«Δυσκολότερα κατανοούν ο μέσος αναγνώστης και ο μαθητής τη δημοτική του Καζαντζάκη παρά την καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη». Θυμάμαι την αποφθεγματική διατύπωση να εκφέρεται στη διάρκεια ζωηρής συζήτησης στο πλαίσιο κάποιου παπαδιαμαντικού συνεδρίου και, όσο κι αν τη διακρίνει μια δόση υπερβολής, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι η ρήση κρύπτει νουν αληθείας.
«Ενας αργάτης πελαγίσιος είναι ο νους και είναι η δουλειά του να μολώνη το χάος» γράφει ο Καζαντζάκης στην, σε πολλούς αναγνώστες δημοφιλή, Ασκητική -σύμφωνα με κατά καιρούς φιλαναγνωστικές δημοσκοπήσεις -, αλλά πόσο κατανοητό είναι, αλήθεια, αυτό που εννοεί ο ποιητής;
Βασίλειος Α. Γεώργας- Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2022
σελ. 920, τιμή 23 ευρώ
Πολλοί αναγνώστες θα θυμούνται ακόμη την πρώτη, ίσως, επαφή με την ιδιαίτερη γλώσσα του Καζαντζάκη στη μετάφραση της γυμνασιακής Ιλιάδας, που εκπόνησε από κοινού με τον Ι. Θ. Κακριδή, με τα τρομερά επίθετα, σύνθετα από δύο και τρεις λέξεις, τον «μακροσαγιτάρη Απόλλωνα», την «κρουσταλλοβράχιονη Ηρα», την «παχιοχώματη, ανθρωποθροφούσα Φθία», τον «βροντοσκούταρο Δία», το «θεριακωμένο δάσο» και τους «μακρολαιμουδάτους κύκνους» και ρήματα που ακούγονταν εξωτικά, όπως το «ταυροκοιτάζω», το «ξαργώ», το «αντιδονίζω».
Για τους ρέκτες του καζαντζακικού σύμπαντος, το αποκορύφωμα είναι η δική του Οδύσεια, ερμητικά κλειστή σε όσους δεν κατέχουν έναν αξιόπιστο οδηγό σε αυτό το ορυχείο λέξεων που είναι το πολύστιχο magnum opus του κρητικού λογοτέχνη: «Κι ο κλεισοσπίτης στη δραγάτα ορθός κλωθογυρνάει το μάτι / στον κάμπο ως κάτω, κι άξαφνα δριμιά τον άδραξε πεθύμια / στριγγά ψηλάθε ως κυνηγάρικο γεράκι να λαλήσει» (Δ, 581-583).
Λαϊκές, σπάνιες, περιφρονημένες λέξεις
Ο Καζαντζάκης αναζητούσε λέξεις παρθένες στη ζωντανή λαϊκή γλώσσα της προφορικής παράδοσης, στα τοπικά νεοελληνικά ιδιώματα, της Κρήτης πρώτα-πρώτα αλλά και της ελληνικής υπαίθρου συνολικά. Θήρευε λέξεις σπάνιες, απροσδόκητες, λέξεις περιφρονημένες από τους αστούς λογίους. Στην αποστολή αυτή στρατολογούσε φίλους και γνωστούς. Τα ευρήματά του αξιοποιεί σε μια ιδιάζουσα δημοτική, φτιαγμένη από εκατοντάδες διαλεκτικά στοιχεία ποικίλης προέλευσης αλλά και καζαντζακικές λεξιπλασίες και νεολογισμούς, μια γλώσσα η οποία δυσκολεύει – κατά περίπτωση περισσότερο ή λιγότερο – την κατανόηση του έργου του τόσο για τον μέσο έλληνα αναγνώστη όσο και για τον ειδικό μελετητή καθώς και για τον ξένο μεταφραστή του πολυμεταφρασμένου Καζαντζάκη. Ηταν μια πραγματικότητα που γνώριζε και ο ίδιος ο Καζαντζάκης, γι’ αυτό συνέταξε και εξέδωσε μαζί με την Οδύσεια το 1938 και ένα λεξιλόγιο περίπου 1.500 δυσνόητων λέξεων. Ενα αντίστοιχο λεξιλόγιο είχε καταρτίσει και ο Παντελής Πρεβελάκης, βασισμένος σε χειρόγραφο της Οδύσειας του 1932.
Ο Καζαντζάκης αναζητούσε λέξεις σπάνιες, απροσδόκητες, λέξεις περιφρονημένες από τους αστούς λογίους. Στην αποστολή αυτή στρατολογούσε φίλους και γνωστούς
Το κενό που άφηναν τα γλωσσάρια αυτά, οι κατά καιρούς γλωσσικές μελέτες για το έργο του κρητικού συγγραφέα και τα γλωσσάρια που συνόδευαν εκδόσεις του έργου του καλύπτει τώρα το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) του Βασίλειου Α. Γεώργα, στο οποίο αποδελτιώνονται περίπου 15.000 λέξεις από τα πρωτότυπα έργα του Καζαντζάκη (μυθιστορήματα, ποιητικά, θεατρικά, ταξιδιωτικά κ.ά.), από τη μετάφραση της Θείας κωμωδίας του Δάντη και του Ηγεμόνα του Μακιαβέλι και τα άλλα βιβλία του, καθώς και από τα δυο βιβλία του (Τόντα Ράμπα και Βραχόκηπος) που πρωτοκυκλοφόρησαν στα γαλλικά και μεταφράστηκαν από άλλους στα ελληνικά. Τα λήμματα, σε αλφαβητική σειρά, συνοδεύονται από το ερμήνευμα και παραθέματα από τα έργα του Καζαντζάκη προσφέροντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο και τη χρήση της λέξης μέσα στα συμφραζόμενά της.
Ο συγγραφέας Βασίλειος Α. Γεώργας, απόφοιτος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με ειδίκευση στις Βυζαντινές και Νεοελληνικές Σπουδές, συνεργάστηκε, προτού ακολουθήσει μια σταδιοδρομία στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση, στη σύνταξη (1985-1988) του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669 του Εμμανουήλ Κριαρά, ο οποίος τον ενθάρρυνε, όπως σημειώνει ο ίδιος στην εισαγωγή του Γλωσσαρίου, να καταπιαστεί με τη γλώσσα του Καζαντζάκη, και στη σύνταξη (1987-1991) του Νέου Ελληνικού Λεξικού της Εκδοτικής Αθηνών. Με έντονο ενδιαφέρον για τη γλώσσα, έχει καταρτίσει γλωσσάρια – ακόμη ανέκδοτα – και για το έργο του Κωστή Παλαμά, του Στράτη Μυριβήλη και του Αργύρη Εφταλιώτη.
Γλωσσική και εγκυκλοπαιδική πληροφορία
Στο Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη ο συντάκτης έχει συμπεριλάβει επίσης κύρια ονόματα προσώπων (π.χ. «Ηλίας Ερενμπουργκ», «Μαίτερλιγκ», «Παναγής Σκουριώτης»), τόπων (π.χ. «Ανατολία», «Τοπλού», «Φαμαγκούστα»), εθνικοτήτων (π.χ. «Αναμίτης», «Ούννοι»), λογοτεχνικών χαρακτήρων (π.χ. «Αμλέτος») και καλλιτεχνών (π.χ. «Τισιανός») αλλά και ελληνικές και ξενικής προέλευσης λέξεις της κοινής νέας ελληνικής (π.χ. «αγιαστούρα», «γαβάθα», «κελεπούρι», «μακελειό», «ξαμολώ») καθώς και παροιμιακές φράσεις και σύνολα λέξεων που αποδίδουν μια έννοια περιφραστικά, ενώ υπάρχει και λημματολόγιο ξενόγλωσσων λέξεων και φράσεων (π.χ. «adagio», «made in England, «triomfale»). Οπωσδήποτε, όπως συχνά γίνεται σε σύγχρονα λεξικά, λήμματα και ερμηνεύματα υπερβαίνουν τα όρια της κοινής λεξικογραφικής πληροφορίας οδεύοντας προς την επικράτεια της εγκυκλοπαιδικής πληροφόρησης.
Αυτό μπορεί να αύξησε τον όγκο του Γλωσσαρίου, που κυκλοφορεί σε έναν πολυσέλιδο τόμο 920 σελίδων, αλλά ο αναγνώστης και ο μελετητής του Καζαντζάκη δεν θα παραπονεθεί γι’ αυτό. Κρατά στα χέρια του ένα Γλωσσάρι που καθιστά αχρείαστη την αναζήτηση άλλων ερμηνευτικών και βιογραφικών λεξικών και εγκυκλοπαιδειών, ενώ ταυτόχρονα σχηματίζει γρήγορα μια εικόνα της πολυστρωματικής γλώσσας του Καζαντζάκη, των γλωσσών που κατείχε, των διαβασμάτων του και των ενδιαφερόντων του.
Ο συντάκτης του Γλωσσαρίου βασίστηκε, κυρίως, σε εκδόσεις που επιμελήθηκε ο Εμμανουήλ Κάσδαγλης στις δεκαετίες του 1950 και 1960. Είναι αλήθεια ότι ο αγαπητός και πολυμεταφρασμένος Καζαντζάκης δεν έχει ευτυχήσει εκδοτικά και λείπει ακόμη μια έγκυρη έκδοση των απάντων του σε μια πλήρη σειρά αναφοράς. Προς αυτή την κατεύθυνση, το Γλωσσάρι θα είναι χρήσιμο όχι μόνο στον μέσο αναγνώστη αλλά και στους μελλοντικούς εκδότες του έργου του Καζαντζάκη και αποτελεί εφαλτήριο για την επανεκκίνηση των καζαντζακικών σπουδών από σταθερή βάση. Σε επόμενη έκδοση, θα περιμέναμε, όπως σημειώνεται η προέλευση στις λέξεις ξενικής προέλευσης (π.χ. στα τουρκικά «αγάς» και «μεϊντάνι», στο βενετικό «νταμιτζάνα», στο ιταλικό «μπριλάντι», στο βουλγαρικό «μπράτιμος»), να έχουμε πληροφορίες και για τους νεολογισμούς του Καζαντζάκη, τη συχνότητα χρήσης ορισμένων λέξεων αλλά και τις λέξεις άπαξ στο έργο του. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση, το Γλωσσάρι, καρπός πολύχρονου σχολαστικού φιλολογικού μόχθου, προβλέπουμε ότι θα αποτελέσει τη μήτρα πολλών ειδικών λεξικών του Καζαντζάκη και είναι μπροστάρης στα εκδοτικά εγχειρήματα που θα πληθύνουν καθώς το έργο του Καζαντζάκη περνά στη δημόσια σφαίρα το 2027.