Η ανακοίνωση της συμφωνίας σε επίπεδο αρμοδίων υπουργών της ΕΕ για ένα πλαίσιο περιορισμού της κατανάλωσης φυσικού αερίου, φάνηκε να δίνει διέξοδο στο πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί, όταν είχε απορριφθεί η πρόταση για υποχρεωτική μείωση 15% στην κατανάλωση φυσικού αερίου.
Ούτως ή άλλως το θέμα συζητιέται σχεδόν από την αρχή του πολέμου. Και αυτό γιατί μπορεί συχνά να αναφερόμαστε στους ρωσικούς εκβιασμούς σε σχέση με τις ενεργειακές ροές, όμως την ίδια στιγμή ήταν και η ΕΕ που εξαρχής μπαίνοντας στη λογική των κυρώσεων ουσιαστικά έθεσε και ως δικό της στόχο να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο. Πράγμα που με τη σειρά του έθετε το ερώτημα για το εάν και σε ποιο βαθμό είναι εφικτή αυτή η απεξάρτηση.
Η κλίμακα της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο
Το φυσικό αέριο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Ευρώπη. Καταρχάς αποτελεί το 30% του συνολικού μείγματος πηγών ενέργειας – αν και σε ορισμένες χώρες η βαρύτητά του είναι μεγαλύτερη. Κυρίως χρησιμοποιείται για την παραγωγή θερμότητας σε νοικοκυριά και βιομηχανικούς τομείς, αλλά και στην παραγωγή ενέργειας. Μάλιστα, στην Ευρώπη, σε αντίθεση με άλλες χώρες, είναι συγκριτικά μεγαλύτερη η σημασία του για τα νοικοκυριά, το εμπόριο και τη βιομηχανία σε σχέση με την ενέργεια. Συνολικά, στην ΕΕ το 23% της κατανάλωσης φυσικού αερίου αφορά τη βιομηχανία, το 34% τα νοικοκυριά, το 32% την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και το 11% άλλους τομείς. Αυτό έχει και επίδραση στο πώς διαμορφώνεται η ελαστικότητα της ζήτησης.
Πριν από τον πόλεμο η εξάρτηση αρκετών ευρωπαϊκών χωρών από τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία ήταν εντυπωσιακή: 92% για τη Λετονία, 86% για την Αυστρία, 79% για τη Βουλγαρία, 75% για τη Φιλανδία, 61% για την Ουγγαρία, 49% για τη Γερμανία.
Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία οδήγησε μια μείωση των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία και τον Ιούνιο του 2022 οι εισαγωγές από τη Ρωσία ήταν μειωμένες κατά περίπου 60% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2021.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ούτως ή άλλως η ΕΕ είναι σε σημαντικό βαθμό ενεργειακά εξαρτημένη. Το 2020 οι εισαγωγές αντιπροσώπευαν το 57,5% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης στην Ευρώπη. Ειδικά για το φυσικό αέριο η ενεργειακή εξάρτηση για την ίδια χρονιά έφτανε το 84% και την ίδια χρονιά σχεδόν το 40% των συνολικών εισαγωγών αερίου έγινε από τη Ρωσία.
Στην Ευρώπη φτάνει φυσικό αέριο με διάφορους τρόπους. Με αγωγούς έρχεται από τη Ρωσία, τη Νορβηγία, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Βόρεια Αφρική και την ευρύτερη περιοχή της Κασπίας. Ρωσικοί αγωγοί έρχονται στην ΕΕ μέσω Γερμανίας (Nord Stream I), Πολωνία, Ουκρανία και Τουρκία. Το Νορβηγικό αέριο έρχεται μέσω Γερμανίας, Ολλανδίας, Βελγίου, Βρετανίας και από τη Δανία όταν ολοκληρωθεί ο βαλτικός αγωγός. Επίσης έρχεται φυσικό αέριο από τη Βόρεια Αφρική και το Αζερμπαϊτζάν μέσω της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας. Συνολικά, οι μη ρωσικοί αγωγοί φέρνουν το 30% των συνολικών εισαγωγών αερίου, οι αγωγοί από τη Ρωσία το 42% και οι τερματικοί σταθμοί για LNG αφορούν το 28%. Οι αγωγοί χρησιμοποιούνται στο 81% των δυνατοτήτων τους εάν μιλάμε για τη Νορβηγία, και το 50-60% για τους άλλους μη ρωσικούς αγωγούς. Οι ρωσικοί αγωγοί χρησιμοποιούσαν το 2021 το 55% των δυνατοτήτων τους. Τα τερματικά LNG χρησιμοποιούνται στο 39% των δυνατοτήτων τους, όμως έχουν άλλα προβλήματα όπως π.χ. ορισμένα από αυτά δεν είναι ουσιαστικά συνδεδεμένα με δίκτυα που φτάνουν και στην Κεντρική Ευρώπη. Τον Απρίλιο του 2022, με τον πόλεμο σε εξέλιξη, χρησιμοποιούνταν περίπου το 66% των δυνατοτήτων αποστολής LNG από τους τερματικούς σταθμούς. Ειδικά για την Ισπανία το ποσοστό έφτανε το 78%.
Τι θα σήμαινε η διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου
Για να κατανοήσουμε τι θα σήμαινε μια πλήρης διακοπή των ροών ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι το 2021 η συνολικά αγορά φυσικού αερίου στην ΕΕ ήταν 409 bcm (δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα), εκ των οποίων τα 155 bcm προέρχονταν από τη Ρωσία, τα 13,2 bcm σε μορφή LNG.
Τυχόν πλήρης διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου θα ισοδυναμούσε με σοκ προσφοράς ύψους -16,8% για την παγκόσμια αγορά και -34,7% για την ευρωπαϊκή αγορά.
Το πώς θα επιμερίζονταν αυτές οι ελλείψεις στις διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες έχει να κάνει με το πώς χρησιμοποιούν το φυσικό αέριο – άρα και τις διαφορετικές ελαστικότητες ζήτησης που υπάρχουν –, με την κλίμακα της χρήσης του φυσικού αερίου, αλλά και με τις διαφορετικές δυνατότητες υποκατάστασης
Δυνατότητες υποκατάστασης και τεχνικά προβλήματα
Η τωρινή υποδομή για το φυσικό αέριο στην Ευρώπη δίνει κάποιες δυνατότητες για να μπορεί να υπάρξει υποκατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου. Η Πολωνία έχει αντικαταστήσει τις εισαγωγές από τη Ρωσία με εισαγωγές LNG μέσα από μια νέα διασύνδεση με τον τερματικό σταθμό LNG Klaipeda στη Λιθουανία και διασυνδέσεις με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Βουλγαρία μπορεί να εισάγει μέσω αγωγού από το Αζερμπαϊτζάν και LNG από την Ελλάδα και την Τουρκία. Η Φιλανδία αναμένει ένα νέο μισθωμένο πλωτό τερματικό σταθμό LNG, η Δανία εισάγει από τη Γερμανία και η Ολλανδία εισάγει από προμηθευτές με πρόσβαση στο ρωσικό αέριο.
Ωστόσο, υπάρχουν και προβλήματα. Η χώρα που αποτελεί τον μεγαλύτερο κόμβο LNG στην Ευρώπη, η Ισπανία, έχοντας πάνω από το 35% των δυνατοτήτων εισαγωγής, μπορεί να εξάγει μόνο το 10% προς τη Γαλλία. Η Γαλλία δυσκολεύεται να εξάγει προς τα περισσότερα γειτονικά συστήματα εξαιτίας προβλημάτων στη μεταφορά από βορρά προς νότο στη Γαλλία, το χρόνο που θα πάρει τυχόν αντιστροφή των ροών προς τη Γερμανία και προβλήματα που έχουν να κάνουν με το ότι στη Γαλλία προστίθεται στο φυσικό αέριο αρωματικά στοιχεία για να κάνουν πιο άμεσα αισθητή τυχόν διαρροή, που όμως πρέπει να αφαιρεθούν γιατί είναι ασύμβατα με βιομηχανικές χρήσεις σε γειτονικές χώρες. Παράλληλα υπάρχουν περιορισμοί σε διάφορους που τους αγωγούς μέσω των οποίων θα μεταφέρονταν αέριο μεταξύ χωρών.
Επιπλέον, είναι άνιση η δυνατότητα αποθήκευσης στις διαφορετικές χώρες. Οι χώρες με εύκολη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές LNG τείνουν να έχουν μικρότερες δυνατότητες αποθήκευσης.
Οι εκτιμήσεις είναι ότι οι αγωγοί που δεν έρχονται από τη Ρωσία μπορούν να προσφέρουν άλλα 15 bcm το 2022. Ο βαλτικός αγωγός θα μπορούσε να συνεισφέρει άλλα 10 bcm το 2023. Μεγαλύτερες εισαγωγές LNG θα μπορούσαν να συνεισφέρουν άλλα 55 bcm.
Οι διάφορες εκτιμήσεις για το ποσοστό που θα μπορούσαν να υποκατασταθούν οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου ποικίλουν και εξαρτώνται και από παραμέτρους όπως ο περιορισμός της ζήτησης, η καλύτερη αξιοποίηση και η δυνατότητα καταφυγής σε άλλες μορφές ενέργειας, κυρίως πυρηνικής και ανανεώσιμων. Πάντως δεν φαίνεται σε αυτή τη φάση να μπορεί το ποσοστό υποκατάστασης να ξεπερνά το 70%.
Η κατάσταση στη Γερμανία
Στα τέλη του Απριλίου 2022 η περίπου το 35% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ρωσίας προέρχονταν από την Ρωσία (περίπου 33 bcm). H Γερμανία δεν έχει αγωγούς που να οδηγούν σε άλλους παρόχους και δεν διαθέτει τερματικούς σταθμούς LNG και εισάγει LNG από γειτονικές χώρες με τερματικούς σταθμούς, γι’ αυτό και η κυβέρνησή της έχει ανακοινώσει ότι θα μισθώσει πλωτούς. Η παράταση των σταθμών παραγωγής με γαιάνθρακα θα μπορούσε να υποκαταστήσει έως και 4,5bcm / έτος.
Η γερμανική κυβέρνηση πριν τη διακοπή ροής στον Nord Stream I ήταν αισιόδοξη ότι θα μπορούσε να πετύχαινε ένα στόχο να μπορεί να έχει μια επάρκεια συνολικά γύρω στο 90% χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε ανενεργά θερμοηλεκτρικά εργοστάσια. Η εκτίμηση είναι ότι η Γερμανία σε περίπτωση πλήρους διακοπής θα αντιμετωπίσει ελλείψεις 3,9 bcm ανάμεσα στον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο του 2022, 8,9 bcm το 2023 και 3,4 bcm το 2024.
Αυτό σημαίνει μείωση της κατανάλωσης κατά 9% στο δεύτερο μισό του 2022 και 10% το 2023. Το ερώτημα είναι εάν θα τηρηθεί η προστασία των νοικοκυριών από τους περιορισμούς, οπότε το βάρος θα πέσει στη βιομηχανία (μείωση 13% στο υπόλοιπο 2022, 14% το 2023 και 6% το 2024). Μάλιστα, εάν προστατευτούν από τις μειώσεις οι δραστηριότητες μετασχηματισμού ενέργειας (παραγωγή ηλεκτρισμού και θέρμανσης) τότε η μείωση της κατανάλωσης για τις μη ενεργειακές εταιρείες θα φτάσει το 19% το υπόλοιπο 2022, το 22% το 2023 και το 8% το 2024.
Όλα αυτά εκτιμάται ότι θα μεταφραστούν σε μια μείωση του ΑΕΠ κατά 0,7% το 2022, 1,8% το 2023 και 0,4% το 2023. Ωστόσο, εάν σε όλα αυτά προστεθεί και ο παράγοντας της αβεβαιότητας που θα προκαλέσει μια διακοπή των ροών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, τότε η μείωση του ΑΕΠ θα μπορούσε να είναι 1,5% το 2022, 2,7% το 2023, και 0,4% το 2024 και μια συνολική μείωση 4,8% σε σχέση με το ΑΕΠ του 2021.
Όλα αυτά γεννούν και διλήμματα πολιτικής: για παράδειγμα η μείωση του ΑΕΠ μπορεί να είναι μικρότερη εάν υπάρξουν και περιορισμοί στην κατανάλωση των νοικοκυριών, που θα περιόριζε τους περιορισμούς στη βιομηχανία, όμως αυτό θα είχε άλλες επιπτώσεις.
Και βέβαια επίπτωση στην οικονομία θα έχει και ο βαθμός στον οποίο όλες αυτές οι εξελίξεις θα οδηγήσουν και σε μια ακόμη μεγαλύτερη εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου και άρα και την ανάλογη αύξηση του πληθωρισμού.
Μια δύσκολη ώρα για την Ευρώπη
Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι το ενδεχόμενο μιας πλήρους διακοπής των ροών ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη σε αυτή τη φάση σημαίνει ότι η Ευρώπη θα βρεθεί τελικά με λιγότερο και ακριβότερο φυσικό αέριο. Η ΕΕ αυτή τη στιγμή δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσει το σύνολο των εισαγωγών φυσικού αερίου που έκανε από τη Γερμανία και δεν είναι καν σε θέση να εξασφαλίσει ότι παραπάνω δυνατότητες εισαγωγής από χώρες με πρόσβαση σε άλλες πηγές θα μπορούν να αξιοποιηθούν από τις χώρες με ιδιαίτερη εξάρτηση από τους ρωσικούς αγωγούς. Αυτό θα γίνει αισθητό με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικές χώρες, όμως ο αρνητικός αντίκτυπος σίγουρα θα επεκταθεί σε όλες. Ειδικά η Γερμανία είναι αντιμέτωπη με μια συνθήκη όπου σε όλα τα σενάρια θα πρέπει να περιορίσει την κατανάλωση με τρόπους που θα οδηγήσουν σε υποχώρηση του ΑΕΠ και πιθανώς και σε μέτρα σε βάρος των νοικοκυριών. Την ίδια στιγμή τα προβλήματα που υπάρχουν ακόμη και τώρα ώστε να γίνει καλύτερη κατανομή των υπαρκτών προσβάσεων της Ευρώπης σε φυσικό αέριο εκτός Ρωσίας σημαίνουν ότι ακόμη και μια γενική μείωση της κατανάλωσης δεν θα σημαίνει αυτόματα και ότι τα όποια πλεονάσματα δημιουργηθούν θα μπορούν να φτάσουν και στις χώρες και τις οικονομίες που τα χρειάζονται, την ώρα που η ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του κόστους του φυσικού αερίου αλλά και του πληθωρισμού φαντάζει αναπόφευκτη. Σε αυτό το τοπίο το ερώτημα της όποιας ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και της όποιας κοινής προσπάθειας προσκρούει στην πραγματικότητα των γεωπολιτικών επιλογών που η ίδια η ΕΕ πήρε (και δεν δείχνει διατεθειμένη να αναιρέσει) και στην έλλειψη προετοιμασίας για μια απεξάρτηση που τώρα έρχεται με τρόπο μάλλον βίαιο. Και αυτό θέτει τα όρια τα των όποιων αποφάσεων λαμβάνονται αυτή τη στιγμή.