Σε καταλύτη αναδιαμόρφωσης του εγχώριου επιχειρηματικού χάρτη αναδεικνύονται κόκκινα δάνεια ύψους άνω των 90 δισ. ευρώ, τα οποία έχουν περάσει από τις τράπεζες στον έλεγχο ξένων funds και βρίσκονται υπό τον διαχειριστικό έλεγχο εξειδικευμένων στις ανακτήσεις χρεών οργανισμών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, σε εξέλιξη βρίσκονται αυτή την περίοδο διαδικασίες για τον σχεδιασμό επενδυτικών αφηγημάτων, στηριζόμενων στη συνένωση πτωχευμένων εταιρειών. Στόχος είναι η ανάδειξη σχημάτων βιώσιμων και ανταγωνιστικών μέσω οικονομιών κλίμακος και ως εκ τούτου επενδυτικά ελκυστικών για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων.
Οπως λέει κορυφαία πηγή από τον τομέα των εταιρειών διαχείρισης οφειλών από δάνεια και πιστώσεις, η Ελλάδα έχει αυτή τη στιγμή δύο βασικά πλεονεκτήματα:
Πρώτον, ότι παρά τις πληθωριστικές πιέσεις οι μακροοικονομικές προοπτικές παραμένουν θετικές, με οδηγούς τον τουρισμό, που κατά φαινόμενα θα σημειώσει νέο ρεκόρ εισπράξεων την εφετινή χρονιά, και τις υψηλές πτήσεις στην αγορά εργασίας.
Δεύτερον, ότι οι αξίες παραμένουν υποτιμημένες, ενώ χαμηλό διατηρείται σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες αγορές το μισθολογικό κόστος.
Deal στον τουρισμό
Ενδεικτικό του ενδιαφέροντος από το εξωτερικό είναι η επικείμενη συμφωνία για την πώληση του πρώτου κλαδικού πακέτου μη εξυπηρετούμενων δανείων της τάξης των 290 εκατ. ευρώ. Ο λόγος γίνεται για 75 ξενοδοχεία μεσαίας και μικρομεσαίας δυναμικότητας που διαχειρίζεται η Intrum Hellas, στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων της Τράπεζας Πειραιώς. Η ολοκλήρωση της συναλλαγής θα απελευθερώσει δεσμευμένα επί χρόνια ενέχυρα, ανοίγοντας τον δρόμο για την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων. Αντίστοιχα deals αναμένονται στους κλάδους των τροφίμων, των μεταφορών, των logistics και των οινοποιείων, για τους οποίους γίνονται ανάλογοι σχεδιασμοί. Κρίσιμο σε όλες τις περιπτώσεις, σύμφωνα με τραπεζικούς κύκλους, είναι το μέγεθος. Οπως λένε, «η ελληνική αγορά είναι κατακερματισμένη και η συγκεκριμένη διαδικασία αποτελεί μία μεγάλη ευκαιρία για τη δημιουργία δυναμικών επιχειρήσεων, που θα μπορούν να πρωταγωνιστούν ακόμη και διεθνώς».
Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι από τα περίπου 23 δισ. ευρώ επιχειρηματικών δανείων που έχουν τιτλοποιηθεί, το 70% είναι ανοίγματα προς πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες εταιρείες, ενώ μόλις το 13% αφορά μεγάλα σχήματα. Στο πλαίσιο αυτό, οι διαχειριστές καλούνται να δημιουργήσουν αξία μέσω των συγχωνεύσεων. Σε διαφορετική περίπτωση θα αναγκαστούν να ρευστοποιήσουν τις εξασφαλίσεις που συνοδεύουν τα χρέη, σε βάρος τόσο των ίδιων όσο και της οικονομίας.
Ταυτόχρονα, προ των πυλών βρίσκεται η λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα επίπεδα των 20 δισ. ευρώ. Αυτή θα αποτελεί ένα ακόμα κανάλι για ανακτήσεις, καθώς θα επιτρέπει τη μεταβίβαση των κόκκινων ανοιγμάτων σε νέους επενδυτές. Κύκλοι από τον κλάδο των εταιρειών διαχείρισης υποστηρίζουν ότι τα κεφάλαια που θα μπορούσαν να επενδυθούν με αυτόν τον τρόπο στην Ελλάδα εύκολα θα κινηθούν στη ζώνη των 2,5 δισ. ευρώ.
Οι εισπράξεις
Κατά τα άλλα, οι ίδιες πηγές δηλώνουν ικανοποιημένες για την πορεία των εισπράξεων από ρυθμισμένα δάνεια, στα οποία οι αρρυθμίες είναι προς το παρόν λίγες. Οπως υποστηρίζουν, τόσο στη στεγαστική όσο και στην επιχειρηματική πίστη δεν διαφαίνονται διαθέσεις για παύση πληρωμών, παρά τη δύσκολη συγκυρία. Σημειώνουν δε πως παραδοσιακά τέτοιες τάσεις αναπτύσσονται τρεις-τέσσερις μήνες πριν από τη σοβαρή επιδείνωση μιας εξελισσόμενης κρίσης, καθώς νοικοκυριά και επιχειρήσεις λειτουργούν προληπτικά, αφήνοντας απλήρωτους λογαριασμούς για το χτίσιμο ενός τείχους ρευστότητας.
«Σήμερα έχουμε ήδη συμπληρώσει πέντε μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και ακόμη η εικόνα από τις εισπράξεις είναι πολύ καλή» λένε χαρακτηριστικά οι ίδιοι κύκλοι. Μεγάλο ρόλο σε αυτό έχει παίξει αναμφίβολα η κρατική στήριξη των 45 δισ. ευρώ από το 2020 έως σήμερα. Εξάλλου, σύμφωνα με μετρήσεις που έχουν πραγματοποιήσει εταιρείες διαχείρισης, εκτιμάται ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έως και σήμερα έχει μειωθεί από 5% έως 8% λόγω του πληθωρισμού. «Πρόκειται για επίπεδα που δεν εμπνέουν σοβαρή ανησυχία. Εκτός και αν η ενεργειακή κρίση επιμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα».