O Ουίνστον Τσόρτσιλ είχε αποφανθεί ευφυώς, σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς να διαψευστεί έως τώρα, ότι «η Δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, με εξαίρεση όλα τα άλλα».
Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, στην Ελλάδα και σε ολόκληρη τη Δύση, η αστική φιλελεύθερη Δημοκρατία πολιορκείται στην κυριολεξία από πλήθος κρίσεων, προκλήσεων και δυνάμεων που είτε την αντιστρατεύονται είτε επιδιώκουν το ψαλίδισμά της.
Η αλήθεια είναι ότι το μεταπολεμικό οικοδόμημα, αυτό που κατέστησε τη δυτική αστικο-φιλελεύθερη Δημοκρατία ελκυστική, παράδειγμα για ολόκληρο τον πλανήτη και πρακτικά εξαγώγιμη, έχασε, προϊόντος του χρόνου, ξεχωριστά στοιχεία και χαρακτηριστικά που καθιστούσαν τη Δημοκρατία απρόσβλητη και ικανή να αντιμετωπίζει τους όποιους υπονομευτές της.
Ιδιαιτέρως μετά τη μεγάλη αλλαγή της δεκαετίας του ’90, μετά δηλαδή τη σοβιετική κατάρρευση και συνολικά του ανατολικού σοσιαλιστικού μπλοκ, χάθηκε το αντίπαλο δέος και μαζί του οι ισορροπίες, αυτές που διατηρούσαν τη μεταπολεμική κοινωνική συμφωνία ενεργή και το όνειρο ευημερίας προσιτό, αν όχι από όλους, τουλάχιστον από τους περισσότερους.
Στις ΗΠΑ το αμερικανικό όνειρο είχε καταστεί κυρίαρχο, απορροφήθηκε μαζικά και καθοδήγησε εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες στη διάρκεια των μεταπολεμικών δεκαετιών. Και στη Δυτική Ευρώπη το επαρκές πλέγμα των ρυθμίσεων του κοινωνικού κράτους απέδωσε κοινωνίες ίσων ευκαιριών και ζηλευτής ευημερίας.
Από τη δεκαετία του ’90 και εντεύθεν, με την επικράτηση των αρχών και των αξιών του οικονομικού ανταγωνισμού, τα πράγματα άλλαξαν, οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων έγιναν ετεροβαρείς και οι ανισότητες διευρύνθηκαν.
Τα θεσμικά αντίβαρα βαθμηδόν περιορίστηκαν, η μεσαία τάξη αν δεν συρρικνώθηκε, σίγουρα κατέγραψε εισοδηματικές απώλειες και οι ασθενέστερες εισοδηματικά τάξεις κατρακύλησαν στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, τμήματά τους βρέθηκαν αντιμέτωπα με το φάσμα της φτώχειας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης.
Με τον καιρό, μεσολαβούσης και της μεγάλης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, που στην Ευρώπη μετεξελίχθηκε σε κρίση χρέους και εκφράστηκε με σκληρές περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές, οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες για σημαντικά τμήματα του πληθυσμού επιδεινώθηκαν έτι περαιτέρω.
Ιδιαιτέρως επλήγησαν οι νεότερες γενιές. Το χάσμα γενεών μοιάζει μοναδικό. Θυμίζει εποχές μεγάλων εντάσεων και δυναμικών κοινωνικών συγκρούσεων. Οι περισσότεροι των νέων στην Ευρώπη και συνολικά στη Δύση διατηρούν χαμηλές προσδοκίες για το μέλλον τους, πιστεύουν ότι θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους, θεωρούν ότι τα κόμματα και οι κατεστημένες ηγεσίες δεν τους αντιπροσωπεύουν, με αποτέλεσμα να έλκονται ολοένα και περισσότερο από σχήματα ανορθολογικά και δυνάμεις γενικευμένης αμφισβήτησης.
Επ’ αυτής της διαμορφωθείσης προβληματικής βάσης ασκήθηκαν και ασκούνται λαϊκιστικές, εθνικιστικές και συνωμοσιολογικές αντισυστημικές δυνάμεις σχεδόν παντού στον κόσμο, διαμορφώνοντας διαβρωτικές συνθήκες για την αστική φιλελεύθερη Δημοκρατία.
Σε αυτό το περιβάλλον ορισμένοι φθάνουν να αναζητούν ηγέτες «πατερούληδες» ή χειρότερα να δικαιολογούν και να αποδέχονται ακόμη και αυταρχικά καθεστώτα.
Εν τω μεταξύ, η πανδημία ήλθε να προσθέσει τα δικά της βάρη και εσχάτως ο πόλεμος, συνοδευόμενος από ενεργειακή κρίση και πληθωριστική έξαρση, να αποδιοργανώσει στην κυριολεξία τις δυτικές κοινωνίες, να απομειώσει παραδοσιακά κόμματα και να φθείρει ακόμη και τις πιο φιλόδοξες των ηγεσιών.
Αυτή τη στιγμή, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες βιώνουν αποδιοργανωτικές πολιτικές κρίσεις και συμβιούν με ασθενείς πολιτικές ηγεσίες. Οι ΗΠΑ είναι βαθιά διχασμένες, ο Μπάιντεν αντιμετωπίζει έντονα κύματα αμφισβήτησης και γενικά μπορεί να πει κανείς ότι οι αυταρχικοί ηγέτες περισσεύουν στον πλανήτη.
Ο Πασκάλ Μπρικνέρ είχε μιλήσει παλαιότερα για «μελαγχολική Δημοκρατία». Εμείς μπορούμε να την αποδώσουμε ως «γηρασμένη Δημοκρατία».
Η δική μας, που γιορτάζει 48 έτη από την αποκατάστασή της, φαντάζει ανθεκτική, αλλά οι διαβρωτικές δυνάμεις περισσεύουν και στη χώρα μας. Θα χρειαστεί και εδώ, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο, μια καινούργια σύλληψη, μια νέα ιδέα κοινωνικής συμφωνίας, ικανής να αναγεννήσει το όνειρο και τη Δημοκρατία να ανανεώσει και να αναβαθμίσει.
ΤΟ ΒΗΜΑ