«Στομωμένη χώρα Ναξιώτισσα νταντά

με οικόπεδο εκτός σχεδίου Φιλιππινέζα, τώρα του ευρώ

στο πίσω κάθισμα ενός Cherokee μη ψάχνεις διέξοδο για τα παιδιά

Όπως στα Επιφάνεια, να αναφανείς όταν εις τα οπίσω εστράφη ο Ιορδάνης κι ο νους σου γίνεται αφανής

Και να διδάξεις τα δάκρυα της Stabat Matter στο βλέμμα σου από την εικόνα της Σταύρωσης Μητέρα είσαι κι εσύ…

Ή μητριά;

Τεκμήρια μου ζητάς του υποθετικού περάσματός μου που δεν τα αναγνώρισες σ’ όσα σου γράφω, οκλαδόν

Αποτυπώματα ενός ξένου στο Αντιλεξικό όπου ο Βοσταντζόγλου με ένα εικονόγραπτο συμπλήρωμα,

επεξηγεί:

λέξεις, όπως άνθη, έντομα, ζώα, μουσικά όργανα, εξηγούνται καλύτερα με μια εικόνα

Αλλά και τα σκατά;

Στόματα ξένα που δεν μιλούν τη γλώσσα σου ξενίζοντας αυτήν που είσαι

Ολοκαυτώματα, μαζί με τα ξερά

Σκουπίδια πάνω στο μάρμαρο της Ιστορίας

Πέφτει αθόρυβα η πλάκα στον Άγνωστο Στρατιώτη

Περίκλειστη του αποδίδει τιμές που σου διαφεύγουν όπως σου διαφεύγει η ζωή ενώ δικό σου ήταν το θαμμένο

Το σκοτωμένο φαρδιά πλατιά το ξαπλωμένο στα πεζοδρόμια από δική σου σφαίρα του ακροβολιστή

Και μόλις είχα δει το φως σε κλινική της Αχαρνών ενώ η δυστυχία απ’ έξω έγδερνε τις πόρτες κι ο Σαχτούρης ήτανε δεν ήτανε είκοσι πέντε χρονών

Ξεχνάς αυτό που ανεπίγνωστα απέδειξες στην πέτρα και η πέτρα το τιμά και τα νερά της πέτρας –τα εσωτερικά μου νερά– το αρδεύουν και το τιμούν

Αυτό που άθελά μου εισέπνευσα με μαθαίνει να σε μαθαίνω

Δεν με μαθαίνει!

Ελλάδα, τότε που σκέφτηκα να σ’ ονομάσω. Αγνώριστη, με πιο πολλά κιλά. Κρατούμενη στο «Μεταγωγών».

Στις Σκιρωνίδες πέτρες πετσοκομμένη, ύστερα αναστημένη, ύστερα ανασυστημένη από κοινοπραξίες εργολάβων.

Τώρα, δυστύχημα στις σήραγγες με τα αρχαία ονόματα, σφηνωμένη στον ένα και μοναδικό μαγνητικό τομογράφο του Λαϊκού.

Ανέκαθεν με τρόμαζε η μαύρη ράχη σου γυρισμένη, με εντολή του ακτινολόγου στην πίσω μεριά του μουσαμά της Σφαγής της Χίου, πριν καταστρέψουν το κορμί σου οι γιατροί.

Έχοντας στο παλμαρέ σου, αθλήτρια, τις παλιές επιδόσεις σου, μού φαίνεται φυσικό να σε επικαλούμαι χωρίς να έχω καμιά δουλειά στην εντατική που μας κρατάει όλους μόλις στη ζωή.

Τί ηρεμία τότε και τί καταιγίδα. Κάτω από την πλαστή ηρεμία του πένθους.

Αναλώσιμη είσαι σαν τις νύχτες στην Ακρόπολη, μεγάλες άδειες νύχτες εις πείσμα του Αττικού φωτός, των ραβδώσεων των κυμάτων του Σαρωνικού, των δαφνών στους τάφους και τα ηρώα.

Ονοκρόταλοι Πελεκάνοι. Τσαλαπατημένοι Πρωθυπουργοί.

Ε, και λοιπόν; Τι με εμποδίζει να στους αναφέρω; Ύστερα έπεσα να κοιμηθώ

Μου στέλνεις email:

Θέλω να με πάρεις από πίσω. Μη με βλέπεις γριά. Θα σε τρελάνει το πάθος μου και η ακούραστη όρεξη για σεξ. Θα έρθω κοντά σου, χωρίς βιασύνες και θα σου χαρίσω απλόχερα ό,τι μου ζητήσεις.

Για σένα που θες κάτι από τα συνηθισμένα, για σένα που δε θες κάτι από τα συνηθισμένα και δεν μπορείς να το βρεις στη μητέρα σου.

Χρησιμοποίησέ με. Κάνε αυτό που σου κάνω εγώ.

Όταν σταματάς τη ζητιανιά και παίρνω αέρα –το λίγο αέρα που χρειάζομαι για όταν ξανάρθεις– σημειώνω την ώρα και το πρόγραμμα

Έβαλα μπροστά αυτό που θα σε αντέξει υπό σκιάν εις την οδό των Φιλελλήνων

Το βρήκα στα πεταμένα μου

Τώρα είναι πρόθυμο ανάμεσά μας

Ψυχορραγεί ελαφριά επάνω μας

Τί θα μπορούσες χωρίς αυτό;

Τί περισσότερο;

Κι εγώ τί περισσότερο να δώσω τόσο προστατευτικό ανάμεσα;

Σε διευκολύνω γιατί δεν μπορεί να τελειώνει έτσι κάθε φορά

Το συμπέρασμα δεν έσωσε κανέναν απ’ τους τρεις μας

Αυτό, ανάμεσα είσαι εσύ κι εγώ

Χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ποιός απ’ τους δύο

Τέτοιο φιάσκο!

Τώρα ξέρεις γιατί κάτω από το χέρι σου δεν αισθάνεσαι την ήττα της καρδιάς μου

Τώρα ξέρεις γιατί μόνο τις νίκες των χεριών σου υπολογίζεις

Για σένα φυσάει απ’ το πρωί ο Νοτιάς

Για σένα μοχθώ και στάζω

Για να μουσκέψω στα νερά

Αλλά όλα αυτά τα δάκρυα τα ξέρεις

Με έχεις μάθει όπως κι εγώ έμαθα να εφαρμόζω το Διάταγμα του Μεδιολάνου μ’ ένα πένθος στο μανίκι, προπολεμικό με ξύλινο ποδάρι

Όχι ήρωες

Όχι ο Μιχάλης στα σκοτεινά

Τώρα όλα ήρθαν επί καλού, καλά

Τα φέρετρα επέστρεψαν με άμμο»*

* Από το μακρύ ποίημα μου «Λευκή Ελλάδα», εκδόσεις Περισπωμένη 2018.