Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις βρίσκονται σήμερα για πρώτη φορά στον υψηλότερο βαθμό ικανοτήτων τους και έχει «στενέψει» αρκετά η διαφορά στρατιωτικών δυνάμεων με την Τουρκία.
Αντίθετα ορισμένοι τομείς, όπως η Αεροπορία κυρίως, και το Ναυτικό, πλησιάζουν τα όρια ανατροπής του συσχετισμού στρατιωτικής ισχύος υπέρ της Ελλάδας, με την προϋπόθεση ότι η υφιστάμενη τάση ενίσχυσης των ελληνικών δυνάμεων παραμένει σταθερή ή και θα συνεχιστεί, ενώ το τουρκικό εξοπλιστικό πρόγραμμα παραπαίει ένεκα προβλημάτων με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Αυτό προκύπτει από Έκθεση «Το Ισοζύγιο Δυνάμεων Ελλάδας – Τουρκίας 2022», η οποία καταγράφει, αναλύει, αξιολογεί και συγκρίνει τις στρατιωτικές δυνάμεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, καθώς και τις ικανότητές τους, επισημαίνοντας τις σημαντικότερες διαφοροποιήσεις στα δύο στρατόπεδα το χρόνο αυτό ή και σε σχέση με προηγούμενα χρόνια. Τα βασικά Συμπεράσματα και Διαπιστώσεις, όπως προκύπτουν από τη μελέτη, καταγράφονται και παρουσιάζονται από τον Επικεφαλής του Κυπριακού Κέντρου Στρατηγικών Μελετών (ΚΚΣΜ) δρα Άριστο Αριστοτέλους, ειδικό σε θέματα άμυνας και στρατηγικής.
Εκείνο που έχει σημασία στην έκθεση αυτή είναι η διελκυστίνδα για υπεροχή στη θάλασσα – όπου η Ελλάδα, σε σημαντικούς τομείς, σχεδόν ισοφαρίζει αριθμητικά ή πλεονεκτεί ποιοτικά έναντι της Τουρκίας – είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στη στήριξη εθνικών στόχων. Η διελκυστίνδα αυτή εκφράζεται με εκατέρωθεν ενισχύσεις και προγράμματα εξωραϊσμού και αναβάθμισης των ναυτικών τους μέσων.
Από πλευράς Τουρκίας, η έμφαση είναι στην απόκτηση νέων σύγχρονων υποβρυχίων και δύο ελαφρά αμφίβια επιθετικά πλοία με πτητικά μέσα στην προσπάθεια εμπέδωσης της «Γαλάζιας Πατρίδας». Από πλευράς Ελλάδας, εκτός από τον εξωραϊσμό υποβρυχίων, ο προγραμματισμός είναι για φρεγάτες προηγμένης τεχνολογίας, καθώς και άλλες ενισχύσεις που μαζί με την Πολεμική Αεροπορία εγγυώνται την εθνική ασφάλεια και .κυριαρχία.
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν είναι χωρίς αιματηρές θυσίες για την Ελλάδα. Για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, η χώρα, παρά τα μεγάλα οικονομικά της προβλήματα και την πίεση των τελευταίων χρόνων ένεκα πανδημίας, διέθεσε το 2021 για την άμυνα της $7.7 δις ή το 3,65 % του ΑΕΠ της. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη όπου ο μέσος όρος δαπανών για την άμυνα επί του ΑΕΠ είναι της τάξης του 1,48%. Είναι επίσης το μεγαλύτερο ποσοστό των δυο τελευταίων δεκαετιών που διατέθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο για το σκοπό αυτό, αλλά και σχεδόν το τριπλάσιο από το 1,25% που διαθέτει η Τουρκία.
Στην έκθεση ωστόσο ότι η συνεχιζόμενη φθίνουσα τάση και γήρανση του πληθυσμού της Ελλάδας ( 11 εκ. το 2010, 10 εκ. το 2022 και 8.5 εκ. το 2060) προβάλλει ως σοβαρός κίνδυνος για την οικονομία και τις μελλοντικές αμυντικές ικανότητες της χώρας. Αντίθετα σταθερή παραμένει για αρκετά ακόμη χρόνια η αύξηση του πληθυσμού στην Τουρκία ( 73.1εκ. το 2010, 85.3 εκ. το 2022 και 96 εκ. το 2060).
Σημειώνεται ότι πρωτεύοντα ρόλο σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο θερμής αντιπαράθεσης έχουν οι δυνάμεις πρώτης γραμμής (τα λεγόμενα «teeth»), όπως σκιαγραφούνται στη μελέτη αυτή. Ωστόσο καθοριστικής σημασίας στην έκβαση του αποτελέσματος έχει και ο βαθμός αποτελεσματικότητας και λειτουργικότητας του εκατέρωθεν πολιτικοστρατιωτικού οικοδομήματος που υποστηρίζει τις δυνάμεις αυτές και που συνίσταται από στοιχεία όπως:
Εθνική ομοψυχία, ηθικό, επάρκεια στρατιωτικού δόγματος, επικοινωνιών, συστήματος πληροφοριών, επιπέδου εκπαίδευσης, τεχνολογίας και προγραμματισμού, η έγκαιρη και αποτελεσματική κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων, των εφεδρειών, του κοινού και άλλων συναφών υπηρεσιών και βέβαια η αποδοτική λογισμική υποστήριξη, καθώς και ο άρτιος συντονισμό των διαφόρων κέντρων λήψης αποφάσεων, διοίκησης και ελέγχου.
Όσον αφορά τα αριθμητικά στοιχεία για το 2022 οι σημαντικότερες διαπιστώσεις της μελέτης είναι οι εξής:
Στις χερσαίες δυνάμεις (Στρατό), τόσο στο ανθρώπινο στρατιωτικό δυναμικό όσο και στα κύρια άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα και άλλα μέσα, υπάρχει τουρκική αριθμητική υπεροχή. Παραμένει ωστόσο αισθητά μειωμένη σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια και κατ’ επέκταση η διαφορά σε αναλογίες δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών σε διάφορες κατηγορίες οπλικών μέσων είναι θετικότερη από προηγουμένως για την Ελλάδα.
Στο Ναυτικό η σύγκριση δυνάμεων με την Τουρκία παραμένει αρκετά θετική για την ελληνική άμυνα, ιδιαίτερα όσον αφορά τα βαριά θαλάσσια μέσα όπως υποβρύχια (11 ελληνικά, 12 τουρκικά) και φρεγάτες (13 ελληνικές, 16 τουρκικές) με ισχυρές ικανότητες αντιμετώπισης οποιασδήποτε τουρκικής πρόκλησης στο Αιγαίο. Τα υπόλοιπα πολεμικά σκάφη αν και αριθμητικά λιγότερα από ό,τι της Τουρκίας, ωστόσο αποτελούν αξιόλογη δύναμη για το Ελληνικό Ναυτικό που η άλλη πλευρά δεν μπορεί να αγνοήσει, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι σε αντίθεση με την Ελλάδα, έχει απειλές από διάφορες κατευθύνσεις να αντιμετωπίσει.
Στην Πολεμική Αεροπορία, η Ελλάδα με 236 μαχητικά αεροσκάφη διατηρεί μια αναλογία δυνάμεων 1,3 τουρκικά μαχητικά για κάθε ελληνικό η οποία θα βελτιωθεί περαιτέρω με την προμήθεια επιπλέον 18 των γαλλικών Rafale και προφανώς με ικανοποιητικό αριθμό υπερσύγχρονων αμερικανικών μαχητικών F-35. Η Πολεμική Αεροπορία αποτελεί πολύ ισχυρό, αξιόπιστο και αποφασιστικό στοιχείο υπεράσπισης της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.
Το ίδιο ισχύει και για την Τουρκία, αλλά η διαγραφή της από το πρόγραμμα F-35 από τις ΗΠΑ – ένεκα της αγοράς των S-400 από τη Ρωσία – και το πρόβλημα που αντιμετωπίζει στο Αμερικανικό Κογκρέσο όσον αφορά την αναβάθμιση ή αγορά μαχητικών F-16, λόγω «αντισυμμαχικής» συμπεριφοράς, την καθηλώνουν έναντι της Ελλάδας. Καθίσταται έτσι ορατή όχι απλά η σμίκρυνση της αριθμητικής διαφοράς με την Ελλάδα στον τομέα αυτό αλλά και η πιθανότητα ανατροπής σε βάρος της, για πρώτη φορά, του συσχετισμού αεροπορικής ισχύος.