Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν έχει το καλύτερο όνομα στη χώρα μας. Φταίει ίσως ότι συνδέθηκε με τα Μνημόνια.
Όμως, ταυτόχρονα είναι ένας διεθνής οργανισμός που αποτελεί έναν κρίσιμο κόμβο της παγκόσμιας οικονομίας και εκ της θέσεώς του καλείται διαρκώς να εκτιμά την πορεία της.
Και αυτό δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις προβλέψεις που κάνει για το προς τα πού πηγαίνουν τα πράγματα.
Η τελευταία του πρόβλεψη έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που αισθάνονται οι άνθρωποι κάθε φορά που καλούνται να πληρώσουν λογαριασμούς ή να ψωνίσουν τα απαραίτητα: η κατάσταση επιδεινώνεται.
Οι προβλέψεις του δίνουν την εικόνα μιας παγκόσμιας οικονομίας όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης επιβραδύνονται και φέτος και το 2023, με τις αναπτυγμένες οικονομίες να είναι σε τροχιά που μπορεί να τις φέρει και σε ύφεση.
Την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός συνεχίζει να αυξάνεται διαμορφώνοντας μια εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη: μια νέα και επικίνδυνη εκδοχή «στασιμοπληθωρισμού», δηλαδή του συνδυασμού ανάμεσα στην οικονομική στασιμότητα και τη διατήρηση υψηλών ποσοστών πληθωρισμού.
Και τα πράγματα κάνει χειρότερα το γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες στην παγκόσμια οικονομία.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι ακόμη δεν ξέρουμε τι θα γίνει με τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία.
Το ενδεχόμενο πλήρους διακοπής των ροών ρωσικού φυσικού αερίου προς μια Ευρώπη που απέχει πολύ από το να μπορεί να τις υποκαταστήσει, παραπέμπει, σε ακόμη πιο αρνητικές οικονομικές δυναμικές.
Την ίδια στιγμή ο συνδυασμός ανάμεσα σε υψηλό πληθωρισμό και στασιμότητα ή ακόμη και ύφεση γεννά και πολύ δύσκολα διλήμματα για όσους χαράζουν οικονομική πολιτική.
Και αυτό γιατί τα παραδοσιακά μέτρα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, όπως είναι τα υψηλά επιτόκια και η προσπάθεια να υποχωρήσει κάπως η οικονομική δραστηριότητα για να αποκλιμακωθούν οι τιμές, σε μια συγκυρία επιβράδυνσης απειλούν να διαμορφώσουν έναν φαύλο κύκλο ύφεσης, την ίδια ώρα που ο πληθωρισμός δημιουργεί σοβαρά προβλήματα σε επιχειρήσεις για νοικοκυριά. Μάλιστα, για τα τελευταία είναι και μορφή αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος τους.
Όλα αυτά δεν είναι «τεχνικά θέματα», παρότι έχουν σημαντικές τεχνικές διαστάσεις.
Κατά βάση είναι πολιτικά. Δηλαδή, παραπέμπουν στην ανάγκη των κυβερνήσεων και των διεθνών οργανισμών να σκεφτούν πολιτικά. Να σκεφτούν με βάση το πώς θα διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή και να αποφευχθούν μορφές καταστροφικής κοινωνικής κρίσης, ιδίως στους «αδύναμους κρίκους» της παγκόσμιας οικονομίας. Και να αντιληφθούν ότι στην πραγματικότητα αυτό που λείπει είναι ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα που να μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε τομές στην παραγωγικότητα αλλά και σε αναμέτρηση με προκλήσεις όπως είναι η Πράσινη Μετάβαση.