Η Ελλάδα μοιάζει να ζει σε μια διαρκή κρίση από το 2009 ως σήμερα. Ως οικονομική, μεταναστευτική, ελληνοτουρκική, υγειονομική και, πλέον, πολεμική/ενεργειακή, αυτή η κατάσταση «πολυκρίσεων» που διέρχεται η χώρα μας περιγράφεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο από έναν άνθρωπο που έζησε από πρώτο χέρι την αρχική, και ίσως πιο βάναυση περίοδό της, αυτήν από το 2009 ως το 2015.
«Εκδοχές Πολέμου 2009-2022. Μια συζήτηση με τον Γιώργο Κουβαρά για το παρασκήνιο της οικονομικής κρίσης και όσα ακολούθησαν», εκδόσεις Πατάκη
Στο νέο βιβλίο του με τίτλο «Εκδοχές Πολέμου 2009-2022» (που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις Εκδόσεις Πατάκη), ο Ευάγγελος Βενιζέλος (πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, υπουργός Οικονομικών, υπουργός Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας την «καυτή» πενταετία 2009-2014) συζητά με τον συνάδελφο Γιώργο Κουβαρά για το παρασκήνιο της οικονομικής κρίσης και όσα ακολούθησαν, φέρνοντας το νήμα ως το σήμερα.
«Το Βήμα» προδημοσιεύει ένα εκτενές απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου.
Ενας λόγος που μας οδήγησε, χωρίς επίγνωση, στην κρίση της δεκαετίας 2009-2019 ήταν ότι δεν μπορούσαμε να τοποθετήσουμε τη χώρα μας σε αυτό που συμβαίνει διεθνώς, ότι είχαμε εναποθέσει τις ελπίδες μας και τις βεβαιότητές μας στο γεγονός ότι είμαστε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωζώνης και στην εντύπωση ότι δεν κινδυνεύουμε από τίποτα, ότι υπάρχει ένας θώρακας ο οποίος θα μας προστατεύσει σε τελική ανάλυση. Δεν είχαμε αντιληφθεί πώς λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ενωση, πόσο σκληρή και διαρκής είναι η διακυβερνητική διαπραγμάτευση που διεξάγεται στο εσωτερικό της, πόσο μεγάλες είναι οι θεσμικές, οικονομικές, αναπτυξιακές, δημοσιονομικές ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών. Δεν είχαμε αντιληφθεί πόσο «μικραίνει» η Ευρώπη, πόσο γηράσκει και πόσο απομακρύνεται από το επίκεντρο της διεθνούς οικονομίας αλλά και της διεθνούς πολιτικής. Πώς αναδεικνύονται και ενεργούν άλλοι παίκτες, πώς αναδιατάσσεται στρατηγικά η έννοια της Δύσης. Πώς διαμορφώνεται το νέο πλαίσιο των ευρωαμερικανικών και, μέσα σε αυτό, των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Τι γίνεται με τους άλλους μεγάλους διεθνείς παράγοντες, όπως η Κίνα και η Ινδία. Αν είχαμε επαρκή αίσθηση των διεθνών συμφραζομένων θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε καλύτερα και τον ρόλο και τη συγκριτική θέση της Τουρκίας, η οποία είναι πάρα πολύ κρίσιμη για εμάς. Η ανάλυσή μας πρέπει συνεπώς να είναι πάντα πολύ πιο συνθέτη.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση είχε περάσει δεκαετίες ολόκληρες – θα έθετα ως συμβολική αφετηρία τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 – πιστεύοντας ότι έχει επέλθει το τέλος της Ιστορίας. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι το μεγάλο βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, μετά την κατάρρευση του Τείχους. Η Ευρωπαϊκή Ενωση θεωρούσε ότι από τότε ζει υπό «φυσιολογικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως». Θεωρούσε ότι δεν θα αντιμετωπίσει κρίσεις και έτσι βρέθηκε απροετοίμαστη μπροστά στην οικονομική κρίση, κατ’ αρχάς στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού το 2007-2008. Αντιδρά κάπως, αλλά η αντίδρασή της είναι ανεπαρκής. Με αποτέλεσμα όταν ξεσπά η ελληνική κρίση το 2009 να μην μπορεί να αντιδράσει με την ταχύτητα και την πληρότητα που απαιτείται.
Εκπαιδεύεται όμως η Ευρωπαϊκή Ενωση κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στο «Εργαστήριον η Ελλάς», όπως συνηθίζω να λέω. Ή, για να το πω ακόμη πιο γλαφυρά, στου «κασίδη το κεφάλι», όπου δυστυχώς εμείς είμαστε αυτός ο «κασίδης» ο οποίος υφίσταται τις συνέπειες της ευρωπαϊκής αμηχανίας. Αυτό φάνηκε στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Ενωση στην οικονομική διάσταση της κρίσης της πανδημίας. Είχαν προετοιμαστεί όχι μόνο οι αντιλήψεις αλλά και οι θεσμοί. Διότι είχε μεσολαβήσει η αλλαγή στο σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης που επέτρεπε να ληφθούν πιο ριζοσπαστικά μέτρα, τα οποία φτάνουν μέχρι το Ταμείο Ανάκαμψης και την έκδοση κοινού χρέους.
Κατ’ αρχάς εξαιτίας της ελληνικής εμπειρίας διαμορφώθηκαν νέοι θεσμοί. Τροποποιήθηκε το άρθρο 136 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καλλιεργήθηκε η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, συγκροτήθηκε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, ο ESM, οργανώθηκαν τα πρώτα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Το πρώτο πρόγραμμα ήταν άλλωστε σχεδιασμένο για τις χώρες σε μνημόνιο, το περιβόητο OMT, που δεν εφαρμόστηκε αλλά η ύπαρξη και η εξαγγελία του βοήθησε να εξομαλυνθεί η σχέση των κρατών-μελών με τις αγορές. Επίσης, είναι γνωστό ότι εμείς δεν μετέχουμε στο κανονικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP), δεν είμαστε ακόμη επιλέξιμη χώρα, αλλά στο πανδημικό πρόγραμμα (PEPP) μετείχαμε. Ολες αυτές οι εξελίξεις έχουν την καταγωγή τους στην ελληνική εμπειρία, στον αυτοσχεδιασμό που έπρεπε να γίνει τότε.
Με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία η Ευρώπη αντιλαμβάνεται ότι τα παραδοσιακά προβλήματα ασφάλειας, αυτά για τα οποία γεννήθηκε το ΝΑΤΟ στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου, αυτά για τα οποία έχει παραδοθεί ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ασφάλειας στα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών ήδη από την τελευταία φάση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έχουν τελειώσει. Ο πόλεμος, η πυρηνική απειλή, ο κίνδυνος διαταραχής της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, η αβεβαιότητα για τη μοίρα των ανθρώπων, η πιθανότητα της προσφυγιάς, η απειλή να χάσεις το κεκτημένο σου αφορούν ξανά όλη την Ευρώπη. Αυτή είναι μια συγκλονιστική πρόσληψη η οποία αλλάζει και τη συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Είναι πολύ δύσκολο για μια κοινωνία όπως η ελληνική να συνειδητοποιήσει ότι η κανονικότητά της είναι η κρίση. Οτι τώρα πια αυτό που ονομάζεται «φυσιολογική συνθήκη» δεν είναι μια ανυποψίαστη και εφησυχασμένη κατάσταση, αλλά είναι κάτι το οποίο πάντα πρέπει να το προστατεύεις. Υπό την έννοια αυτή χρειάζεται μια πιο μάχιμη και μαχητική αντίληψη για το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά και για το εθνικό μας κεκτημένο. Ως εκ τούτου χρειάζεται μεγαλύτερη ευελιξία, μεγαλύτερη προνοητικότητα, ικανότητα να προλαβαίνεις τις διεθνείς αντιδράσεις οι οποίες μπορεί να σε αφορούν. Διότι το ζήτημα δεν είναι τι αποφάσεις παίρνεις εσύ σε εθνικό επίπεδο, αλλά πώς εντάσσονται οι δικές σου αποφάσεις και η δική σου προβλεπτικότητα ή μυωπία σε ένα περιφερειακό και σε ένα διεθνές σκηνικό.
Νομίζω ότι αυτό θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουμε μάθει μετά από τη σκληρή εμπειρία της οικονομικής κρίσης, και βεβαίως μετά την εμπειρία της πανδημίας και μετά από την απροκάλυπτη ρωσική εισβολή και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η μετάβαση από την οικονομική κρίση στην πανδημική κρίση, από την υγειονομική κρίση σε μια νέα οικονομική κρίση, από την οικονομική κρίση στην πολεμική κρίση, που τροφοδοτεί μια νέα ενεργειακή και οικονομική κρίση, μετατρέπει τα πάντα σε μια διαρκή πολιτική κρίση. Υπάρχει ένα βαθύ πλέον πρόβλημα πολιτικής υποαντιπροσώπευσης της κοινωνίας. Το κομματικό σύστημα είναι στενότερο της κοινωνίας και στενότερο των προβλημάτων. Πρέπει συνεπώς να μελετήσουμε σε βάθος τι συνέβη την περίοδο 2009-2019, όχι μόνο ή κυρίως για λόγους ιστορικούς, αλλά για να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι εν όψει των πυκνών και απροσδόκητων προκλήσεων του μέλλοντος.
Θα έπρεπε να έχουμε μάθει και συνειδητοποιήσει πάρα πολλά πράγματα, αλλά, δυστυχώς, υπάρχει μια φυσική ίσως ροπή προς το εύκολο, προς το «κανονικό», προς το «φυσιολογικό». Ο διάχυτος λαϊκισμός έχει την τάση να εξωραΐζει τα πράγματα, να συγκαλύπτει την αλήθεια, να αποκοιμίζει. Κανείς δεν θέλει να συμβιώνει με την αίσθηση της κρίσης. Ολοι θέλουν να επιστρέφουν το ταχύτερο δυνατό – αυτό σημαίνει και πρόωρα – στη θαλπωρή της κανονικότητας. Ο πρώτος προφανής κίνδυνος είναι ότι μπορεί να χάσουμε πολύ γρήγορα και άδικα το μεγάλο κεκτημένο της δεκαετίας 2009-2019, που είναι το κεκτημένο της δημοσιονομικής επίγνωσης. Το θεμελιώδες συνεπώς είναι να διατηρούμε και να εξασκούμε ως έθνος την αίσθηση που απαιτείται ώστε να βλέπεις τι συμβαίνει, να καταλαβαίνεις τις δυσάρεστες πιθανότητες, να αφουγκράζεσαι τις προειδοποιήσεις, τους θορύβους, τις κινήσεις, σαν να είσαι στο πεδίο μάχης.