Η πολιτική κρίση στην Ιταλία σίγουρα δεν ξεκίνησε με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι από τον Μάρτιο του 2018, που έγιναν οι τελευταίες εκλογές στην Ιταλία, είχαμε τρεις παραλλαγές κυβερνήσεων: τη συγκυβέρνησης ανάμεσα στο Κίνημα των 5 αστεριών και την Ακροδεξιά Λέγκα, τη συγκυβέρνηση των 5 Αστεριών με την Κεντροαριστερά και τελικά από το 2021 και μετά την κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Μάριο Ντράγκι.
Όλα αυτά σαφώς παραπέμπουν σε μια πολιτική ρευστότητα που αποτυπώνει και την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αντιστοιχηθεί με τις δυναμικές στην κοινωνίας, με αποτέλεσμα αυτόν τον κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού και την αδυναμία να υπάρξει ένα ισχυρό πολιτικό μπλοκ.
Όμως είναι ταυτόχρονα σαφές ότι στην Ιταλία η πολιτική κρίση επιταχύνθηκε από την κατάσταση της οικονομίας και το πώς αυτή συνδέεται με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η ιταλική οικονομία και ο πόλεμος
Η Ιταλία είναι μια χώρα που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο φυσικό αέριο για την παραγωγή ενέργειας. Μάλιστα, η συμμετοχή του φυσικού αερίου στη συνολική παραγωγή ενέργειας στην Ιταλία είναι μία από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Επιπλέον, μεγάλο μέρος αυτού του φυσικού αερίου έρχεται από τη Ρωσία. Μάλιστα, το ποσοστό εδώ είναι μεγαλύτερο και από αυτό της Γερμανίας. Έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια να αναζητηθούν εναλλακτικές πηγές φυσικού αερίου, π.χ. από την Αλγερία, αλλά θα πάρουν καιρό μέχρι να αποδώσουν πραγματικά.
Αυτό εκ των πραγμάτων γεννά μια πίεση στην ιταλική οικονομία και γιατί οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας πλήττουν άμεσα κρίσιμα τμήματα της ιταλικής κοινωνίας και γιατί όλα αυτά ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις που με τη σειρά τους επίσης παροξύνουν τα κοινωνικά προβλήματα.
Στην Ιταλία όλα αυτά συναντιούνται με μια ακόμη παράμετρο ανησυχίας που είναι το χρέος. Η χώρα αναμένεται να φτάσει στο τέλος του χρόνου σε ένα ύψος χρέους στο 148% του ΑΕΠ. Την ίδια ώρα έχει ήδη καταγραφεί αύξηση του spread ανάμεσα στα επιτόκια των δεκαετών ιταλικών και γερμανικών ομολόγων, που στις 15 Ιουλίου κινούνταν στις 221 μονάδες βάσης.
Θυμίζουμε ότι η ζώνη αυτή ανάμεσα στο 2-2,5% παραδοσιακά θεωρείται μια «ζώνη κινδύνου» για την ΕΚΤ, που στο παρελθόν έχει εκφράσει ανησυχία όποτε το spread έφτανε σε τέτοιο επίπεδο.
Εύλογο είναι να περιμένει κανείς έναν δύσκολο χειμώνα και ως προς την κατάσταση της οικονομίας και ως προς την ενέργεια, ιδίως εάν κλείσουν ακόμη περισσότερο οι στρόφιγγες του ρωσικού φυσικού αερίου.
Η κοινωνική δυσαρέσκεια μετατρέπεται σε πολιτική κρίση
Με την Ιταλία να είναι ούτως ή άλλως σε ορίζοντα εκλογών τα σημάδια κοινωνικής δυσαρέσκειας και ανησυχίας για το προς τα πουν τα πράγματα ήταν εύλογο να οδηγήσουν και σε μια πολιτική κρίση.
Ούτως ή άλλως, η κυβέρνηση Ντράγκι, είχε όλη τη δυσκολία μιας κυβέρνησης με ευρύτερη πολιτική συμμετοχή που όμως δεν αντιστοιχούσε ακριβώς στις πολιτικές στοχεύσεις των κομμάτων που συμμετείχαν σε αυτήν.
Ο δε πόλεμος στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο και άλλες διαιρέσεις που αφορούν τον ίδιο τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της Ιταλίας και τον
Σε αυτό το φόντο η κίνηση του Κινήματος των 5 Αστεριών να μην υπερψηφίσει ένα πακέτο μέτρων της κυβέρνησης στην οποία συμμετέχει, κίνηση που δεν διακύβευε τα ίδια τα μέτρα αλλά έθετε θέμα συνοχής της κυβέρνησης, ήταν προφανώς μια επιλογή να επιταχυνθούν πολιτικές εξελίξεις στον ορίζοντα των εκλογών.
Όμως, την ίδια στιγμή για άλλα τμήματα του ιταλικού πολιτικού συστήματος, των θεσμών και της επιχειρηματικής κοινότητας αυτό ενείχε τον κίνδυνο να διακυβευτεί ακόμη περισσότερο η οικονομία της Ιταλίας, συμπεριλαμβανομένης και της απορρόφησης των 200 δισεκατομμυρίων που αναλογούν στην Ιταλία από τα 750 του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την αντίδραση του Προέδρου Ματαρέλα να μην κάνει δεκτή την παραίτηση του Ντράγκι, αλλά και τις διεργασίες που είναι σε εξέλιξη για να ανασυγκροτηθεί ένα κυβερνητικό σχήμα και να αποφευχθούν οι πρόωρες εκλογές.
Δυναμικές κρίσης σε όλη την Ευρώπη
Η Ιταλία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί έναν προάγγελο τάσεων πολιτικής κρίσης και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Προφανώς κανείς θα μπορούσε να έχει την αντίρρηση ότι το ιταλικό πολιτικό σύστημα διαθέτει ιδιαιτερότητες, όπως είναι ο κατακερματισμός εντός των βασικών πολιτικών πόλων, που δεν τις συναντάμε σε άλλες χώρες.
Όμως, την ίδια στιγμή αυτή η δυσκολία να αναδειχθούν ισχυρές κυβερνητικές λύσεις που να μπορούν να έχουν μια πραγματική νομιμοποίηση στην κοινωνία και δυνατότητα να αντιμετωπίσουν αντίξοες συνθήκες όπως αυτές που διαμορφώνονται σήμερα, είναι κάτι που μπορεί κανείς να παρατηρήσει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η δυσκολία του Εμανουέλ Μακρόν να διαμορφώσει έναν ισχυρό πλειοψηφικό πόλο διακυβέρνησης στη Γαλλία με αποκορύφωμα το σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας ουσιαστικά, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής τα έρπουσας πολιτικής κρίσης που σε ορισμένες περιπτώσεις παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας κρίσης ενός μοντέλου διακυβέρνησης. Αντίστοιχα, μπορεί να σχηματίστηκε σχετικά εύκολα ένας κυβερνητικός συνασπισμός στην Γερμανία όπως είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η γερμανική κυβέρνηση αυτή τη στιγμή περισσότερο προσπαθεί να απαντήσει στις πολλαπλές πιέσεις της συγκυρίας παρά χαράσσει πολιτική με αποφασιστικότητα.
Όλα αυτά δείχνουν ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι μια δοκιμασία ταυτόχρονα για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που καλούνται να αντιμετωπίσουν ακόμη και μέτρα όπως το «δελτίο» στις ενεργειακές παροχές, μαζί με τον πληθωρισμό και την ευρύτερη ανασφάλεια, αλλά και για ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν τους κραδασμούς που έρχονται από τις κοινωνίες και τη δυσαρέσκειά τους.
Σε όλη την Ευρώπη είναι εμφανής η έλλειψη ηγετών και κυρίως συνολικών προτάσεων διακυβέρνησης που να μπορούν να ανταποκριθούν στα αχαρτογράφητα νερά ενός κόσμου περισσότερο διαιρεμένου και επισφαλούς.
Και όλα αυτά την ώρα που είναι σαφές ότι είναι στην Ευρώπη που επικεντρώνονται και οι αρνητικές επιπτώσεις από την ευρύτερη συγκυρία, τόσο εξαιτίας της υπαρκτής ενεργειακής της εξάρτησης όσο και εξαιτίας του γεγονότος ότι ο αντίκτυπος των πολεμικών συγκρούσεων είναι πολύ πιο άμεσος. Και αυτή η έλλειψη αποτυπώνεται τόσο στο επίπεδο των εθνικών πολιτικών σχηματισμών όσο και στον τρόπο που λειτουργούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
Ακόμη και ο τρόπος που σχετικά εύκολα ευθυγραμμίστηκε η Ευρώπη σε μια ρητορική που κατεξοχήν προερχόταν από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ καταδεικνύει όχι αναβαθμισμένη ικανότητα χάραξης τακτικής, αλλά πολύ περισσότερο την αδυναμία να υπάρξει μια ιδιαίτερη και διακριτική ευρωπαϊκή στρατηγική για την ουκρανική κρίση.
Μένει να δούμε εάν η διάχυτη δυσαρέσκεια και ανασφάλεια που καταγράφεται για τις κοινωνικές εξελίξεις στην Ευρώπη θα μείνει απλώς στο επίπεδο του να αποτελεί το έδαφος μετατοπίσεων και ανασυνθέσεων της πολιτικής σκηνής ή θα πάρει και τη μορφή ανοιχτών κοινωνικών εκρήξεων.