«Φιλολογία», γράφουν τα λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας, «είναι η επιστήμη που μελετά τη γλώσσα και τη λογοτεχνία ενός λαού σε μία ή σε όλες τις εποχές». Ως επιστήμη ανήκει στις λεγόμενες Επιστήμες του Ανθρώπου, που ονομάζονται έτσι για να αντιδιασταλούν από τις Θετικές Επιστήμες, η ισχυρότερη επιστημονικότητα των οποίων είναι αδιαμφισβήτητη. Η Νεοελληνική Φιλολογία αρχίζει με την εμφάνιση των πρώτων νεοελληνικών λογοτεχνικών έργων, όταν κάποιοι αισθάνθηκαν την ανάγκη να επιμεληθούν την έκδοσή τους και να μιλήσουν γι’ αυτά. Ο Αμβρόσιος Γραδενίγος, δεύτερος εκδότης (1676) της Ερωφίλης (π. 1595), επικρίνοντας τον επιμελητή της πρώτης έκδοσης (1637) για τα λάθη της και χαρακτηρίζοντας τον Γεώργιο Χορτάτση «κορυφαίον των ποιητών εις τούτο το γένος» έχει υποδειχθεί (Στυλ. Αλεξίου) ως αξιόλογος φιλόλογος και ως «ο πρώτος κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Στις σκέψεις αυτές, αλλά και σε αρκετές άλλες, μας οδηγεί η πρόσφατη εξαίρετη πραγματεία της Βενετίας Αποστολίδου «Η λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο: Η συγκρότηση της επιστήμης της Νεοελληνικής Φιλολογίας, 1942-1982» (εκδόσεις Πόλις). Το βιβλίο, καρπός πολύχρονης έρευνας και μελέτης, διερευνά μια κρίσιμη περίοδο της ιστορίας της Νεοελληνικής Φιλολογίας κατά τα χρόνια της διαμόρφωσής της ως επιστήμης στις Φιλοσοφικές Σχολές των Πανεπιστήμιων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Βασική πηγή του αποτέλεσαν τα Πρακτικά των Συνεδριάσεων αυτών των Σχολών, ενώ άλλες πηγές ήταν το δημοσιευμένο έργο των καθηγητών και των υποψηφίων, οι διδακτορικές διατριβές που εκπονήθηκαν σε αυτές, τα αρχεία των βασικών καθηγητών της περιόδου (Αθήνα: Γ. Θ. Ζώρας· Θεσσαλονίκης: Λίνος Πολίτης) και συνεντεύξεις με καθηγητές και άλλους νεοελληνιστές που έζησαν την πανεπιστημιακή Νεοελληνική Φιλολογία κατά την εποχή την οποία καλύπτει το βιβλίο. Εξετάζεται και η προϊστορία (1926-1942) αυτής της περιόδου: η συμβολή των πρώτων καθηγητών Νεοελληνικής Φιλολογίας (Αθήνας: Νίκος Βέης· Θεσσαλονίκης: Γιάννης Αποστολάκης) και ακόμη η επίδραση της εξωπανεπιστημιακές Φιλολογίας (Κ. Θ. Δημαράς) και ο ρόλος των ποιητών-κριτικών (Παλαμάς, Σεφέρης).
Οι μεγάλες διαφορές των δύο Φιλοσοφικών Σχολών ως προς τις συνθήκες της ανάπτυξης της Νεοελληνικής Φιλολογίας, οι οποίες δυσκόλευαν τη σύνθεση μιας ενιαίας αφήγησης για την εξέλιξή της, οδήγησαν τη συγγραφέα του βιβλίου στην προσωποκεντρική ανάλυση του θέματος με κεφάλαια αναφερόμενα στη συμβολή συγκεκριμένων καθηγητών και διδακτόρων. Προς την ίδια κατεύθυνση φαίνεται να οδήγησαν και οι ιδιάζουσες δυσκολίες της συγκρότησης ενός γνωστικού πεδίου πολύ λιγότερο θετικιστικού απ’ ό,τι τα άλλα πεδία μιας Φιλοσοφικής Σχολής, όμορα ή συγγενικά. Σε ό,τι αφορά τα πρώτα, παρακολουθούμε την προσπάθεια των πρώτων νεοελληνιστών καθηγητών να οριοθετήσουν τη νέα επιστήμη σε σχέση με τη Βυζαντινή και την Αρχαία Ελληνική Φιλολογία. Είναι χαρακτηριστική η κατάσταση της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αθήνησι ακόμη και στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν στις έξι έδρες Κλασικής Φιλολογίας (τέσσερις της Αρχαίας Ελληνικής και δύο της Λατινικής) αντιστοιχούσε μία μόνο έδρα Μέσης και Νεωτέρας Ελληνικής Φιλολογίας. Ενας μάλιστα από τους κατόχους έδρας Αρχαίας Ελληνικής δημοσίευε βιβλίο με τίτλο «Το μάθημα των Νέων Ελληνικών» και η δημοτική γλώσσα εν τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1975), με το οποίο ζητούσε να καταργηθεί στη Φιλοσοφική Αθηνών το μάθημα των νέων ελληνικών, «διότι ταύτα ουδαμώς συνιστώσι κλάδον έχοντα σοβαρόν επιστημονικόν χαρακτήρα».
Σε ό,τι αφορά τα συγγενικά πεδία έπρεπε να προσδιοριστούν οι σχέσεις της Νεοελληνικής Φιλολογίας με την Ιστοριογραφία και τη Φιλοσοφία. Και, τέλος – αν σκεφτούμε ότι αντικείμενο της Φιλολογίας είναι η μελέτη της γραμματείας μιας γλώσσας, πυρήνας της οποίας είναι η λογοτεχνία της – έπρεπε να αμβλυνθούν οι προστριβές της με τη, θεωρούμενη εκτός των ορίων της φιλολογικής επιστημονικότητας, λογοτεχνική κριτική, δηλαδή με την Αισθητική. Πράγμα που επιτυγχάνεται στη δεκαετία του 1970 ώς το 1982 με το έργο καθηγητών (Κώστας Στεργιόπουλος, Γ. Π. Σαββίδης, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Π. Μουλλάς) για τους οποίους η κριτική αξιολόγηση των λογοτεχνικών κειμένων αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο της φιλολογικής μελέτης.
«Κρίσις ποιημάτων κάλλιστον πάντων εν τη τέχνη» έγραφε ο αρχαίος γραμματικός. Το βιβλίο της Αποστολίδου είναι καλοδεχούμενο γιατί αποτελεί την πρώτη – έστω περιορισμένη χρονικά και αναφερόμενη στον πανεπιστημιακό μόνο χώρο – συστηματική ιστορική εξέταση της πορείας της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Δηλαδή της Φιλολογίας (με φι κεφαλαίο) στην προσπάθειά της να ολοκληρωθεί σε επιστήμη αρμόζουσα με τη φύση της, δηλαδή να συγκεραστεί με τη λογοτεχνική κριτική. Διότι φιλολογία που δεν περιέχει κρίσιν του μελετώμενου κειμένου δεν είναι φιλολογία· και κρίσις που δεν περιέχει ενδελεχή γνώσιν του δεν είναι κριτική.
Η Νεοελληνική Φιλολογία, τόσο η θύραθεν (από την εποχή του Γραδενίγου) όσο και η Πανεπιστημιακή (της περιόδου 1926-1982 που καλύπτει το βιβλίο της Αποστολίδου) γνώρισε και γνωρίζει πολλές επικρίσεις. Κι αυτό γιατί αξιολογείται ανιστόρητα, δηλαδή σε σύγκριση με άλλες – κεντρικές – ευρωπαϊκές φιλολογίες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υλικές προϋποθέσεις της παραγωγής της. Ο επαναλαμβανόμενος από τη δεκαετία του 1950 χαρακτηρισμός της ως «σπασμωδικής επιστήμης», αναφερόμενος σε υποτιθέμενες ολιγωρίες της του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, καλά κρατεί. Το ίδιο και ο κατά φαντασίαν ελληνοκεντρικός και αντιθεωρητικός χαρακτήρας της: δύο μύθοι που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1980 και που εξακολουθούν να παπαγαλίζονται ώς τις μέρες μας.
Και αυτό μάς φέρνει στο ερώτημα: πού βρίσκεται η Νεοελληνική Φιλολογία σήμερα, δηλαδή την μετά το 1982 περίοδο, εποχή μεγάλων θεσμικών αλλαγών στα πανεπιστημιακά μας πράγματα αλλά και υποτιθέμενης υπερεθνικής αλλαγής παραδείγματος στα φιλολογικά; Εννοώ την εμφάνιση της λεγόμενης Θεωρίας (με θήτα κεφαλαίο) με την εισβολή στα εδάφη των λογοτεχνικών σπουδών περιώνυμων διανοητών άλλων γνωστικών πεδίων, με σαθρές περί λογοτεχνίας δοξασίες, τις οποίες αναμηρυκάζουμε ιεροπρεπώς. Είκοσι χρόνια μετά το «Τέλος της Θεωρίας» ανθεί ακόμη στον τόπο μας ο θεωριακός ιμπρεσιονισμός. Αλήθεια, πόση πραγματική φιλολογία καλλιεργείται σήμερα στα Νεοελληνικά Φιλολογικά μας Τμήματα; Πόσοι από εκείνους που αναμασούν ακόμη τα ονόματα των Μπαρτ, Ντε Μαν, Ντερριντά, Μπλανσό, Φουκώ (τώρα τελευταία ανακαλύψαμε και τον Μπουρντιέ) είναι σε θέση να διδάξουν ένα μάθημα Νεοελληνικής Μετρικής;
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.