Δημήτρης Ημελλος: «Τους ήρωες τους χρειαζόμαστε πιο πολύ νεκρούς»

Ο ηθοποιός που τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Χορν (2001) κατεβαίνει στην Επίδαυρο και μιλάει για τον Οδυσσέα στον «Αίαντα» του Σοφοκλή, τον ρόλο της τηλεόρασης στην πανδημία και τον «Σασμό»

Πρώτο βραβείο Χορν (2001), ο Δημήτρης Ημελλος έβαλε από την αρχή τον πήχη ψηλά: ίσως από τότε που άφησε τη Νομική για το θέατρο και έφυγε να σπουδάσει στη Ρωσία. Επιστρέφοντας, πρώτα δίδαξε, μετά έπαιξε.

Τώρα κατεβαίνει στην Επίδαυρο με τον «Αίαντα» του Σοφοκλή, που ανεβάζει ο φίλος του Αργύρης Ξάφης στο Εθνικό. Εκεί θα βρίσκεται και το φθινόπωρο, όπου θα τον σκηνοθετήσει ο μαθητής του Γιώργος Κουτλής, εκεί και στον «Σασμό».

Στην κουβέντα μας, δύο ονόματα έρχονται και ξανάρχονται, ο Στάθης Λιβαθινός και ο Λευτέρης Βογιατζής, η ομάδα και η μονάδα, όπως λέει. «Είχα την τύχη να συνεργαστώ με ανθρώπους που χάραξαν μια εποχή». Και σίγουρα δεν ήταν τυχαίο…

Τι καθορίζει θεατρικά το αρχαίο δράμα;

«Το πρώτο είναι ο ανοιχτός χώρος. Δημιουργεί και τη δραματουργία, πρωταγωνιστεί. Η τραγωδία προϋπήρχε του χώρου. Αυτός που κάθεται απέναντι βλέπει ένα δράμα δημόσιο. Στην τραγωδία δεν υπάρχει σκηνή κρεβατοκάμαρας ή σαλονιού. Το δεύτερο αφορά στο ότι πρόκειται για ποιητικό κείμενο, ποιητικό λόγο, άρα ποιητική σκέψη και πράξη, όχι πρόζα ή αληθοφάνεια – δεν μιμείσαι. Ποίηση σημαίνει συμπύκνωση. Ως γηγενές είδος η τραγωδία έχει και την κουλτούρα μας. Συναντιόμαστε κατά κάποιον τρόπο περισσότερο με τη δική μας ταυτότητα».

Μιλήστε μου για τον Οδυσσέα…

«Ο Οδυσσέας κέρδισε τα περίφημα όπλα του Αχιλλέα, μετά τον θάνατό του, που έφτιαξε ο Ηφαιστος γιατί το ζήτησε η μητέρα του η Θέτις. Επεσε κλήρος για το ποιος θα τα πάρει ενώ κριτές αποφάσιζαν να δοθούν στον πιο ικανό. Κι εκεί είναι που γίνεται σαφές ότι η εποχή αλλάζει: Εχει τελειώσει ο ήρωας ή η γενναιότητα σωματικού τύπου και πάμε πια στον σκεπτόμενο ήρωα που μπορεί με το μυαλό να νικήσει αυτό που το σώμα δεν μπορεί να κάνει με την όποια ρώμη του – απόδειξη η πτώση της Τροίας. Οι ήρωες που ψάχνουν τον ωραίο θάνατο έχουν τελειώσει. Τώρα ψάχνουν την επιβίωση και τη νίκη. Είναι μια άλλη εποχή που ανατέλλει και την πρεσβεύει ο Οδυσσέας. Ο Αίας ήταν πολύ γενναίος – έπαιζε μόνος του μπάλα. Ξαφνικά ο Οδυσσέας λέει ότι υπάρχει και το σύστημα. Δεν αρκεί ένας Μέσι, πρέπει να υπάρχει και ένα σύστημα για να μπορέσει να κερδίσει η ομάδα χωρίς να χρειάζεται καν ένας Μέσι. Ετσι συμβαίνει. Η ικανότητα δηλαδή του ανθρώπου να πετυχαίνει πράγματα συνδυάζοντας δυνατότητες, όχι με μία. Αυτό έκανε τον άνθρωπο να επιβιώσει, και αυτό πρεσβεύει ο Οδυσσέας. Η πτώση της Τροίας έγινε με το μυαλό, την πονηριά και τον δόλο. Η αριστεία του Οδυσσέα είναι η αντικατασκοπεία».

Αλλαξαν οι ήρωες δηλαδή;

«Ο Αίας είναι ο τελευταίος επιζών ήρωας που δεν πεθαίνει στη μάχη ηρωικά αλλά κάνει τον πιο ταπεινωτικό γι’ αυτόν θάνατο. Τους ήρωες τους χρειαζόμαστε πιο πολύ νεκρούς. Αν και ο Οδυσσέας πήρε τα όπλα δικαιωματικά, καταλαβαίνει την αδικία – ο Αίας είναι ο μεγαλύτερος ήρωας μετά τον Αχιλλέα. Και όταν συνειδητοποιεί ότι θα μείνει άθαφτος, παρεμβαίνει για να επαναφέρει την ισορροπία. Γιατί εκτός από το μίσος και την εχθρότητα δεν πρέπει να ξεχνάμε τον ενάρετο – φίλο ή εχθρό».

Αλλοιώνει τον ηθοποιό η τηλεόραση;

«Ναι, μπορεί. Προσωπικά δεν με προβληματίζει τόσο η έκθεση όσο ο τρόπος δουλειάς. Δεν είμαι 25 χρόνων, είμαι 25, πολύ γεμάτα, χρόνια στο θέατρο. Γι’ αυτό και δεν έκανα νεότερος τηλεόραση, ενώ είχα προτάσεις. Δεν ήθελα να προσδιορίσει αυτό τις επιλογές μου – αλλά και για τον γιο μου, συενειδητά. Οταν ήταν μικρός δεν ήθελα να με ξέρει ο κόσμος, να πηγαίνει στο σχολείο και να του λένε είσαι ο γιος του τάδε».

Πώς την αποφύγατε;

«Οταν πήρα το βραβείο Χορν (σ.σ.: ο πρώτος, το 2001), έπεσαν όλοι πάνω μου. Εγώ δεν έκανα καμία σειρά – μόνο το «10». Κι αυτό γιατί η Πηγή Δημητρακοπούλου καθυστέρησε τα γυρίσματα για να τελειώσει «Ο ηλίθιος», όπου έπαιζα. Στο «10» – ένα αριστούργημα, αξεπέραστο – ήταν όλο το ελληνικό θέατρο».

Κι ύστερα ήρθε ο «Σασμός»;

«Ο «Σασμός» ήταν πάνω απ’ όλα επιτυχία. Η πανδημία το έκανε αυτό. Ξαφνικά οι ηθοποιοί βρεθήκαμε στον αέρα, να κάνουμε δύο μήνες πρόβα και να σταματάμε στις δέκα παραστάσεις ή, όπως στον «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου» (Εθνικό), να κάνουμε έξι μήνες πρόβα για δύο live streaming -αδιανόητο. Και αν ο Τάρλοου δεν το ‘χε πάρει προσωπικά να το πάει στο θέατρο Πορεία, τίποτα δεν θα γινόταν – δυσβάσταχτη παραγωγή. Στην πανδημία λοιπόν και ο θεατρικός ηθοποιός απελευθερώθηκε και η τηλεόραση, βλέποντας την ψαλίδα του τηλεοπτικού κοινού να ανοίγει, τον κόσμο να κάθεται σπίτι του, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τον ικανοποιήσει ως είχε. Και έφερε αυτούς που δεν μπορούσε να δει στο θέατρο στην τηλεόραση, συνδυασμός που οδήγησε στην άνθηση. Στον «Σασμό» δεν ήξερα αν αυτό που κάνουμε εκτός από το να αρέσει θα μπορούσε και να πουλήσει. Χάρηκα όμως γιατί το αναγνώρισε το κοινό -πολύ παρήγορο. Εμείς φτιάχνουμε τις προτιμήσεις του κόσμου, όχι ο κόσμος, και έχουμε ευθύνη για τις προτιμήσεις του».

«Επικίνδυνο» μέσο η τηλεόραση;

«Ναι, κατά τη γνώμη μου, για έναν νέο ηθοποιό, στην αρχή. Η θεατρική εμπειρία βάζει ψηλά τον πήχη. Αν δεν έχεις εξασκηθεί σε αυτό, δεν θα έχεις το ζητούμενο. Μαθαίνεις στον χαμηλό πήχη, γιατί αρκεί. Δεν σου ζητάει κανείς κάτι παραπάνω. Σε μένα, ξαφνικά χτύπησαν τηλέφωνα από σχήματα και παραγωγούς που ούτε φανταζόμουν. Αλλά προσπαθώ όσο μπορώ να το αποφεύγω».

Είναι όμως συγκοινωνούντα δοχεία…

«Ναι. Το θέατρο πήγε στην τηλεόραση κι από εκεί επέστρεψε στο θέατρο. Πώς όμως; Οι ηθοποιοί που έπαιζαν στο θέατρο δεύτερους, τρίτους ρόλους πάνε στην τηλεόραση, γίνονται πρώτα ονόματα και επιστρέφουν στο θέατρο ως πρώτα. Δεν είναι όμως αυτή η διαδικασία. Πας δηλαδή στην τηλεόραση για να επιστρέψεις πρωταγωνιστής; Πριν δεν ήσουν ικανός να πρωταγωνιστήσεις; Και πώς απέκτησες τα φόντα; Στην τηλεόραση…».

Εσάς τι σας λένε στον δρόμο;

«Με χαροποιεί και με συγκινεί ότι πάνω από τις μισές φορές αντί να πουν «συγχαρητήρια» μου λένε «ευχαριστώ». Σημαίνει ότι κάτι προσφέρω – εκεί είναι που λέω ότι μπορεί να το έχει ανάγκη ο άλλος κι έτσι ικανοποιούμαι και βρίσκω τη δύναμη για να συνεχίσω. Οταν έπαιζα στην «Ποίηση», ένα ζευγάρι στον δρόμο μού είπε «μη μας απογοητεύσετε». Το κράτησα αυτό. Οπότε τώρα ήταν και η στιγμή – μεγάλωσε κι ο γιος μου, έφυγαν κι οι άνθρωποι που έφυγαν, έπεσε και η πανδημία, έφυγαν κάποιες ενοχές, κάποιες επιφυλάξεις, και είπα δεν έχω και τίποτα να φοβηθώ, ας το δοκιμάσουμε… Ηρθε ο καιρός να καταλάβουμε ότι μπορεί να γίνει τηλεόραση με κάποιους από τους όρους που αφορούν κι εμάς. Και τότε αν πεις όχι θα είσαι προκατειλημμένος».

INFO:

Μετάφραση Νίκος Παναγιωτόπουλος, σκηνοθεσία Αργύρης Ξάφης.

Παίζουν: Στάθης Σταμουλακάτος, Δημήτρης Ημελλος, Γιάννης Νταλιάνης, Νίκος Χατζόπουλος, Δέσποινα Κούρτη, Εύη Σαουλίδου κ.ά.

Επίδαυρος, 29-30/7

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.