευση σε στρατόπεδα και κατασκηνώσεις της οργάνωσης.

Όπως αναφέρει η Νάση Μπαλτά «η προερχόμενη από την ΕΟΝ ψυχαγωγία θεωρείται ως αντίδοτο στην “ασυδοσία” και τον “άκρατον αισθησιασμόν” στον οποίο είχε περιέλθει η ελληνική νεολαία προ της 4ης Αυγούστου, συνεπικουρούσης και της κομμουνιστικής προπαγάνδας “η οποία επωφελείτο της ατονίας των ηθικών αξιών διά να κλονίσει όλα τα ηθικά ερείσματα επί των οποίων εδράζεται το κοινωνικόν οικοδόμημα της φυλής αυτής”».

«Η Νεολαία»

Το κυριότερο όργανο άσκησης προπαγάνδας προς τους νέους ήταν το περιοδικό “Η Νεολαία”, που αποτελούσε και το «επίσημον όργανον πνευματικής, θρησκευτικής, ηθικής, κοινωνικής και πολιτικής αγωγής της ΕΟΝ».

Στις σελίδες της «Νεολαίας» οι μικροί αναγνώστες διάβαζαν αναλύσεις για αποφθεύγματα του Μεταξά, αντικομμουνιστικά άρθρα και ιστορίες για νέους που, παρασυρόμενοι από την κομμουνιστική προπαγάνδα, έγιναν «εγκληματίες».

Δεν έλειψαν φυσικά και επιστολές αναγνωστών (ως τέτοιες τουλάχιστον παρουσιάζονταν) με τις οποίες εκφραζόταν ευγνωμοσύνη προς τον πατέρα – ηγέτη, Ιωάννη Μεταξά.

«Μας πήρες μέσα από τον βρωμερό βούρκο και σαν καλός πατέρας μας έδειξες το στρατί…Μας ξύπνησες μια νύχτα…και μας κάλεσες κοντά σου».

O Bασιλιάς Γεώργιος Β’ και η αποτυχία εκφασισμού

Παρά πάντως τις προσπάθειες αυτές το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν κατάφερε να εκφασίσει την ελληνική κοινωνία. Την αποτυχία αυτή ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, γράφοντας στο ίδιο αφιέρωμα του «ΒΗΜΑΤΟΣ» (3.8.1986) την αποδίδει αφενός «στο βάρος της κοινοβουλευτικής παράδοσης των προηγούμενων δεκαετιών και τα πάθη του εθνικού διχασμού» αλλά και στον «υποτιμημένο παράγοντα του δικεφαλισμού στην κορυφή της κρατικής ιεραρχίας, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.

Συγκεκριμένα γράφει ο Νίκος Αλιβιζάτος «ο Γεώργιος Β’, ο οποίος χάρη στην ανεπιφύλακτη υποστήριξη των ενόπλων δυνάμεων ήταν, σε τελευταία ανάλυση, ο ισχυρός αν και αφανής πρωταγωνιστής του καθεστώτος, δεν έβλεπε την δικτατορία ως αυτοσκοπό, αλλά ως αναγκαία παρένθεση για την επάνοδο σε κάποια μορφή κοινοβουλευτισμού σε εύθετο χρόνο. Αντίθετα, για τον Ιω. Μεταξά η δικτατορία αποτελούσε το καταλληλότερο καθεστώς για τη χώρα.

(…)

»Ένα από τα χαρακτηριστικά της δικτατορικής τετραετίας ήταν ακριβώς η σοβούσα αυτή αντίθεση των δύο ανδρών, με τον Γεώργιο να παρεμποδίζει τον Ιω. Μεταξά να οργανώσει κατά το φασιστικό πρότυπο το καθεστώς. Μια αντίθεση, που σε μεγάλο βαθμό εξέφραζε την σύγκρουση ανάμεσα στην φιλοβρετανική και την φιλογερμανική μερίδα των κυρίαρχων τάξεων».

Η  «μαύρη» κληρονομιά

Η «4η Αυγούστου» μπορεί να «έσβησε» μέσα στα κατακλυσμιαία γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, του Ελληνοϊταλικόυ πολέμου και του αιφνίδιου θανάτου του Ιωάννη Μεταξά, όμως θα άφηνε πίσω της μια καταστρεπτική κληρονομιά.

«Η απαρχή της διάκρισης των πολιτών σε εθνικόφρονες και μη», σημειώνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, «καθώς και η δίωξη των υπόπτων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η ενδυνάμωση του βενιζελικού “ιδιώνυμου”, η λογοκρισία, οι “δηλώσεις μετανοίας” και τα πιστοποιητικά “κοινωνικών φρονημάτων”, που πρώτη αυτή καθιέρωσε, αποτέλεσαν την θεσμική παρακαταθήκη, από την οποία εμπνεύσθηκε και άντλησε τόσα και τόσα μέτρα το εμφυλιοπολεμικό και το μετεμφυλιοπολεμικό κράτος των επόμενων δεκαετιών».