Το πάνελ των έγκριτων επιστημόνων που κλήθηκαν στον φιλόξενο χώρο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος να συζητήσουν το (σε πρώτη ανάγνωση βαρύ) ζήτημα της Βιοηθικής, στο πλαίσιο του συνεδρίου SNF Nostos Health που διοργανώθηκε στις 23 και 24 Ιουνίου από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, εξέπληξε το κοινό αποδεικνύοντάς του ευθύς εξαρχής πόσο επίκαιρο μπορεί να είναι ένα τέτοιο θέμα.
Διότι οι ειδήμονες (η καθηγήτρια Βιοηθικής στο Oμοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής της χώρας μας κυρία Εφη Βαγενά, ο διευθυντής της έδρας Andreas C. Dracopoulos στο Ινστιτούτο Βιοηθικής Berman του Τζονς Χόπκινς, καθηγητής Βιοηθικής και Δημόσιας Πολιτικής στο Τζονς Χόπκινς Τζέφρι Καν, ο αναπληρωτής διευθυντής Ιατρικής στο Ινστιτούτο Βιοηθικής Berman, καθηγητής Βιοηθικής και Ιατρικής και καθηγητής της Πολιτικής της Υγείας και Διαχείρισης στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς Τζέρεμι Σούγκαρμαν και η λέκτορας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μάλαγας και μέλος της Επιτροπής Βιοηθικής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας Σάρον Κoρ) ζήτησαν από τους παρισταμένους – τόσο όσους παρακολουθούσαν το συνέδριο διά ζώσης όσο και εκείνους που το έβλεπαν διαδικτυακά – να ψηφίσουν μέσω του κινητού τους σε τρία ερωτήματα που αποδεικνύουν περίτρανα τον αντίκτυπο της Βιοηθικής στη ζωή του καθενός μας: «Θα συμμετείχατε σε κλινική δοκιμή για ένα νέο εμβόλιο;», «Θα χρησιμοποιούσατε ένα chatbot (κοινώς μια εφαρμογή λογισμικού) για υπηρεσίες ψυχικής υγείας;», «Αν ένα τεστ DNA μπορούσε να σας πει ότι θα αναπτύξετε μια ανίατη ασθένεια, θα θέλατε να ξέρετε;» ήταν τα τρία διλήμματα που τέθηκαν στο κοινό.
Αποκαλυπτική δημοσκόπηση
Τα αποτελέσματα αυτής της ανεπίσημης δημοσκόπησης – η οποία, αν και τα ποιοτικά στοιχεία της ήταν εμπιστευτικά, αναφέρθηκε ότι περιέλαβε περισσότερα από 200 άτομα – εξέπληξαν τους ειδικούς του πάνελ. Και αυτό διότι στα δύο από τα τρία ερωτήματα υπερείχε το ΟΧΙ (ενώ και στο τρίτο ένα σεβαστό ποσοστό των ερωτηθέντων έδωσε αρνητική απάντηση). Οχι, οι έξι στους δέκα δεν θα συμμετείχαν σε δοκιμή εμβολίου, όχι το 51% δεν θα εμπιστευόταν την ψυχική υγεία του σε ένα chatbot. Οσο για το τεστ DNA, οι τέσσερις στους δέκα δεν θα ήθελαν να υποβληθούν σε αυτό για να ξέρουν το μέλλον της υγείας τους.
Μάλιστα, όπως σχολίασε λίγο αργότερα στο ΒΗΜΑ-Science o καθηγητής Καν, στο πλαίσιο συνέντευξης που μας παραχώρησε στο περιθώριο του συνεδρίου, τα αποτελέσματα τον εντυπωσίασαν ακόμη περισσότερο «καθώς αφορούσαν ένα κοινό πιο «εκπαιδευμένο», το οποίο παρακολούθησε ένα συνέδριο υψηλού επιπέδου για την υγεία. Θα ήταν ενδιαφέρον να βλέπαμε τα αντίστοιχα αποτελέσματα σε ένα πιο μεγάλο και αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού, όπως βέβαια εξίσου ενδιαφέρον θα ήταν να βλέπαμε τι θα απαντούσαν οι Ελληνες πριν καν ενσκήψει η πανδημία».
Ρήξη εμπιστοσύνης με την επιστήμη
Διότι η πανδημική συνθήκη των τελευταίων δυόμισι ετών έφερε στο φως περισσότερο από ποτέ το πόσο συνυφασμένα είναι τα βιοηθικά διλήμματα με τη ζωή μας, σημείωσε ο καθηγητής. «Το κύριο ζήτημα που αναδύθηκε μέσα από την πανδημία είναι το γιατί η κοινωνία – ή τουλάχιστον ένα τμήμα της – δεν φαίνεται να εμπιστεύεται την επιστήμη. Δεν έχουμε καταλήξει σε οριστικές απαντήσεις αλλά αυτό που υποθέτουμε είναι ότι ρόλο έχει παίξει πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας η κοινωνία έβλεπε – και συνεχίζει να βλέπει – σε καθημερινή βάση την πρόοδο της επιστήμης να λαμβάνει χώρα σε πραγματικό χρόνο. Και η επιστήμη είναι πάντα γεμάτη από αβεβαιότητες – κάτι που είναι ακόμη εντονότερο κατά τη διάρκεια κρίσεων δημόσιας υγείας, οπότε τα δεδομένα μεταβάλλονται συνεχώς. Οι πολίτες γίνονταν και γίνονται όμως και τώρα καθημερινώς κοινωνοί αυτών των μεταβολών, με αποτέλεσμα να κλονίζεται η εμπιστοσύνη τους. Πρέπει βέβαια να αναφέρουμε ότι σε όλο αυτό το διάστημα υπήρξαν σε πολλές χώρες – σίγουρα αυτό συνέβη στη δική μου χώρα, στις ΗΠΑ – και πολιτικές αποφάσεις σχετικά με την πανδημία που δεν βασίστηκαν σε επιστημονικά δεδομένα αλλά σε πολιτικές σκοπιμότητες. Και αυτό έκανε τον κόσμο να μην ξέρει τελικά τι να πιστέψει».
Ο καταλυτικός ρόλος της πολιτικής
Η επιστήμη έβρισκε και συνεχίζει να βρίσκει μπροστά της την πολιτική σε όλο αυτό το «πανδημικό ταξίδι» που δεν λέει να τελειώσει, τόνισε ο δρ Καν. «Δεν ήταν λίγες οι φορές που το κοινό ήταν δύσπιστο όταν άκουγε τις αρμόδιες επιτροπές ειδικών να ανακοινώνουν αποφάσεις που στα μάτια του είχαν υπαγορευθεί από τις κυβερνήσεις και δεν φαίνονταν να βασίζονται σε ισχυρά επιστημονικά στοιχεία. Στις ΗΠΑ αυτό συνέβη επανειλημμένως και ο μόνος επιστήμονας που πραγματικά ύψωσε ανάστημα και ήλθε σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση όταν χρειάστηκε ήταν ο Αντονι Φάουτσι. Ωστόσο μια τέτοια στάση, ηρωική θα μπορούσα να πω, έχει μεγάλο κόστος προσωπικό, καθώς δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες που έχουν απειληθεί με απόλυση, που έχουν δεχθεί απειλές κατά της ζωής της δικής τους ή της οικογένειάς τους – τέτοιες απειλές δέχθηκε και ο δρ Φάουτσι αρκετές φορές. Πρέπει να σκεφτούμε λοιπόν ότι ίσως ζητάμε πολλά από την επιστημονική κοινότητα – ζητάμε από τους επιστήμονες όχι μόνο να είναι καλοί επιστήμονες αλλά και να δείχνουν πάντα σθένος απέναντι στις πολιτικές πιέσεις. Δεν θα έπρεπε να λειτουργεί έτσι το σύστημα σε ό,τι αφορά το έργο της επιστήμης».
Η μεγάλη κρίση της εμπιστοσύνης προς την επιστήμη και δη προς τους επιστήμονες της δημόσιας υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήλθε ως συνέπεια της πολιτικής αναταραχής που επικρατούσε προτού εμφανιστεί η COVID-19, κατά τον καθηγητή. «Επί μακρόν οι κοινωνίες εμπιστεύονταν τους ειδικούς της δημόσιας υγείας. Δεν αμφισβητούσαν τις συστάσεις που τους έκαναν για θέματα όπως το τι πρέπει να κάνουν αν το πόσιμο νερό είναι μολυσμένο ώστε να το πιουν με ασφάλεια ή το τι μέτρα πρέπει να ακολουθηθούν σε περίπτωση, για παράδειγμα, μιας μαζικής τροφικής δηλητηρίασης. Η μεγάλη απώλεια της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στην επιστήμη η οποία αναδύθηκε μέσα στην πανδημία θεωρώ ότι εκτός των άλλων συνέβη επειδή η πανδημία ήλθε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η κοινωνία είχε ήδη απαξιώσει την πολιτική και τους θεσμούς».
Η μεγάλη απώλεια της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στην επιστήμη, η οποία αναδύθηκε μέσα στην πανδημία, θεωρώ ότι εκτός των άλλων συνέβη επειδή η πανδημία ήλθε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η κοινωνία είχε ήδη απαξιώσει την πολιτική και τους θεσμούς
Ελλιπής ενσυναίσθηση
Και έτσι, ήταν επόμενο, σύμφωνα με τον δρα Καν, σκληρές αποφάσεις που ελήφθησαν όπως τα λοκντάουν ή ο υποχρεωτικός εμβολιασμός να προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερες αντιδράσεις. «Στο σημείο αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο και άλλη μία παράμετρος: το ότι φάνηκε ήδη από την αρχή της πανδημίας ότι εκείνοι που κινδύνευαν περισσότερο εξαιτίας της ήταν οι ηλικιωμένοι. Υπήρξε λοιπόν αντίδραση, ειδικά από τους νεότερους, σε πολλές χώρες. Γιατί να υποστούν οι ίδιοι εγκλεισμό για ένα τμήμα του πληθυσμού που ούτως ή άλλως οδεύει προς τη δύση του, που ούτως ή άλλως δεν κυκλοφορεί πολύ ή βρίσκεται ήδη σε «εγκλεισμό» σε οίκους ευγηρίας; Αν είχε εξαρχής φανεί ότι η λοίμωξη με τον SARS-CoV-2 χτυπά και σκοτώνει κατά κύριο λόγο τα μικρά παιδιά, οι αντιδράσεις της κοινωνίας θα ήταν πολύ διαφορετικές, θα υπήρχε πολύ μεγαλύτερη συμφωνία για υιοθέτηση αυστηρότατων μέτρων. Εχει μειωθεί πολύ λοιπόν και η ενσυναίσθηση της κοινωνίας, τουλάχιστον προς κάποιες ομάδες της».
Η δύναμη της γνώσης
Ο χρόνος όμως και η τρέχουσα πανδημία δεν γυρίζουν πίσω και είναι εξίσου βασικό το αν έχουμε πάρει τα μαθήματα που έπρεπε από τα λάθη και τα σωστά που πράξαμε όλη αυτή την περίοδο ώστε να πορευθούμε στο μέλλον καλύτερα απέναντι στους επόμενους εχθρούς της δημόσιας υγείας που είναι σίγουρο ότι θα έλθουν. Ποιο είναι το σημαντικότερο μάθημα κατά τον καθηγητή; «Το να εκπαιδευθεί το κοινό στο να εμπιστεύεται έγκυρες πηγές για την επιστημονική του πληροφόρηση. Και συγχρόνως το να εξηγήσουμε εμείς οι επιστήμονες στο κοινό με σαφή τρόπο το πώς λειτουργεί η επιστήμη, το ότι η επιστήμη διέπεται από αβεβαιότητα και ότι πολλές φορές όταν αλλάζουν οι απόψεις και οι συστάσεις μας δεν το πράττουμε για να εξαπατήσουμε την κοινωνία αλλά προσπαθούμε να κάνουμε τη δουλειά μας με τίμιο τρόπο προς όφελός της. Και είναι επίσης άκρως σημαντικό να κάνουμε την κοινωνία συμμέτοχο του προβλήματος, να της δείξουμε ότι πρέπει όλοι μαζί να παλέψουμε για να καταφέρουμε να βγούμε από την εκάστοτε στενωπό». Ωστόσο ο έγκριτος ειδήμονας στη Βιοηθική εκφράζει φόβους σχετικά με το πόσο τα παθήματα μας έχουν γίνει μαθήματα, τα διδάγματα των οποίων θα αποτελέσουν την παρακαταθήκη μας ενάντια στις επόμενες πανδημικές απειλές. «Ανησυχώ ότι δεν έχουμε κατανοήσει βαθιά μέσα μας τα λάθη μας ώστε να έχουμε τα σωστά εφόδια για το μέλλον».
Πάντως κλείνοντας ο καθηγητής Καν θέλησε να περάσει το μήνυμα ότι η εκπαίδευση του κοινού για τα βιοηθικά ζητήματα που ήδη διέπουν πολλές πτυχές της ζωής του και θα διέπουν ακόμη περισσότερες στα χρόνια που έρχονται καθώς η επιστήμη και η τεχνολογία προοδεύουν, είναι καταλυτική, κάτι που αποδείχθηκε και από τη δημοσκόπηση που σας αναφέραμε στην αρχή αυτού του κειμένου. Οταν μετά τη συζήτηση και τις τοποθετήσεις των ειδικών, οι παριστάμενοι κλήθηκαν να ξαναψηφίσουν επί των ίδιων τριών ερωτημάτων, τα ποσοστά εμφάνισαν κάποιες (αν και μικρές) αλλαγές, με την αρνητική στάση να υποχωρεί: το 60% που είχε ψηφίσει αρνητικά σε πιθανή συμμετοχή σε κλινική δοκιμή εμβολίου έπεσε στο 56% ενώ το 40% που ήταν αρνητικό στη διενέργεια τεστ DNA υποχώρησε σε 36% (ωστόσο τα ποσοστά σχετικά με το chatbot και την ψυχική υγεία παρέμειναν τα ίδια). Και αυτό μέσα σε λιγότερο από μία ώρα παράθεσης επιχειρημάτων από τους ειδήμονες! Γεγονός που σύμφωνα με τον διευθυντή του Ινστιτούτου Βιοηθικής Berman του Τζονς Χόπκινς αποδεικνύει περίτρανα ότι όλοι μας πρέπει να «ζυμωθούμε» με τέτοια βιοηθικά διλήμματα προκειμένου να είμαστε προετοιμασμένοι για το καταιγιστικό μέλλον που βρίσκεται μπροστά μας!
Τα γενετικώς τροποποιημένα παιδιά και οι παγκόσμιοι κανόνες
Ο καθηγητής Τζέφρι Καν ήταν μέλος της επιτροπής των ειδημόνων που αποφάσισε την αποπομπή του κινέζου επιστήμονα ο οποίος το 2018 ισχυρίστηκε ότι δημιούργησε τα πρώτα γενετικώς τροποποιημένα παιδιά στον κόσμο, χωρίς ποτέ να παράσχει απτές αποδείξεις για αυτό. «Περιπτώσεις σαν και αυτή αποδεικνύουν πόσο πολύ χρειάζεται να θέσουμε παγκόσμιους κανόνες σχετικά με την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών. Αυτό είναι ένα πολύ δύσκολο έργο» μας είπε.
Οι συνωμοσιολόγοι και το ξέφραγο αμπέλι του Διαδικτύου
Τα βιοηθικά διλήμματα που γεννήθηκαν μέσα στην πανδημία δεν έχουν τελειωμό. Και ένα από τα καίρια που θέσαμε στον καθηγητή Καν είναι το αν θα πρέπει να δίνεται βήμα στους συνωμοσιολόγους – όλους εκείνους που δεν πιστεύουν καν στην ύπαρξη του ιού ή στην πανδημία, που θεωρούν ότι τα εμβόλια αποτελούν μέσο… τσιπαρίσματος κ.λπ. – και στους αντιεμβολιαστές, καθώς και αυτοί αποτελούν μέρος της κοινωνίας. «Αυτό είναι ένα πολύ σκληρό δίλημμα και είναι πιο σκληρό να τίθεται αυτό το δίλημμα εδώ στην Ελλάδα όπου γεννήθηκε η δημοκρατία και η ελευθερία του λόγου. Είναι δυνατόν να στερήσουμε την ελευθερία του λόγου από έναν άνθρωπο, όποια άποψη και αν έχει; Η απάντηση για εμένα σε αυτό το ερώτημα είναι ότι δεν μπορούμε να εμποδίσουμε κάποιους ανθρώπους να εκφράζουν αβάσιμες και “τρελές” ιδέες, αυτό άλλωστε συνέβαινε πάντα. Πρέπει όμως να έχουμε “διδάξει” την κοινωνία να γνωρίζει ποιους να εμπιστεύεται, να γνωρίζει ποια είναι η σοβαρή επιστήμη και ποια όχι. Και αυτό είναι κατά κύριο λόγο έργο των κυβερνήσεων. Μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι το “ξέφραγο αμπέλι” του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που δίνει ως επί το πλείστον βήμα σε τέτοιες απόψεις – επί μακρόν οι πλατφόρμες αυτές δεν έβαζαν όρια στο περιεχόμενο που ανέβαζαν, ακόμη και αν ήταν επιβλαβές για την κοινωνία, μια στάση εντελώς λανθασμένη κατά τη γνώμη μου. Υπάρχουν εργαλεία για να το πράξουν και πρέπει να το πράξουν».
«Οι νέες τεχνολογίες απαιτούν διεθνείς κανόνες»
Μπορεί η πανδημία να έχει «καταπιεί» τα πάντα τα τελευταία χρόνια και να κυβερνά όλα τα πεδία, συμπεριλαμβανομένου αυτού της Βιοηθικής, αδράξαμε ωστόσο την ευκαιρία να ρωτήσουμε έναν από τους πλέον ειδήμονες παγκοσμίως στον συγκεκριμένο τομέα ποιο θεωρεί το μεγαλύτερο βιοηθικό δίλημμα της εποχής μας.
«Θεωρώ ότι αφορά το πώς ελέγχουμε και επιβλέπουμε τις νέες αναδυόμενες τεχνολογίες, είτε αυτές αφορούν την τεχνητή νοημοσύνη είτε τις γενετικές τεχνικές. Πρόκειται για ένα ζήτημα πολύπλοκο διότι ο έλεγχος δεν πρέπει να αφορά μόνο τα ευνομούμενα κράτη αλλά και χώρες όπου η θολή νομοθεσία αφήνει πολλά “παράθυρα”. Στο “παγκόσμιο χωριό” όπου ζούμε, τα σύνορα δεν μας προστατεύουν από πιθανούς κινδύνους που μπορεί να συνεπάγεται η κακή χρήση τέτοιων τεχνολογιών. Οι νέες τεχνολογίες είναι πολύ ισχυρές και μπορούν να βοηθήσουν την ανθρωπότητα, χρειάζεται όμως να γίνεται υπεύθυνη διαχείρισή τους σε ολόκληρο τον κόσμο. Και αυτό απαιτεί διεθνείς κανόνες, πρέπει να αποφασίσουμε παγκοσμίως τι είναι αποδεκτό και τι όχι σε ό,τι αφορά αυτού του είδους τις τεχνικές, όπως έχουμε θέσει όρια παγκοσμίως για το τι αποδεχόμαστε και τι όχι με τα πυρηνικά όπλα».