Υπάρχει υψηλή στρατηγική στην Ελλάδα; Μπορεί να ακούγεται κάπως βαρύγδουπος ο όρος «υψηλή στρατηγική», αλλά όσο και εάν δεν πολυσυνηθίζεται από το πολιτικό μας σύστημα να κινείται με τέτοιους όρους, εν τούτοις η Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων αναδεικνύει την υψηλή στρατηγική.
Αρκεί κανείς να δει επιφανείς προσωπικότητες της αρχαίας Ελλάδας, όπως π.χ. ο Θεμιστοκλής. Και όμως οι πολιτικοί μας δεν έχουν δώσει τόση σημασία σε αυτή την τόσο σημαντική έννοια, καθώς η υψηλή στρατηγική ενός κράτους μπορεί και πρέπει να βλέπει πέραν του στρατιωτικού πεδίου, όχι μόνο από τη σκοπιά των μέσων αλλά και από αυτή των στόχων.
Το εξώφυλλο του βιβλίου «Ελληνική Υψηλή Στρατηγική: Διάλογοι με την Ηγεσία της Χώρας» (εκδόσεις Ευρασία)
Οι ηγεσίες οφείλουν να συζητούν και να χαράζουν υψηλή στρατηγική, την οποία μας αναλύουν με εύληπτο ύφος οι Αθανάσιος Πλατιάς, καθηγητής της Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, και ο Χρήστος Χατζηεμμανουήλ, καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, του Τμήματος Νομικής της London School of Economics (LSE) και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, μέσα από το βιβλίο τους: «Ελληνική Υψηλή Στρατηγική: Διάλογοι με την Ηγεσία της Χώρας» (εκδόσεις Ευρασία).
Το βιβλίο αυτό καταγράφει, όπως σημειώνει ο κ. Χατζηεμμανουήλ, τις απόψεις επτά κορυφαίων ηγετών της ελληνικής πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής ζωής σε σχέση με τη θέση της χώρας μας στο διεθνές σύστημα και την πορεία που καλείται να ακολουθήσει, προκειμένου να κατοχυρώσει την ασφάλεια και την ευημερία της και να ανταποκριθεί με επιτυχία στις μεγάλες προκλήσεις του αύριο.
«Η υψηλή στρατηγική αφορά την ανάπτυξη, την κινητοποίηση και τη συνδυασμένη χρήση των διαφόρων μέσων ισχύος που διαθέτει ένα κράτος, προκειμένου να προωθηθούν στο πλαίσιο του διεθνούς συστήματος, στην ειρήνη όπως και στον πόλεμο, οι βασικοί πολιτικοί στόχοι του»
Οι απόψεις των κορυφαίων ιθυνόντων
Στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο περιέχονται επτά δομημένοι διάλογοι για τα ζητήματα που αφορούν την εθνική στρατηγική με τους κορυφαίους ιθύνοντες της χώρας και παρέχουν σαφή εικόνα του μακροπρόθεσμου προσανατολισμού της ελληνικής ηγεσίας, ενώ διαφωτίζουν τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της ακολουθούμενης εθνικής πολιτικής και θεματοποιούν τα βασικά στοιχεία της.
Οι διάλογοι έγιναν το διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου 2021 με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια, τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργαρίτη Σχοινά, τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνο Φλώρο, τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα και τον τέως πρόεδρο της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών Θεόδωρο Βενιάμη.
«Η υψηλή στρατηγική αφορά την ανάπτυξη, κινητοποίηση και συνδυασμένη χρήση των διαφόρων μέσων ισχύος που διαθέτει ένα κράτος, προκειμένου να προωθηθούν στο πλαίσιο του διεθνούς συστήματος, στην ειρήνη όπως και στον πόλεμο, οι βασικοί πολιτικοί στόχοι του» σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, όπου μεταξύ άλλων υπογραμμίζεται: «Η διαμόρφωση συνειδητής, ρεαλιστικής και συνεκτικής υψηλής στρατηγικής είναι ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας για κάθε κράτος, αν όχι αναγκαιότητα που επιτάσσει το απρόβλεπτα και αυξανόμενα μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για μια χώρα όπως η Ελλάδα, τα χρόνια προβλήματα ασφάλειας της οποίας εμφανίζονται σήμερα ιδιαιτέρως οξυμμένα».
1. Ο καθηγητής της Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς Αθανάσιος Πλατιάς – 2. Ο καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς Χρήστος Χατζηεμμανουήλ
Σύγκλιση και συναίνεση
Οι κ.κ. Πλατιάς και Χατζηεμμανουήλ διέγνωσαν μέσω αυτών των διαλόγων που οργάνωσε το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων ότι από αυτή την πρώτη προσπάθεια συστηματικότερης καταγραφής του γενικού προσανατολισμού της εθνικής ηγεσίας επιβεβαιώνεται ότι, παρά τις διαφορετικές οπτικές γωνίες, πολιτικές επιλογές και προσωπικές προτιμήσεις, ο βαθμός σύγκλισης σε σχέση με τις θεμελιώδεις παραδοχές και τους στόχους της ελληνικής υψηλής στρατηγικής είναι πολύ υψηλός.
«Δεν είναι, συνεπώς, άστοχο να γίνεται λόγος για ύπαρξη εθνικής υψηλής στρατηγικής υπό την έννοια μιας κοινής βασικής στρατηγικής αντίληψης, που διαπνέει την κρατική και κοινωνική ηγεσία. Από την άλλη πλευρά, η χώρα δεν διαθέτει μέχρι τώρα υψηλή στρατηγική υπό την έννοια ενός επίσημου, γραπτού στρατηγικού σχεδίου. Εν τούτοις, τα πράγματα αναμένεται να αλλάξουν στο άμεσο μέλλον, καθώς έχει ήδη ξεκινήσει η επεξεργασία του πρώτου κειμένου αυτού του τύπου, της λεγόμενης Στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας».
Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι στο νέο αυτό περιβάλλον η χώρα δεν μπορεί να κινηθεί επιτυχώς εφαρμόζοντας απλώς την πεπατημένη του παρελθόντος. Είναι, αντιθέτως, αναγκαία η έγκαιρη και προσεκτική ανάλυση του μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος, η ορθή εκτίμηση των κινδύνων και των ευκαιριών που ανοίγονται για τη χώρα, καθώς και ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των απαραίτητων κινήσεων προσαρμογής, όσο υπάρχει ακόμη χρόνος για αυτές. «Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο ότι όλοι οι συνομιλητές μας φαίνεται να ομονοούν ως προς τη σημασία χάραξης και συστηματικής προώθησης ενός μακροπρόθεσμου εθνικού σχεδιασμού, που να υπερβαίνει την παραδοσιακή λογική της διαχείρισης των εκάστοτε συγκυριών, και ιδίως των διαφόρων κρίσεων, μέσω αποσπασματικών δράσεων και πρωτοβουλιών» αναφέρουν.
Ρεαλισμός αλλά και προγραμματισμός
Παράλληλα, σημειώνουν πως οι επτά συζητήσεις φανέρωσαν ότι, παρά ορισμένες τακτικές διαφοροποιήσεις, η ελληνική ηγεσία συγκλίνει σε κοινές στρατηγικές αντιλήψεις και αντιμετωπίζει με ρεαλιστικούς όρους το μέλλον της χώρας. Κατά τους κ.κ. Πλατιά και Χατζηεμμανουήλ, «η ελληνική υψηλή στρατηγική χαρακτηρίζεται από καταλληλότητα, δηλαδή αρμονία με το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον, επαρκή συνοχή και αντιστοιχία μέσων και στόχων (καθώς οι τελευταίοι διατηρούνται σε εφικτά οικονομικώς επίπεδα, ενώ πολιτικώς αποφεύγονται οι υπέρμετρες φιλοδοξίες και η υπερεξάπλωση)».
Δίνουν επίσης ιδιαίτερη σημασία στην ικανότητα του ελληνικού κράτους για έγκαιρο προγραμματισμό και προετοιμασία που εμφανίζεται αυξημένη σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό ισχύει και για την ικανότητα προσήλωσης σε πιο μακροπρόθεσμους στόχους, αν και παραμένει ασφαλώς ανοικτό το ερώτημα της ικανότητας αποτελεσματικής κινητοποίησης και συντονισμού των διαφόρων συντελεστών ισχύος της χώρας.
«Σε αντίθεση, όμως, με την κατάσταση της δεκαετίας της κρίσης, η γενική εικόνα που εκπέμπεται είναι αυτή της αυξημένης αποτελεσματικότητας, της εθνικής αυτοπεποίθησης και της σχετικής αισιοδοξίας για το μέλλον» σημειώνουν κλείνοντας το βιβλίο τους, το οποίο παρουσιάστηκε το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης στο Ιδρυμα Λασκαρίδη, σε εκδήλωση υπό τον τίτλο: «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΨΗΛΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ: Χρειαζόμαστε κωδικοποίηση του στρατηγικού δόγματος της χώρας;». Στην εκδήλωση συμμετείχαν οι Αλκιβιάδης Στεφανής, στρατηγός ε.α., επίτιμος αρχηγός Στρατού, τ. υφ. Εθνικής Αμυνας, Μαριλένα Κοππά, καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Κωνσταντίνα Μπότσιου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, και Κωνσταντίνος Υφαντής, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Το κρίσιμο όμως στοιχείο που μπορεί να εντοπίσει ο αναγνώστης είναι η αναφορά των συγγραφέων ότι η εθνική υψηλή στρατηγική ως ζήτημα κρατικού σχεδιασμού είναι αναμφίβολα σημαντική, αλλά το περιεχόμενό της εκτείνεται πέρα από τα στενά όρια της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής και περιλαμβάνει όλες εκείνες τις συνιστώσες που συνθέτουν το μακροπρόθεσμο σχέδιο ενός κράτους για το μέλλον του.