Τους τελευταίους μήνες, ο πληθωρισμός βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες, επιχειρήσεις και καταναλωτές. Αυτό ακολουθεί μια μακρά περίοδο χαμηλού πληθωρισμού σε συνδυασμό με την άφθονη ρευστότητα μέσω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης και χαμηλών επιτοκίων.
Οταν ο πληθωρισμός άρχισε να αυξάνεται το 2021, οικονομολόγοι και οι κεντρικές τράπεζες το απέδωσαν αρχικά σε ζητήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας ως αποτέλεσμα της πανδημίας και περίμεναν ότι ο πληθωρισμός θα ήταν παροδικός (transitory).
Οπως είδαμε εφέτος, ο πληθωρισμός συνεχίζει να εκπλήσσει ανοδικά έναντι των προσδοκιών της αγοράς και των κεντρικών τραπεζών. Επιπλέον, δεν δείχνει σημάδια πτώσης, όπως αρχικά αναμενόταν. Αυτό αντιπροσωπεύει μια σημαντική ανησυχία για τους κεντρικούς τραπεζίτες των μεγάλων οικονομιών, καθώς ανακύπτει κίνδυνος εδραίωσης του πληθωρισμού που μπορεί να έχει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις, όπως φάνηκε κατά τις πληθωριστικές κρίσεις των δεκαετιών του ’70 και του ’80.
Διάφοροι λόγοι έχουν αποδοθεί στην έκρηξη του πληθωρισμού που παρακολουθούμε, όπως η ανάκαμψη στην καταναλωτική ζήτηση μετά την πανδημία, η έλλειψη επενδύσεων σε ενέργεια και εξορύξεις ορυκτών και οι περιορισμοί στην εφοδιαστική αλυσίδα που επιδεινώθηκαν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Ως αποτέλεσμα του υψηλού πληθωρισμού, οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να αναλαμβάνουν δράση εφέτος. Η Fed και η BOE έχουν ήδη αυξήσει τα επιτόκια και η ΕΚΤ αναμένεται να αρχίσει άμεσα. Αυτό, σε συνδυασμό με το τέλος των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, οδήγησε σε μαζική διόρθωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές στο πρώτο μισό του 2022.
Οι πρώτες που χτυπήθηκαν ήταν οι αγορές που ωφελήθηκαν περισσότερο από το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και υψηλής ρευστότητας, όπως ο κλάδος της τεχνολογίας, με τον Nasdaq να υποχωρεί κοντά στο 30% εφέτος. Εναλλακτικά περιουσιακά στοιχεία όπως τα κρυπτονομίσματα έχουν υποστεί πολύ μεγάλες διορθώσεις, επίσης.
Επιπλέον, οι αγορές ομολόγων έχουν υποχωρήσει εφέτος καθώς οι προσδοκίες για συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων ενισχύονται. Αυτός ο συνδυασμός πτώσης τόσο σε μετοχές όσο και σε ομόλογα ήταν πολύ επώδυνος για πολλά επενδυτικά χαρτοφυλάκια που κατανέμονται μεταξύ των δύο κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων (ομόλογα και μετοχές), καθώς τείνουν ιστορικά να κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Η αποφασιστικότητα των κεντρικών τραπεζών να πιέσουν τον πληθωρισμό χαμηλότερα έχει αρχίσει να αυξάνει τις πιθανότητες για ύφεση στο εγγύς μέλλον. Αυτό μεταφράστηκε σε πτώσεις σε ευρύτερες αγορές, όπως τα εταιρικά ομόλογα και πιο πρόσφατα τα εμπορεύματα.
Οι αγορές αρχίζουν τώρα να εκτιμούν πτώση των επιτοκίων το 2023 και το 2024 μαζί με ύφεση. Μένει να δούμε κατά πόσο οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να εξισορροπήσουν το στόχο τους για τον έλεγχο του πληθωρισμού χωρίς να οδηγήσουν σε ύφεση.
Ο κ. Στάθης Γιαννόπουλος είναι επικεφαλής Αγορών, Ελλάδας και Κύπρου, Citibank Europe Plc.