Στην αγορά εργασίας βγήκα το καλοκαίρι του 2004, ως αγροτικός ιατρός, λίγους μήνες μετά την αποφοίτησή μου από την Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ. Τότε ακριβώς που οι επιτυχίες της Εθνικής του Ρεχάγκελ, του Χαριστέα και του Ζαγοράκη αποτελούσαν το αθλητικό αντιστοίχισμα μιας περιόδου η οποία έμοιαζε να επιφυλάσσει ιδιαίτερα ξεχωριστούς ρόλους για τη χώρα μας. Η Ελλάδα των Ολυμπιακών και των μεγάλων έργων και η Ελλάδα που μετρούσε, ήδη, δύο χρόνια ένταξης στους ισχυρούς της ευρωζώνης. Τα πράγματα, όμως, αρχίζουν να παρεκκλίνουν όταν οι επιτυχίες του αθλητισμού λειτουργούν ως υποκατάστατο ενθουσιασμού, ελλείψει άλλων εθνικών επιτευγμάτων, κάτι που, στη δεδομένη κατάσταση, φαινότανε πως δεν συνέβαινε. Ή μήπως συνέβη;
Από το καλοκαίρι του 2004 σε εκείνο του 2022, 18 χρόνια μετά, πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι της ιστορίας αλλά και της καθημερινότητάς μας. Νέος ιατρός τότε, μολονότι είχα ήδη αποφασίσει ότι θα γίνω Ψυχίατρος και ότι θα πραγματοποιήσω μεταπτυχιακές σπουδές στα Οικονομικά της Υγείας και είχα, σχεδόν, καταλήξει στον τίτλο του Διδακτορικού μου, δεν μπορούσα να φανταστώ πως 18 χρόνια μετά θα βρισκόμουν στο τιμόνι ενός Οργανισμού ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την αντιμετώπιση όλων των εξαρτήσεων, οι οποίες πέρα από τα ναρκωτικά περιλαμβάνουν τον τζόγο, το αλκοόλ, το Διαδίκτυο και άλλες εθιστικές συμπεριφορές, ούτε πως αυτό θα γινόταν εν μέσω πρωτόφαντα ψυχοπιεστικών, ιδιαίτερα για τους εξαρτημένους συνανθρώπους μας, διεθνών και εγχώριων συνθηκών και, στην αρχή μάλιστα της ανάληψης των καθηκόντων μου, υπό το κράτος συγκυριών που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και ως εσωτερικά κρίσιμες για το ΚΕΘΕΑ.
Η 26η Ιουνίου έχει καθιερωθεί να τιμάται ως η Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών. Ομολογώ πως δεν θυμάμαι πώς γιορτάστηκε η Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών το 2004, γιατί στις 25 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς, παραμονή της σημαντικής αυτής, σημειολογικά και ουσιαστικά, για την κοινωνία, ημέρας, όλη η χώρα ξενυχτούσε μέσα σε ένα τηλεοπτικό ντελίριο ποδοσφαιρικά «αμφεταμινικής» διέγερσης, καθώς η Εθνική μας προκρινόταν στον ημιτελικό, νικώντας τη Γαλλία του Ζιντάν.
Εκείνη η ποδοσφαιρική Εθνική αντανακλούσε την κοινωνία από την οποία προήλθε. Στη διαδρομή ίσως μπερδευτήκαμε, καθότι είχαμε λησμονήσει πως δεν γίναμε ξαφνικά ταλαντούχοι μπαλαδόροι και θεαματικοί υπερπαίκτες, όπως δεν θα μπορούσαμε να γίνουμε αυτόματα μπροστάρηδες της ευρωπαϊκής μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Αυτή η Εθνική, όμως, έστελνε το μήνυμα της συγκροτημένης προσπάθειας, της επιμονής και της υπέρβασης.
Ενα μήνυμα το οποίο, αν και εκφράστηκε εντόνως και αγωνιωδώς από την κοινωνία, ουδέποτε ελήφθη – στο εύρος και στο βάθος που αποζητούσε η επιτακτικότητά του – από το κράτος και το πολιτικό σύστημα, όπως έδειξαν οι εξελίξεις που μεσολάβησαν από το καλοκαίρι του 2004 μέχρι σήμερα. Είχα αρθρογραφήσει επί αυτού – δημόσια – και σε παρελθόντα χρόνο.
Φυσικά, θα μπορούσε να με ρωτήσει κανείς τι με έπιασε και ξεσκονίζω και αναθυμούμαι τα παλιά μου γραπτά, ιδιαίτερα δε εκείνα που η εξέλιξη των γεγονότων τα έχει διαψεύσει. Ισως να φταίει η πολύπλευρη οικονομική και κοινωνική κρίση που, σε δεδομένες, όχι και τόσο μακρινές ιστορικές φάσεις, μετέτρεψε τη χώρα μας σε διεθνή επαίτη και η οποία έπληξε κυρίως τους νέους. Ισως να φταίει ο άπλετος, περισφιγμένος χρόνος που απελευθέρωσαν οι καραντίνες και τα αλλεπάλληλα κύματα της COVID-19.
Ισως, πάλι, επειδή, όπως έλεγε και η μεγάλη μας εκλιπούσα ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά, «η ασφυξία των διαστάσεων γεννά την έμπνευση», τα χρόνια της καραντίνας αναδίφησα όλο και περισσότερο σε παλαιότερα γραπτά μου, όχι μόνον στα άρθρα μου, αλλά και σε διηγήματα και ποιήματα τα οποία είχα γράψει κατά τα φοιτητικά μου χρόνια, όπως το «Μήδεια και Αριάδνη» που διακρίθηκε στους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης, αργότερα, το 2010, ή το βραβευμένο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό του 2009 διήγημά μου «Το γυάλινο μάτι». Αμφότερα είχαν βγει από το συρτάρι της λογοτεχνικής αποφυγής, στο απόγειο της οικονομικής κρίσης. Εργα τα οποία αναδιαμόρφωσα υπό το πρίσμα της ωριμότητας των μεστών χρόνων και των εμπειριών που μεσολάβησαν από τότε. Χρόνων που όμως, λόγω της πληθώρας των επαγγελματικών, κοινωνικών και επιστημονικών μου υποχρεώσεων, δεν μου επέτρεψαν να εστιάσω, όσο θα ήθελα, στη συγγραφική πλευρά των ενδιαφερόντων μου.
Ολοι στη γενιά μου είδαμε την οικονομική κρίση να ακρωτηριάζει, μοιραία, πολλές από τις δραστηριότητες και τις προοπτικές μας και πάνω που νομίζαμε πως η χώρα θα μπορούσε να αρχίσει να ανακάμπτει, ήρθε η σύνθετη βιο-κοινωνική και οικονομική κρίση του SARS-CoV-2 να κλονίσει με πρωτόφαντο τρόπο όλες τις βεβαιότητές μας. Μαζί, όμως, με τις ασφυκτικές συνθήκες και τις πολύπλευρες απειλές που διαμόρφωσε, η νέα κρίση άρχισε να σκιαγραφεί – μέσα στον διεσταλμένο χρόνο της κάθε καραντίνας – και το παρήγορο περίγραμμα μίας υπολανθάνουσας ευκαιρίας για αξιοποίηση του προσωπικού χρόνου ο οποίος αναπόφευκτα απελευθερώθηκε. Μας δόθηκε η δυνατότητα να επιστρέψουμε, έστω και υπό συνθήκες εξωτερικού καταναγκασμού, στις έννοιες του ποιοτικού χρόνου και της συνεχούς αυτοβελτίωσης.
Γιατί, από τότε που η Ελλάδα βάλθηκε να διοργανώνει Ολυμπιακούς Αγώνες και αξιώθηκε, πέραν πάσης προσδοκίας, να κατακτήσει το Euro, στα χρόνια που μεσολάβησαν, σίγουρα πολλοί από εμάς γίναμε κοινωνοί στιγμών ανεπανάληπτης ευδαιμονίας και αισιοδοξίας. Δεν είναι όμως βέβαιο πως μας έμεινε ο απαιτούμενος χρόνος για να κοιτάξουμε μέσα μας. Εγκλωβίσαμε το βλέμμα μας στις φαντασμαγορικές οθόνες της ποδοσφαιροποιημένα ευκαιριακής αυτοπραγμάτωσης και του επιφανειακού απόηχου μιας μεταολυμπιακής πανδαισίας. Δουλέψαμε με φρενήρεις ρυθμούς για εργοδότες-υπεργολάβους της νεοελληνικής διαφθοράς, της σπάταλης κενολογίας και της νεοπλουτίστικης αμετροέπειας. Χωρίς καμία μακροπρόθεσμη παρακαταθήκη για τον παραγωγικό ιστό και το αναπτυξιακό δυναμικό της κοινωνίας μας.
Είδαμε πολλές από τις βεβαιωμένα σταθερές δομές της προσωπικής και της εθνικής μας ζωής να καταρρέουν και στη θέση τους να αναδύονται άλλες ψευδο-δομές που ήρθαν να καλύψουν τα αμειλίκτως προκύπτοντα κενά. Αυτή η απώλεια εσωτερικής δομής και η αναζήτηση υποκατάστατων ψευδο-δομών βρίσκεται στον πυρήνα κάθε παθολογικής εξαρτητικής συμπεριφοράς. Μαζί ήρθε και η μαυλιστική απάτη της φενάκης του λαϊκισμού. Και πάνω που νομίσαμε πως αφήναμε πίσω και την οικονομική κρίση και την κρίση της COVID-19, ήρθε η ενεργειο-κεντρική κρίση, στην προέκταση της εισβολής του Πούτιν στην Ουκρανία, για να ενοποιήσει όλες τις κρίσεις σε μία και για να μας θυμίσει πως τα πράγματα πάντοτε μπορούν να πάνε και χειρότερα…
Γιατί, όπως προσπαθεί να μας παρηγορήσει, ελπίζω όχι εις μάτην η ποίηση:
«Η ζωή είναι το συνεχές των αποχωρισμών / και οι βασιλικοί ευωδιάζουνε, σγουροί / σαν τα πρασινομάλλικα κεφάλια των παιδιών».
Ο κ. Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD, είναι ψυχίατρος – διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών, πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ, μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας.