23 χρόνια μετά τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία και 14 χρόνια μετά την τυπική ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, το ζήτημα όχι μόνο παραμένει ανοιχτό, αλλά και μπορεί πάντα να λειτουργήσει ως θρυαλλίδα εντάσεων, ιδίως σε μια εποχή που σφραγίζεται από ευρύτερες ανακατατάξεις και μεγάλες παγκόσμιες γεωπολιτικές διαιρέσεις.
Μια σύγκρουση με μεγάλο ιστορικό βάθος
Η διαρκής σύγκρουση γύρω από το Κόσοβο υπογραμμίζει ότι οι αντιπαραθέσεις γύρω από τα ζητήματα εθνικής αυτοδιάθεσης στα Βαλκάνια κάθε άλλο παρά έχουν τελειώσει, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις επιπτώσεις από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Το ζήτημα του Κοσόβου έχει τις ρίζες του στο πώς η συγκεκριμένη περιοχή παρέμεινε μια εκκρεμότητα τόσο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας με την οποία οι βαλκανικές εθνότητες μετασχηματίστηκαν σε «έθνη-κράτη», όσο και στην πρώτη φάση της αποδιάρθρωσης της Γιουγκοσλαβίας.
Περιοχή με συμπαγή αλβανικό πληθυσμό δεν θα ενσωματωθεί στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος μετά τους βαλκανικούς πολέμους, κυρίως γιατί την ίδια στιγμή ήταν μια περιοχή που ιστορικά αντιμετωπιζόταν ως τμήμα της επικράτειας του σερβικού έθνους. Μέτρησε σε αυτό και το γεγονός ότι σε μια ιστορική διεργασία «εθνογένεσης» στα Βαλκάνια, όπου τα σύνορα χαράχτηκαν με όρους ισχύος και όχι «ιστορικών δικαιωμάτων», ο αλβανικός εθνικισμός αναδύθηκε με σχετική χρονική καθυστέρηση.
Το αποτέλεσμα ήταν ακόμη και στην ομόσπονδη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία, στην οποία κυριαρχούσε η λογική της απόδοσης δικαιωμάτων – και κρατικής υπόστασης – στις επιμέρους εθνότητες το Κόσοβο δεν θα θεωρηθεί διακριτή δημοκρατία αλλά αυτόνομη περιοχή της Σερβίας. Και αυτό παρότι ήδη από τη δεκαετία του 1970 θα είναι ισχυρό ένα κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας και σταδιακά, στη δεκαετία του 1980, κινητοποιήσεις.
Η κρίση της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας προς τα τέλη της δεκαετίας του 1989, με αποκορύφωμα την εκκίνηση του πολέμου το 1991 και τις αλλεπάλληλες ανεξαρτητοποιήσεις θα οδηγήσει σε νέο κύκλο έντασης για το Κόσοβο. Για τον σερβικό εθνικισμό το Κόσοβο θα θεωρηθεί ως το όριο, ως η περιοχή που δεν θα μπορούσε να εκχωρηθεί, παρά τους αναγκαστικούς συμβιβασμούς που θα οδηγήσουν στην αποδοχή της ανεξαρτησίας της Σλοβενίας, της Κροατίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της – σημερινής – Βόρειας Μακεδονίας.
Όταν η κατάσταση στο Κόσοβο θα φτάσει πάλι σε ένα οριακό σημείο την περίοδο 1998-99 οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ θα πάρουν την επιλογή των βομβαρδισμών στη Σερβία, παρά τις αντιδράσεις Ρωσίας και Κίνας. Το αποτέλεσμα θα είναι να αποκτήσει το Κόσοβο μια ντε φάκτο αυτονομία την οποία εγγυόταν και η παρουσία της ειρηνευτικής δύναμης της KFOR.
Ωστόσο, το ερώτημα του καθεστώτος παρέμεινε ανοιχτό. Αυτό δεν αφορούσε μόνο το τυπικό καθεστώς της περιοχής αλλά και το ζήτημα της σερβικής μειονότητας στο Κόσοβο, σε περιοχές όπως η Μιτροβίτσα. Αυτό γεννούσε μια διαρκή σύγκρουση ανάμεσα στην πίεση στο εσωτερικό του Κοσόβου υπέρ της ανεξαρτησίας και το γεγονός ότι ήταν πολύ δύσκολο για τη Σερβία και το πολιτικό της σύστημα να αποδεχτεί άλλη μια «εθνική ήττα».
Όταν το Κόσοβο κήρυξε την ανεξαρτησία του 2008, που θα αναγνωριστεί από σημαντικό αριθμό κρατών, αλλά όχι αυτό που θα λέγαμε το «σύνολο της διεθνούς κοινότητας», το πρόβλημα απέκτησε μια νέα προτεραιότητα. Αυτό συσχετιζόταν και με το γεγονός ότι και το Κόσοβο και η Σερβία διεκδικούσαν τον «ευρωπαϊκό δρόμο». Όμως, ενταξιακές συζητήσεις ήταν αδύνατο να ξεκινήσουν χωρίς κάποια επίλυση του ζητήματος και κάποια αμοιβαία αναγνώριση της κυριαρχίας.
Η συμφωνία των Βρυξελών του 2013 φάνηκε να δρομολογεί μια τέτοια κατεύθυνση καθώς η Σερβία αποδεχόταν εν μέρει την πραγματικότητα στο Κόσοβο – αν και χωρίς τυπική αναγνώριση της ανεξαρτησίας του – και ταυτόχρονα κατοχυρώνονταν δικαιώματα στις σερβικές δημοτικές αρχές.
Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, δεν ήταν εύκολο τα πράγματα να οδηγηθούν σε μια οριστική λύση. Η ύπαρξη τόσο της σερβικής μειονότητας στο Κόσοβο όσο και της αλβανικής στη Σερβία – πλειοψηφικής σε περιοχές όπως η κοιλάδα του Πρέσεβο – Μπουγιάνοβατς – Μέντβεντζα, επίσης οδηγούσε σε αντιρρήσεις από εθνικιστικές φωνές, ιδίως σε σχέση με προτάσεις για λύση μέσω «εδαφικής ανταλλαγής».
Πώς φτάσαμε στην τρέχουσα ένταση
Η άνοδος του Άλμπιν Κούρτι στο προσκήνιο και του κόμματος Vetëvendosje (Αυτοδιάθεση) που συνδύαζε έναν πιο αριστερό προσανατολισμό με πιο έντονο εθνικιστικό τόνο – συμπεριλαμβανομένης της θέσης του υπέρ μιας ενοποίησης της Αλβανίας και του Κοσόβου – και η ανάληψη της πρωθυπουργίας τελικά, επίσης θα διαμορφώσει ένα νέο τοπίο, καθώς θα είναι υποστηρικτής μιας πιο «σκληρής» γραμμής στις διαπραγματεύσεις με τη Σερβία
Την ίδια στιγμή στη Σερβία ο πολιτικά κυρίαρχος εδώ και χρόνια Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ένας μεγάλος τεχνίτης των ισορροπιών, θα προσπαθεί να διατηρεί ανοιχτή τη διαδικασία του διαλόγου, την ώρα που ούτως ή άλλως προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις καλές σχέσεις με τη Ρωσία και την προσπάθεια να διατηρηθεί ενεργό το ενδεχόμενο της διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία διαμόρφωσε ακόμη μεγαλύτερη πίεση στα Βαλκάνια ως προς τις σχέσεις των κρατών με τους αντίπαλους πόλους του «Νέο Ψυχρού Πολέμου». Το Κόσοβο θα σπεύσει να δηλώσει με κάθε τρόπο τη συμπόρευσή του με τη Δύση και την αλληλεγγύη στην Ουκρανία, την ώρα που στη Σερβία θα είναι αρκετά έντονα τα φιλορωσικά αισθήματα, παρά την προσπάθεια της σερβικής κυβέρνησης να κρατήσει κάποιες ισορροπίες με το να καταδικάσει τη ρωσική στρατιωτική επιχείρηση αλλά χωρίς την επιλογή κάποιου είδους κυρώσεων.
Την ίδια στιγμή ο Κούρτι έχει κάνει σαφές ότι δεν θεωρεί προτεραιότητα τον διάλογο με τη Σερβία, πιθανώς και στη βάση μιας εκτίμησης ότι μέσα στο νέο τοπίο η φιλοδυτική τοποθέτησή του μπορεί να δώσει στο Κόσοβο αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ.
Σε αυτό το τοπίο είναι που πρέπει να δούμε περιστατικά όπως αυτό στη Μιτροβίτσα. Το ζήτημα των πινακίδων των οχημάτων που μπαίνουν από τη Σερβία στο Κόσοβο όπως και των εγγράφων ταυτότητας, ζητήματα που αφορούν κυρίως τη σερβική μειονότητα στο Κόσοβο, εντάσσεται σε μια προσπάθεια της κυβέρνησης της Πρίστινα να κατοχυρώσει μορφές κυριαρχίας των αρχών του Κοσόβου. Όπως και τον Σεπτέμβριο του 2021, που πρωτοτέθηκε, είναι ένα θέμα που για ακριβώς αυτόν τον λόγο μπορούσε να οδηγήσει σε έντονες αντιδράσεις και κλιμάκωση της αντιπαράθεσης. Η διέξοδος που δόθηκε με την αναστολή εφαρμογής του μέτρου δεν αναιρεί ότι ο πυρήνας της αντιπαράθεσης, που αφορά ακριβώς το συνδυασμό ανάμεσα στο καθεστώς του Κοσόβου και των εκατέρωθεν μειονοτήτων στο φόντο των διεθνών εξελίξεων, παραμένει ενεργός και μπορεί να οδηγήσει σε ευρύτερη ανάφλεξη την περιοχή.
Οι ΗΠΑ όπως και η ΕΕ έσπευσαν να παρέμβουν ώστε να υπάρξει μια εκτόνωση στην ένταση μέσα από την αναβολή της εφαρμογής των μέτρων. Την ίδια στιγμή η Ρωσία δεν έχασε την ευκαιρία να παρέμβει με την εκπρόσωπο του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα να δηλώνει ότι τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση της Πρίστινα είναι ένα ακόμη βήμα στην εξώθηση του σερβικού πληθυσμού από την περιοχή.
Ούτως ή άλλως, δεν είναι η μόνη εστία έντασης στα Βαλκάνια. Παρότι χωρίς μεγάλη δημοσιότητα, δεν πρέπει να υποτιμάμε και την κρίση το τελευταίο διάστημα, πολιτική και θεσμική, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ύστερα από την αμφισβήτηση του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου από τη Republika Srpska.