Το τελευταίο εξάμηνο – και πάνω που η Ευρωπαϊκή Ενωση ετοιμαζόταν να κάνει μια ενθαρρυντική έξοδο από την ύφεση της πανδημίας στην αειφόρο και ψηφιακή ανάπτυξη – της ήρθαν πολλές αναποδιές για τις οποίες όχι μόνο προετοιμασμένη δεν ήταν, αλλά ούτε καν τις υποψιαζόταν.
Πρώτη και πιο απειλητική η βαριά ενεργειακή κρίση που εκτόξευσε τον πληθωρισμό και ήδη πλήττει τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και μάλιστα τους πιο ευάλωτους πολίτες. Ακολουθεί η δοκιμασία των κυβερνήσεων της ΕΕ ιδιαίτερα στις μεγάλες χώρες, είτε λόγω αδυναμίας να βρουν μια στρατηγική διεξόδου (όπως η Γερμανία) είτε λόγω εσωτερικών συγκρούσεων (όπως στη Γαλλία) ή ακόμη και αδιαφορίας να συμβάλουν σε μια κοινή προσπάθεια (όπως η Ισπανία). Ακόμη και η στήριξη του Ντράγκι στην Ιταλία είναι επισφαλής αφού παρέχεται κατά δόσεις από έναν αστέρα της κωμωδίας!
Σε αυτά τα προβλήματα ήρθε να προστεθεί η σημαντική εξασθένηση του ευρώ, που μέχρι σήμερα ήταν απόδειξη ότι παρά τις εσωτερικές αντινομίες της ΕΕ αποτελούσε το ακατάβλητο σύμβολο της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της κοινής προοπτικής. Ενα άλλο ανησυχητικό φαινόμενο είναι η επανεμφάνιση του σκληρού γερμανικού πυρήνα που θέλει να στοχοποιήσει τις χώρες του Νότου για τα υψηλά χρέη που έχουν, να τις θεωρήσει ότι δίνουν τις αφορμές για την εξασθένηση της ευρωζώνης και τελικά να τους επιβάλει νέα πλαίσια λιτότητας μέσα στην κρίση!
Απέναντι σε αυτό το σκαιό ενδεχόμενο πρέπει να αναζητηθούν άλλες προοπτικές που θα ελαττώσουν το κόστος και θα συντομεύσουν την περίοδο δοκιμασίας των ευρωπαίων πολιτών. Αν το επιτύχουν, θα είναι ευκολότερο η κοινή γνώμη να ενστερνιστεί τις αρχές και τις αξίες που πρυτάνευσαν για να καταδικαστεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και αποτέλεσαν την αφορμή της ενεργειακής καταιγίδας. Διαφορετικά μην αποκλείουμε ότι – υπό το βάρος της ύφεσης και της ακρίβειας – θα δούμε να φυτρώνει ένα κύμα κατευνασμού του εισβολέα και επιδίωξης της πάση θυσία ανακωχής, πράγμα που θα τραυματίσει το αξιακό ευρωπαϊκό οικοδόμημα και τους φιλόδοξους στόχους που έθεσε πριν από λίγους μήνες.
Εχουμε λοιπόν και λέμε για τις αναγκαίες στρατηγικές κινήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης: Εφόσον ο μηχανισμός της επερχόμενης ασφυξίας θα λειτουργήσει μέσω της οικονομίας και του κόστους ζωής, οικονομική πρέπει να είναι και η απάντηση που θα στοχεύει να αντισταθμίσει τις παρενέργειες της ακρίβειας στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Με απλούστερα λόγια, αυτό σημαίνει ότι το επιπλέον κόστος ενεργειακών υλών που προκάλεσαν ο πόλεμος και η αποφασιστική καταδίκη της Ρωσίας κάποιος πρέπει να το πληρώσει και αυτός θα είναι μια συλλογικότητα της ΕΕ.
Με το Ταμείο Ανάκαμψης που εγκρίθηκε το 2020 για να αντιμετωπίσει την πανδημία δημιουργήθηκε η νομική βάση για παρόμοια εγχειρήματα στο μέλλον, μένει όμως κάθε φορά να ξεκαθαρίζει ποιες χώρες θα αναλαμβάνουν το κύριο βάρος χρηματοδότησης όταν κάποτε έλθει η ώρα της εξόφλησης. Με τα σημερινά δεδομένα οικονομικής ισχύος στην ΕΕ, πρωταγωνιστικό ρόλο στη χρηματοδότηση θα αναλάβουν προφανώς η Γερμανία και άλλες βόρειες χώρες, όμως αυτό πλέον συναντά τη σθεναρή αντίδρασή της. Αφενός γιατί η ίδια πλήττεται ισχυρά από την ενεργειακή καταιγίδα και αφετέρου επειδή θεωρεί ότι οι νότιες χώρες παραμένουν σπάταλες και δεν μπορούν διαρκώς να επιβραβεύονται με πακέτα διάσωσης και βοήθειας. Τα επιχειρήματα αυτά όμως δεν αντέχουν στην κοινή λογική και πιο συγκεκριμένα:
Είναι γεγονός ότι όλες σχεδόν οι χώρες της ΕΕ επιδίωξαν και πέτυχαν να έχουν μια συνεργασία με τη μετα-κομμουνιστική Ρωσία, ακόμα και αν δεν υπήρχαν πάντα τα εχέγγυα αξιοπιστίας από πλευράς της. Μακράν η πιο πρόθυμη για στενή συνεργασία υπήρξε η Γερμανία και σε μεγάλο βαθμό δικαίως, αφού η Ρωσία τελικά αποδέχθηκε την ιστορική επανένωση των δύο κρατών και τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Στη συνέχεια η Γερμανία υιοθέτησε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο ενεργειακής τροφοδοσίας από τη Ρωσία, που αποδείχθηκε καθοριστική για την οικονομική της ακμή. Παρέβλεψε όμως να λάβει ακόμα και στοιχειώδεις εξασφαλίσεις για την περίπτωση που υπήρχε μια αθέτηση της συμφωνίας ή έστω να φροντίσει για τη δημιουργία εφεδρειών αν προέκυπτε κάποιο τεχνικό κώλυμα στη ροή της.
Αν και επί δεκαετίες η Γερμανία καυχιόταν ότι συνιστά την οικονομική, τεχνολογική και εξαγωγική πρωτοπορία της ΕΕ, καμία υποψία δεν είχε ότι αν έπεφτε στον λάκκο με την ύφεση μοιραία θα παρέσυρε, λόγω ακριβώς αυτής της υπεροχής, και τις άλλες οικονομίες της ευρωζώνης. Ετσι φτάσαμε στη σημερινή παράδοξη κατάσταση η μεν Γερμανία να στερείται εφεδρείας φυσικού αερίου και να εκλιπαρεί να αγοράσει από την Ιταλία που είχε προνοήσει καλύτερα για την κακή την ώρα.
Νομίζω ότι τα πράγματα μπορούν εύκολα να ξεκαθαρίσουν αν λάβουμε υπ’ όψιν μας δύο δεδομένα: Το ένα είναι ότι ο ενεργειακός κίνδυνος διατρέχει μεν σήμερα όλη την ΕΕ, αλλά η ευθύνη και το κόστος αγνόησης του κινδύνου κατανέμονται αναλογικά προς τα μερίδια των συναλλαγών που είχε κάθε χώρα με τη Ρωσία. Κατά συνέπεια η Γερμανία οφείλει τώρα να αναλάβει το κύριο κόστος επανόρθωσης αυτής της ιστορικά αδικαιολόγητης αμέλειας και να πρωτοστατήσει στην έγκριση ενός πακέτου χρηματοδότησης των εκπτώσεων στις τελικές τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου. Προφανώς η δική της συμμετοχή στο πακέτο σημαίνει μια μεταφορά πόρων από τη δική της οικονομία στις άλλες και κυρίως τις νότιες, αλλά αυτό δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά μια μεταχρονολογημένη επιταγή της κερδοφορίας που απόλαυσε λόγω των προνομιακών ενεργειακών σχέσεων που είχε με τη Ρωσία επί δεκαετίες.
Κατά μια ευτυχή συγκυρία, μια τέτοια πολιτική απόφαση θα επιδράσει ευνοϊκά και στην εξέλιξη του χρέους που έχουν διάφορες χώρες της ευρωζώνης. Στις μεν χώρες του Νότου, η επιβάρυνση του χρέους θα γίνει μικρότερη αφού η στήριξη των νοικοκυριών θα γίνεται αμιγώς από ευρωπαϊκούς πόρους. Ενώ στη Γερμανία και στις βόρειες χώρες η ανάληψη του κύριου μέρους χρηματοδότησης θα αυξήσει λίγο το δικό τους χρέος, χωρίς όμως να μεταδώσει κανενός είδους ανησυχία στις αγορές. Θα είναι μια καλή αρχή για όλους.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.