Ο Τζόρτζιο Μπασάνι ανήκει κατά κοινή παραδοχή στους σημαντικότερους ιταλούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Η παραδοχή αυτή δεν ήταν αυτονόητη στη δεκαετία του 1960, όταν οι μοντερνιστές στη χώρα του τον κατηγορούσαν για ρηχό συναισθηματισμό και συμβατικότητα, ακόμη κι όταν το κορυφαίο του μυθιστόρημα Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι μεταφέρθηκε το 1970 με τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία στον κινηματογράφο από τον Βιτόριο Ντε Σίκα, που μαζί με τον Ρομπέρτο Ροσελίνι αποτελούν τους βασικούς εκπροσώπους του ιταλικού νεορεαλισμού. Η θαυμάσια ταινία βγήκε πρόσφατα ξανά στις κινηματογραφικές αίθουσες, μολονότι ο Μπασάνι απεχθανόταν τον Ντε Σίκα. Είχε μάλιστα ζητήσει να αφαιρεθεί το δικό του όνομα από τους τίτλους της ταινίας.
Το μυθιστόρημα της Φεράρας
Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής
Εκδόσεις Gutenberg, 2022
A΄ τόμος, σελ. 768, τιμή 28 ευρώ
Β΄ τόμος, σελ. 480, τιμή 25 ευρώ
Η κινηματογραφική «επιστροφή» του Μπασάνι είναι πολύ πιθανόν να οφείλεται και στην έκδοση πριν από τέσσερα χρόνια στον αγγλόφωνο κόσμο του μνημειώδους έργου του Το μυθιστόρημα της Φεράρας (εκδ. Gutenberg) που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση. Είναι ένα τεράστιο bildungsroman – μολονότι δεν είναι μόνον αυτό. Αποτελείται από τέσσερα μυθιστορήματα, ανάμεσα στα οποία και το αδιαμφισβήτητο αριστούργημά του Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι. Και εκτός από τα άλλα τρία (Τα χρυσά γυαλιά, Πίσω από την πόρτα και Ο ερωδιός) ο Μπασάνι ενέταξε εδώ και δύο συλλογές διηγημάτων: την Εντός των τειχών και τη Μυρωδιά του κομμένου χόρτου.
Ενα τέτοιο «μυθιστόρημα», όπου παρελαύνουν τρεις γενιές, από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως τις δύο δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να το χαρακτηρίσει σάγκα, αλλά δεν είναι. Τόσο τα μυθιστορήματα όσο και τα διηγήματα της αρχής και του τέλους έχουν την αυτονομία τους. Διαμορφώνουν όμως έναν περίπλοκο ιστό, όπου βρίσκονται παγιδευμένοι οι χαρακτήρες. Αν λοιπόν υπάρχει ένας πρωταγωνιστής, όπως πολύ σωστά τονίζει ο μεταφραστής Γιώργος Κεντρωτής στον πρόλογό του, αυτή είναι μια ιστορική πόλη, η Φεράρα, διόλου μικρότερης σημασίας σε σχέση με άλλες πόλεις της Κεντρικής Ιταλίας και του αντίστοιχου Βορρά. Κι αν ένα μείζον ιστορικό γεγονός ορίζει τη ζωή και τη μοίρα των κατοίκων της πόλης είναι οι φυλετικοί νόμοι του 1938. Η φασιστική Ιταλία ως τότε δεν ήταν ρατσιστικό κράτος. Πολλοί εβραίοι μάλιστα, συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα του Μπασάνι, ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του μουσολινικού καθεστώτος.
Εξαιτίας των φυλετικών νόμων οι Ιταλοί εβραϊκής καταγωγής απαγορευόταν να καταλάβουν θέσεις στο Δημόσιο ή τα πανεπιστήμια και θα έπρεπε να ζήσουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Αλλά και τότε ακόμη δεν τους έστελναν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Αυτό συνέβη το 1943, όταν κατέρρευσε το καθεστώς και δημιουργήθηκε η λεγόμενη Δημοκρατία του Σαλό, στην οποία ουσιαστικά κουμάντο έκαναν οι Γερμανοί. Τότε, σύμφωνα με τον Μπασάνι, από τους 400 Εβραίους της Φεράρας οι 183 στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και μόνο ένας επέστρεψε ζωντανός.
Παρά ταύτα, στο πολλαπλό αυτό μυθιστόρημα ο Μπασάνι δεν αναφέρεται τόσο στο δράμα των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης όσο στον φόβο, την προδοσία και την αναγκαστική ή μη παραίτηση. Η προδοσία μολύνει τις ανθρώπινες σχέσεις και υπάρχει παντού – ακόμη και στον έρωτα. Σε όλα υπάρχει το ρίσκο της απόρριψης. Γι’ αυτό και αρκετοί από τους χαρακτήρες του εξαιτίας του φόβου της σκληρότητας προτιμούν να απομακρυνθούν από τη ζωή – κι ας επιθυμούν κατά βάθος την επαφή, την τρυφερότητα και τη συναλληλία. Κι όταν τις συναντήσουν, συχνά οι συνέπειες είναι καταστροφικές. Πολύ χαρακτηριστική είναι η ιστορία του ωτορινολαρυγγολόγου Αθου Φαντιγκάτι στα Χρυσά γυαλιά, που φτάνει νέος από τη Βενετία κι ανοίγει το καλύτερο ιατρείο στη Φεράρα. Ολοι τον συμπαθούν και τον εκτιμούν και μολονότι γνωρίζουν πως είναι ομοφυλόφιλος αυτό δεν τους απασχολεί όσο ο γιατρός παραμένει διακριτικός. Οταν όμως κυριεύεται από το πάθος και δημιουργεί ανοιχτά σχέση μ’ έναν νεαρό, η κοινή γνώμη θα μεταστραφεί κι εκείνος θα έχει τραγικό τέλος.
Μια οικογένεια μέσα σε τοίχους
Στον Κήπο των Φίνζι-Κοντίνι ο νεαρός Τζόρτζιο, γόνος ευκατάστατης εβραϊκής οικογένειας, θα γνωρίσει και θα ερωτευθεί τη Μικόλ της αριστοκρατικής – κι επίσης εβραϊκής – οικογένειας των Φίντζι-Κοντίνι. Θα τους επισκέπτεται στο περιτειχισμένο τεράστιο κτήμα τους αλλά η Μικόλ ούτε τον ενθαρρύνει ούτε τον αποθαρρύνει. Η οικογένεια ζει στον δικό της κόσμο. Για την ακρίβεια, το κάθε μέλος έχει τον δικό του, όπως η Μικόλ που διαθέτει μια συλλογή από υπέροχα γυάλινα βενετσιάνικα αντικείμενα και διαβάζει μια σπουδαία αμερικανίδα ποιήτρια που ζούσε στο σπίτι της απομονωμένη από τον κόσμο: την Εμιλι Ντίκινσον. Μήπως άραγε αυτός είναι ο πολιτισμός, αναρωτιέται ο αφηγητής (κι εδώ δεν είναι τυχαίο που η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, όπως και σε άλλα μυθιστορήματα και διηγήματα του τόμου).
Στο μυθιστόρημα του Τζόρτζιο Μπασάνι δεν έχουμε να κάνουμε με μικρόκοσμο, αλλά με έναν ολόκληρο κόσμο, στην πραγματικότητα με την ίδια την κοινωνία, με τους συμβιβασμούς και τον τρόπο που αναγνώριζε τον εαυτό της
Αναρωτιέσαι ωστόσο: πώς μπορεί κανείς να ζει χωρίς να έρχεται σε επαφή με τον κόσμο; Για ποιον λόγο τα μέλη της οικογένειας των Φίντζι-Κοντίνι όταν συζητούν μεταξύ τους, παρά το υψηλό επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας που διαθέτουν, μιλούν για πράγματα αδιάφορα, λες και το ενδοοικογενειακό περιβάλλον είναι κι εκείνο αδιάφορο, μια κάψουλα αυτοπροστασίας, χωρίς να μπορεί κάποιος να πει ποια είναι ακριβώς; Αυτό δεν μπορεί ούτε ο αναγνώστης να το πει.
Το αινιγματικό στοιχείο καθιστά τούτο το μυθιστόρημα μαγικό. Η ζωή στο τεράστιο κτήμα των Φίντζι-Κοντίνι συνεχίζεται όπως και πριν, ακόμη κι όταν επιβάλλονται το 1938 οι φυλετικοί νόμοι. Συνεχίζεται όμως ή δεν είχε αρχίσει ποτέ, αφού επαναλαμβάνονται τα ίδια και τα ίδια λες και ο χρόνος έχει σταματήσει; Οι φυλετικοί νόμοι έχουν αποκλείσει τους Εβραίους από την κοινωνική ζωή. Αλλά η ζωή στο κτήμα προχωρά σαν να μη συνέβη τίποτε. Οι Εβραίοι, λόγου χάρη, που δεν μπορούν πλέον να παίζουν τένις στους συλλόγους θα μπορούν να το κάνουν στο κτήμα των Φίντζι-Κοντίνι που διαθέτει γήπεδο τένις. Το τένις είναι η αυταπάτη της επαφής με τους άλλους, αλλά σε πολύ περιορισμένο επίπεδο.
Η Μικόλ, μια εκπληκτική φιγούρα, «παίζει» με τον αφηγητή διότι είναι αντικείμενο του πόθου και το ξέρει. Εκείνος θα προσπαθήσει να τη συγκινήσει. Μάταια. Ωσπου θα έρθει το καταστροφικό τέλος. Οι Φίντζι-Κοντίνι θα συλληφθούν, θα μεταφερθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και θα εξοντωθούν.
Η άβυσσος και το τραύμα
Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί στο πλήθος των ιστοριών που είναι ενσωματωμένες σ’ αυτό το μεγάλο έργο: Τα άτομα που βρίσκονται απέναντι στην κοινωνία, εκείνα που δεν θέλουν να βρεθούν απέναντι στον εαυτό τους, όσα δεν μπορούν να απαλλαγούν από τις σκληρές εμπειρίες που τα σημάδεψαν κι αυτά που δεν βρίσκουν κανένα νόημα σε τίποτε. Δεν πρόκειται για μικρόκοσμο, αλλά για ολόκληρο κόσμο, στην πραγματικότητα για την ίδια την κοινωνία, με τους συμβιβασμούς και τον τρόπο που αναγνώριζε τον εαυτό της. Μπροστά στην άβυσσο υπάρχει το τραύμα και τότε η ενοχή μοιάζει με πολυτέλεια.
Μολονότι οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι εβραϊκής καταγωγής, οι «εθνικοί» δεν απουσιάζουν από τον περίπλοκο ιστό των αφηγήσεων. Ο Μπασάνι δεν περιορίζεται στην ψυχολογική – αν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε – ανάλυση των χαρακτήρων παρά δίνει ιδιαίτερη προσοχή και στον περίγυρο: στους δρόμους, τα καφενεία, τα κτίσματα, τη φύση γύρω από τη Φεράρα, την τοπογραφία γενικά. Είναι εντυπωσιακό επίσης το πόσο συχνά χρησιμοποιεί το ποδήλατο, που είναι εξαιρετικά χρήσιμο για όσους δεν θέλουν να έχουν πολλά-πολλά με τον έξω κόσμο. Το ποδήλατο τους προσφέρει την ευχέρεια να κινούνται ελεύθερα και να είναι μόνοι με τον εαυτό τους.
Το «μάτι» της κάμερας
Στο Μυθιστόρημα της Φεράρας δεν έχουμε μόνο μια κοινωνία μεγάλων αλλά και παιδιών, κι εφήβων, όσων εξαιτίας των διωγμών και του πολέμου μεγαλώνουν απότομα. Υπάρχει επίσης συνεχής κίνηση μέσα στον χρόνο, από το παρελθόν στο παρόν και αντιστρόφως, μια ποιητική της άμεσης καταγραφής και των αναμνήσεων που μόνον οι πρώτης κατηγορίας αφηγητές μπορούν να την αξιοποιήσουν, όπως ο Μπασάνι, που ξεκίνησε ως ποιητής για να περάσει σε ώριμη ηλικία στην πρόζα. Ο συγγραφέας είναι σαν να κρατάει μια κάμερα και να την κινεί με απίστευτη ευχέρεια πίσω-μπρος. Εστιάζοντας στις λεπτομέρειες μέσα στις οποίες αποκαλύπτεται ο εσωτερικός κόσμος των χαρακτήρων, όχι τόσο στα όσα λένε όσο στα όσα δεν ομολογούν. Η αισθηματολογία και η συμβατικότητα επομένως που του καταλόγισαν οι μοντερνιστές, απλούστατα δεν υπάρχουν.
Δεν υπάρχει συγγραφέας πρώτης γραμμής που στις ευτυχισμένες του στιγμές να μην αποκαλύπτει τον εαυτό του. Οχι βέβαια με εξομολογητικό τρόπο, αλλά μέσα από τις κρυφές αρμογές της αφήγησης. Με την έννοια αυτή πολύ χαρακτηριστικό είναι το τελευταίο από τα μυθιστορήματα, ο Ερωδιός, όπου ο εβραίος κτηματίας Εντγκάρντο Λαμεντίνι, στη μεταπολεμική εποχή, αποξενωμένος από τη γυναίκα του και τους εργάτες του κτήματός του, αποφασίζει να «επιστρέψει» στο κυνήγι, αλλά πηγαίνοντας να σκοτώσει πάπιες σε μια γειτονική πόλη δεν μπορεί να το κάνει κι αποφασίζει να αφαιρέσει τη δική του ζωή.
Το υπαρξιακό του δράμα περιέχει μια γλυκιά μελαγχολία που δεν αφήνει ασυγκίνητο τον αναγνώστη. Ο ευαίσθητος κι ευφυής Μπασάνι κλείνει το μυθιστόρημα χωρίς να μας λέει αν ο Εντγκάρντο έκανε πραγματικότητα την απόφασή του. Ο Μπασάνι είπε αργότερα ότι το βιβλίο αυτό ήταν ένας τρόπος να ξεφύγει από τη μακρά κατάθλιψη που τον βασάνιζε.
«Το ύφος είναι ο άνθρωπος»
Αν «το ύφος είναι ο άνθρωπος», κατά τον Μπυφόν, αυτό για την πρόζα του τελειομανούς Μπασάνι ισχύει στον υπερθετικό βαθμό. Γι’ αυτό και τα έξι «βιβλία» που απαρτίζουν το Μυθιστόρημα της Φεράρας τα επεξεργάστηκε ξανά όταν αποφάσισε το 1974 να τα εντάξει σε ένα ενιαίο σύνολο. Δεν είναι ανάγκη ο αναγνώστης να πάρει τοις μετρητοίς την άποψη διαφόρων ότι τα διηγήματα των δύο τόμων είναι κατώτερα των μυθιστορημάτων. Ο γράφων πιστεύει πως είναι η καλύτερη είσοδος και έξοδος από τα μυθιστορήματα. Επιβεβαιώνουν πως σε τέτοιες περιπτώσεις ο συγγραφέας πάντα ξέρει κάτι παραπάνω από τους κριτικούς.
Ενα τόσο φιλόδοξο, εκτενές κι εντυπωσιακό έργο χρειαζόταν κι έναν χαλκέντερο μεταφραστή. Τον βρήκε στο πρόσωπο του Γιώργου Κεντρωτή που φρόντισε επιπλέον να εφοδιάσει το έργο με πλήθος αναγκαίες σημειώσεις στο τέλος του κάθε τόμου. Κι είναι προς τιμήν του που περιόρισε τον πρόλογό του στις επτά σελίδες και δεν έγραψε ένα σχοινοτενές κείμενο να το βάλει σαν σκαλωσιά πάνω στο έργο, όπως συμβαίνει, δυστυχώς, τόσο συχνά τη σήμερον ημέρα.