Με «μπόνους», επιδόματα αλλά και προσλήψεις επιχειρεί η ηγεσία του υπουργείου Υγείας να συρρικνώσει τα κενά στα νοσοκομεία της χώρας (μόνιμα και εποχικά). Παρ’ όλα αυτά, οι αλλεπάλληλες κρίσεις (πανδημική και δημοσιονομική) έχουν δημιουργήσει ασφυκτικές εργασιακές συνθήκες για το υγειονομικό προσωπικό, με συνέπεια να φουντώνει παράλληλα το κύμα δυσαρέσκειας και παραιτήσεων.
Η είδηση για τη μεταμόσχευση ήπατος στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης που ακυρώθηκε επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμος αναισθησιολόγος είναι, σύμφωνα με τους επιστήμονες που υπηρετούν στο ΕΣΥ, μόνο «η κορυφή του παγόβουνου». Τα δε αντανακλαστικά του προσωπικού, στήνοντας στο παρά πέντε μια δεύτερη «γέφυρα ζωής» ώστε να μεταφερθεί το μόσχευμα στο Λαϊκό – εκεί υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση ένας 52χρονος ασθενής -, αποτελούν κατά τους ίδιους την ένδειξη της αφοσίωσης των υγειονομικών που στηρίζουν το σύστημα Υγείας.
Μαζικό κύμα παραιτήσεων
Ο νευροχειρουργός του Κρατικού Νίκαιας και γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Νοσοκομειακών Γιατρών (ΟΕΝΓΕ) Παναγιώτης Παπανικολάου περιγράφει με σκληρή γλώσσα μιλώντας στο «Βήμα» τη ζοφερή πραγματικότητα που διώχνει τους επιστήμονες από το ΕΣΥ. «Καταγράφεται ένα μαζικό κύμα παραιτήσεων που αφορά τέσσερις κατηγορίες ειδικευμένων. Η πρώτη αφορά παλιούς, μόνιμους γιατρούς άνω των 60 ετών, οι οποίοι δεν αντέχουν την εξοντωτική εφημέρευση. Η δεύτερη αφορά νεότερους επιστήμονες, κατά μέσο όρο 45άρηδες. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι πως αυτοί υπηρετούν σε νησιά και ακριτικές περιοχές».
Η αιτία, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι «οι νομοθετικές ρυθμίσεις βάσει των οποίων συμφέρει έναν παθολόγο ή παιδίατρο να παραιτηθεί από το ΕΣΥ και να ανοίξει ιδιωτικό ιατρείο. Ετσι, απαλλάσσεται από το άχθος να εφημερεύει ακόμη έως και 20 ημέρες τον μήνα. Αλλωστε, είναι βέβαιο πως θα δεχθεί εκκλήσεις να ενταχθεί ως ιδιώτης πλέον στις εφημερίες με τις απολαβές να εκτιμώνται σε 200 ευρώ μεικτά». Η λίστα όμως εκείνων που αποχωρούν από το ΕΣΥ δεν σταματά εδώ: «Οι επικουρικοί έχουν επίσης απαυδήσει από την ομηρεία στην οποία είναι εγκλωβισμένοι, παρά την πρωθυπουργική δέσμευση, τον Μάρτιο του 2020, περί μονιμοποίησής τους». Και, βέβαια, δεν πρέπει κανείς να αμελεί τη μόνιμη πληγή του «brain drain», καθώς δυστυχώς η τάση των νέων επιστημόνων να αναζητούν μισθολογική αναγνώριση και εργασιακή ασφάλεια στο εξωτερικό παραμένει αναλλοίωτη.
Η «μαύρη τρύπα» όμως γιγαντώνεται και εξαιτίας των συνταξιοδοτήσεων (υπολογίζονται σε περίπου 700 ετησίως), με τις προσλήψεις να παραμένουν αριθμητικά κατώτερες των αναγκών που προκύπτουν. Το παράδειγμα του νοσοκομείου της Σύρου είναι ενδεικτικό. Σύμφωνα με ανακοίνωση του σωματείου εργαζομένων στο Βαρβάκειο Νοσοκομείο, από το 2011 έχουν συσσωρευθεί 62 συνταξιοδοτήσεις (που εντός του 2022 θα γίνουν 67) ενώ πραγματοποιήθηκαν μόλις 17 μόνιμες προσλήψεις (εκ των οποίων 1 μετατάχθηκε). Μοιραία, κενά υπάρχουν μεταξύ άλλων στη Καρδιολογική Κλινική, στη Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ) και στην Παιδιατρική Κλινική (οι ελλείψεις εκεί αφορούν το νοσηλευτικό προσωπικό).
Πρόβλημα στα νησιά
Δεν είναι όμως η μοναδική περίπτωση. Η 2η Υγειονομική Περιφέρεια, στην οποία ανήκει και η συντριπτική πλειονότητα των νησιών, αιτείται, σύμφωνα με πληροφορίες, περί τους 20 γιατρούς και 300 νοσηλευτές, ώστε τουλάχιστον να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες λόγω των τουριστικών ροών.
Αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, στα μέσα Ιουνίου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως απόφαση, έπειτα από πρωτοβουλία της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας, κυρίας Μίνας Γκάγκα, σύμφωνα με την οποία ορίζονται σημαντικά οικονομικά κίνητρα για επαγγελματίες υγείας που θέλουν να μετακινηθούν σε τουριστικούς προορισμούς, με μέγιστη διάρκεια μετακίνησης τον έναν μήνα. Ειδικότερα, στο ιατρικό προσωπικό που μετακινείται σε άλλες δομές Υγείας της ίδιας ή άλλης Υγειονομικής Περιφέρειας για εξυπηρέτηση έκτακτων αναγκών από την 1η Ιουλίου έως και τις 15 Σεπτεμβρίου δίνεται μηνιαία αποζημίωση 1.500 ευρώ επιπλέον των αποδοχών του, που είναι αφορολόγητη. Αντίστοιχα, για νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό η μηνιαία αποζημίωση ορίζεται στα 1.000 ευρώ εκτός των τακτικών αποδοχών.
Οι πραγματικές ανάγκες
Σύμφωνα με τον κ. Παπανικολάου, οι κενές οργανικές θέσεις ειδικευμένων γιατρών είναι 5.500, με τον ίδιο να εκτιμά πως οι πραγματικές ανάγκες σκαρφαλώνουν στις 8.500. Σε ό,τι αφορά το λοιπό προσωπικό (συμπεριλαμβανομένων των νοσηλευτών), «οι κενές οργανικές θέσεις είναι 26.000-27.000 ενώ οι πραγματικές ανάγκες αγγίζουν τις 35.000». Υπό το πρίσμα αυτό, οι 4.000 επικείμενες προσλήψεις νοσηλευτών και οι 700 γιατρών αποτελούν μεν «ανάσα», όχι όμως μόνιμη… θεραπεία.
Κοιτώντας όμως κανείς τη μεγαλύτερη εικόνα, διαπιστώνει ότι ύστερα από κάθε «μπάλωμα» προκύπτει ένα… ξήλωμα. Για παράδειγμα, η Ενωση Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης (ΕΝΙΘ) καταγγέλλει το μπαράζ μετακινήσεων γιατρών από τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης για την κάλυψη των τεράστιων κενών που υπάρχουν στα νοσοκομεία της περιφέρειας. Οπως περιγράφουν, «ακτινολόγοι από τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης μετακινούνται προς το νοσοκομείο Πολυγύρου, αναισθησιολόγοι προς το νοσοκομείο Σερρών και άλλα νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας, παθολόγος από το Παπανικολάου στο νοσοκομείο Φλώρινας, παθολόγοι από το ΨΝΘ στην Πτολεμαΐδα. Επίσης οι ακτινολόγοι των νοσοκομείων της 4ης ΥΠΕ καλούνται να γνωματεύουν καθημερινά εξ αποστάσεως τις εξετάσεις αξονικού τομογράφου που διενεργούνται στο νοσοκομείου Πολυγύρου».
ΤΑ ΑΝΤΙΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΠΟΝΟΥΣ-ΧΑΡΤΖΙΛΙΚΙ
Οι ασταμάτητες απώλειες αναισθησιολόγων
Η πιο χαρακτηριστική και ζημιογόνα… αιμορραγία για το ΕΣΥ είναι οι ασταμάτητες απώλειες σε αναισθησιολόγους. Επιστρέφοντας στην υπόθεση της «χαμένης» μεταμόσχευσης στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης, τα όσα εκτυλίχθηκαν το πρώτο Σάββατο του Ιουλίου ενεργοποίησαν εκ νέου τον συναγερμό για την ειδικότητα αιχμής που βρίσκεται πλέον στα… αζήτητα. Εκεί υπηρετούν (σύμφωνα με την ΕΝΙΘ) 9 μόνιμοι γιατροί, την ώρα που οι θέσεις είναι 27 και οι πραγματικές ανάγκες αγγίζουν τους 40 μόνιμους αναισθησιολόγους.
Η αιτία; Οι απόφοιτοι Ιατρικής εστιάζουν στα αντικίνητρα (τον φόρτο εργασίας, χωρίς ανταπόκριση), ενώ οι ήδη ειδικευμένοι αναζητούν διέξοδο στον ιδιωτικό τομέα. Η μισθολογική σύγκριση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα είναι αμείλικτη, καθώς το μηνιαίο εισόδημα υπερβαίνει ακόμη και τις 5.000 ευρώ στις κλινικές της χώρας, ενώ στην Κύπρο οι αντίστοιχες αμοιβές αγγίζουν τις 8.000 ευρώ.
Αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, η ηγεσία του υπουργείου Υγείας επιχειρεί να ανατρέψει το «βαρύ» κλίμα. Πιο συγκεκριμένα, παραχώρησε στους αναισθησιολόγους έκτακτο μηνιαίο επίδομα ύψους 400 ευρώ έως τα τέλη του 2022 – που θα επεκταθεί και το 2023 –, ενώ παράλληλα έχει δοθεί και το δικαίωμα δεύτερης ειδικότητας στην Αναισθησιολογία σε γιατρούς που αναζητούν έναν πιο σίγουρο εργασιακό δρόμο. Επίδομα, όμως, έχει προβλεφθεί και για τους ήδη ειδικευόμενους στη νευραλγική αυτή ειδικότητα, ύψους 250 ευρώ.