Ακόμη και ο Τζο Μπάιντεν υποχρεώθηκε τελικά – με την επίσκεψή του στο Ισραήλ και στη Σαουδική Αραβία – να υιοθετήσει την πολιτική του προκατόχου του, την οποία είχε προεκλογικά καταγγείλει, τη στιγμή που η βαριά σκιά του Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζει να στοιχειώνει γενικότερα την αμερικανική πολιτική ζωή. Εν όψει μάλιστα των κρίσιμων ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου, όπου το Δημοκρατικό Κόμμα κινδυνεύει να χάσει την πλειοψηφία στα δύο νομοθετικά Σώματα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο αμερικανός πρόεδρος ουσιαστικά να κυβερνήσει. Ετσι όχι μόνο εγκατέλειψε την πολιτική στήριξης των Παλαιστινίων για τη δημιουργία δύο κρατών, αλλά συναντήθηκε και με τον αιμοσταγή σαουδάραβα πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, τον οποίο είχε καταγγείλει ως υπεύθυνο για τη στυγερή δολοφονία του αντιφρονούντος Τζαμάλ Κασόγκι. Και όλα αυτά ενώ στο Κογκρέσσο αποκαλύπτονταν ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τη δράση του Τραμπ πριν καταληφθεί από τα πλήθη το Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021.
Τα στόματα άνοιξαν και πρώην συνεργάτες του Τραμπ, που ήταν παρόντες στις πολύωρες συνεδριάσεις στον Λευκό Οίκο τις κρίσιμες εκείνες ημέρες, αποκάλυψαν ότι ο περιώνυμος Ρούντι Τζουλιάνι και ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικλ Φλιν τον προέτρεψαν να συνεχίσει να ισχυρίζεται ότι υπήρξε υποκλοπή της νίκης και εκλογική νοθεία και του ζήτησαν να διατάξει τις Ενοπλες Δυνάμεις να κατάσχουν τις ηλεκτρονικές κάλπες. Ενα ξεκάθαρο στρατιωτικό πραξικόπημα δηλαδή, ενώ ο ίδιος καλούσε τις γνωστές παραστρατιωτικές οργανώσεις να καταλάβουν το Καπιτώλιο γράφοντας στο Twitter: «Να είστε όλοι εκεί. Θα είναι άγρια!». Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον κατέθεσε όμως ότι ο Τραμπ δεν είχε την ικανότητα να επιχειρήσει πραξικόπημα, καθώς έχει προσωπική πείρα για το πώς οργανώνονται τα πραξικοπήματα σε άλλες χώρες! Αυτό και αν είναι μια τεράστια κυνική ομολογία, που έρχεται να επιβεβαιώσει την αμερικανική ανάμειξη στο παρελθόν σε πραξικοπήματα κυρίως στη Λατινική Αμερική.
Το εξωφρενικό μάλιστα είναι ότι μόνο ένας στους πέντε Αμερικανούς πιστεύει ότι ο Τραμπ έθεσε σε κίνδυνο την αμερικανική δημοκρατία, γεγονός που τον ενθαρύνει για μια ακόμη φορά να εξαγγείλει τελικά την υποψηφιότητά του για το 2024, αν και μετά τα τελευταία γεγονότα η απήχησή του στο εσωτερικό το Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έχει μειωθεί. Τη στιγμή που και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Κόμματος δεν θα ήθελε, κυρίως λόγω ηλικίας, να μην είναι και πάλι υποψήφιος ο Μπάιντεν. Οταν είναι ιδιαίτερα βαρύ το κλίμα, με τον πληθωρισμό να παραμένει ανεξέλεγκτος έχοντας ξεπεράσει το 9% τον Ιούνιο (το υψηλότερο ποσοστό απο το 1981) και τις τιμές να έχουν πάρει την ανηφόρα. Ολα λοιπόν μένουν ανοιχτά στο εσωτερικό μέτωπο, ενώ και η διεθνής κρίση, με τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία συνεχώς βαθαίνει, χωρίς να διαφαίνεται μια προοπτική συνεννόησης με τον Πούτιν.