Μια κυβέρνηση δεν πέφτει επειδή υπάρχει… ασυμφωνία χαρακτήρων ανάμεσα σε κάποια κορυφαία στελέχη της. Ούτε για «ψύλλου πήδημα», που θα έλεγε και ο λαός, χωρίς δηλαδή να υπάρχουν ουσιαστικές και βαθύτερες αιτίες.
Αυτές ακριβώς τις αιτίες πρέπει να αναζητήσουν όσοι αναρωτιούνται γιατί η Ιταλία οδηγείται – πλην μεγάλου απροόπτου – σε πρόωρες εκλογές, πιθανότατα στις αρχές Οκτωβρίου. Όπως και γιατί ο Μάριο Ντράγκι, στο όνομα του οποίου έμοιαζαν να ορκίζονται σχεδόν όλοι μέχρι πρόσφατα, στιγματίστηκε από ένα τόσο ταπεινωτικό αποτέλεσμα στην ψηφοφορία που διεξήχθη στη Γερουσία για την ψήφο εμπιστοσύνης.
Οι αριθμοί μιλούν, άλλωστε, από μόνοι τους: Μόλις 95 ψήφοι υπέρ του Μάριο Ντράγκι σε σύνολο 321 γερουσιαστών, δηλαδή ποσοστό μικρότερο του 30%. Και τρία από τα τέσσερα μεγάλα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού – Κίνημα Πέντε Αστέρων, Λέγκα του Βορρά και Φόρτσα Ιτάλια – να απέχουν ή να δηλώνουν απλή παρουσία.
Το μεγάλο γιατί
Γιατί, λοιπόν, συνέβησαν όλα αυτά; Και μάλιστα, σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία για την Ιταλία και την Ευρώπη; Σε μια στιγμή που πολλοί κορυφαίοι Ευρωπαίοι πολιτικοί και σημαντικά ΜΜΕ εκθείαζαν τον Ντράγκι, τον καλούσαν να μην υποκύψει στις πιέσεις και, εμμέσως πλην σαφώς, προειδοποιούσαν όσους τον υπονομεύουν ότι θα πληρώσουν βαρύ τίμημα;
Οι αιτίες είναι, αναμφίβολα πολύ βαθιές. Και γι’ αυτό, έφτασε η στιγμή που ακόμη και ο Ντράγκι, που εκπροσωπεί ό,τι πιο δοκιμασμένο και αναγνωρίσιμο διαθέτει σήμερα το αστικό πολιτικό σύστημα της Ιταλίας, φάνηκε πολύ μικρός για να αντέξει τις φυγόκεντρες δυνάμεις στο εσωτερικό της κυβέρνησής του.
Οι κρίσεις, το χρέος, το έλλειμμα
Η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού είναι μία από τις αιτίες αυτές. Θα έπρεπε, άραγε, η κυβέρνηση να ανοίξει τα ταμεία και να δώσει ενισχύσεις προς την κοινωνία, που τόσο τις έχει ανάγκη; Ή, αντιθέτως, θα όφειλε να φανεί φειδωλή και μετρημένη, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και τη δημοσιονομική πειθαρχία η οποία, αργά ή γρήγορα, θα επιστρέψει; Πώς μεταφράζεται σε εθνικό επίπεδο το «θα κάνω ό,τι χρειαστεί» που είχε πει ο Ντράγκι ως πρόεδρος της ΕΚΤ πριν από δέκα και πλέον χρόνια για τη σωτηρία του ευρώ;
Η απάντηση στα παραπάνω παραπέμπει αυτομάτως, όπως είναι φανερό, σε μια δεύτερη αιτία της κρίσης: Τη διαχείριση του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος. Με τη Γερμανία και τον ευρωπαϊκό Βορρά να έχουν αρχίσει ήδη να δείχνουν τα «νύχια» τους, θεωρώντας εγκληματικό τον πλήρη εκτροχιασμό του Συμφώνου Σταθερότητας (και Ανάπτυξης), οι αντιθέσεις ανάμεσα στους εταίρους είχαν αρχίσει εδώ και καιρό να γίνονται πιο έντονες, αποκαλύπτοντας τις προγραμματικές τους διαφορές.
Η πλευρά αυτή μας αποκαλύπτει, αυτομάτως, την επόμενη: Την κατανομή των κονδυλίων που προέρχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης (κάπου 200 δισ. ευρώ συνολικά), που έχουν στόχο να επανακαθορίσουν τις ισορροπίες στο εσωτερικό της ιταλικής οικονομίας και να οικοδομήσουν νέες συμμαχίες – ορατές και αόρατες.
Ο πόλεμος και η Ρωσία
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν απουσιάζει, επίσης, από τη μεγάλη εικόνα. Ειδικά στη διάστασή του που αφορά τη μελλοντική σχέση ανάμεσα στην Ιταλία και τη Ρωσία, καθώς τα τρία κόμματα που στήριζαν ως χθες τον Ντράγκι έχουν σαφώς ταχθεί υπέρ μιας πιο ήπιας αντιμετώπισης της Μόσχας και του Πούτιν – και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μάλιστα, δεν είναιθ τυχαίο ότι ορισμένοι κάνουν ήδη λόγο για «γκολ» του Πούτιν στην έδρα της ΕΕ…
Δεν μπορούμε, βεβαίως, να παραλείψουμε ούτε τη φιλοδοξία του Ματέο Σαλβίνι για μεγαλύτερη αυτονομία στις περιφέρειες της βόρειας Ιταλίας, εκεί όπου βρίσκεται το προπύργιό του. Κάτι που οι υπόλοιποι αντιμετωπίζουν με… μισό μάτι, ειδικά καθώς η Ευρώπη διέρχεται μια περίοδο έντασης των εθνικισμών και των αυτονομιστικών κινημάτων (Σκοτία, Βόρειος Ιρλανδία, Καταλονία κ.λπ).
Με βάση όλα τα παραπάνω – όπως και αρκετά ακόμη – είναι φανερό ότι έκπληξη θα αποτελούσε μια εξέλιξη διαφορετική από αυτήν που έχει δρομολογηθεί – ήτοι, η μη κατάρρευση της κυβέρνησης.
Η ακροδεξιά απειλή
Ακόμη κι έτσι, όμως, ακόμη και τώρα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την Ιταλία με πρωθυπουργό είτε τον Σαλβίνι είτε την «πούρα» ακροδεξιά Τζόρτζια Μελόνι. Τόσο εντός συνόρων όσο και στις Βρυξέλλες, όπου μοιάζει να… χάνεται η μπάλα από τις παράλληλες κρίσεις. Κι αυτό, σε μια στιγμή που ο Εμανουέλ Μακρόν δεν διαθέτει πλειοψηφία στη βουλή και ο Όλαφ Σολτς αμφισβητείται πανταχόθεν.
Στην πολιτική, όμως, ποτέ μην λες ποτέ…