Ποιος είπε ότι η οικονομία στερείται συμβολισμών; Αντιθέτως, υπάρχουν στιγμές ότι οι συμβολισμοί αποτυπώνουν πολύ ουσιαστικές διεργασίες. Αυτό ακριβώς έγινε και με τον τρόπο που η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου υποχώρησε στις 12 Ιουλίου και έφτασε περίπου σε μια ισοτιμία ένα προς ένα με το αμερικανικό νόμισμα.
Στην αρχή της χρονιάς η ισοτιμία δολαρίου / ευρώ ήταν στο 1,14. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μια υποτίμηση περίπου 12%. Αυτή είναι μια αρκετά μεγάλη πτώση και από αυτές που δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητας στις αγορές συναλλάγματος.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι αυτή η υποχώρηση της ισοτιμίας δεν διαβάζεται από κανέναν ως μια συγκυριακά διακύμανση εντός των ορίων των αγορών συναλλάγματος, αλλά πολύ περισσότερο ως ένδειξη βαθύτερων αδυναμιών της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Γιατί υποχωρεί το ευρώ
Αυτή τη στιγμή διάφοροι λόγοι συντελούν στο να υποχωρεί το ευρώ έναντι του δολαρίου.
Καταρχάς η Ευρώπη αυτή τη στιγμή πληρώνει πολύ πιο μεγάλο κόστος από τον πόλεμο στην Ουκρανία σε σχέση με άλλους πόλους της παγκόσμιας οικονομίας. Έχει επιλέξει να υποστηρίξει την Ουκρανία και να τιμωρήσει ουσιαστικά τη Ρωσία την ώρα που δεν μπορεί ακόμη να απεξαρτηθεί ενεργειακά από τη Ρωσία, καθώς για το αμέσως επόμενο διάστημα ο μόνος τρόπος για να μπορεί να απαντήσει στο «κλείσιμο της στρόφιγγας», εάν αυτό συμβεί, θα είναι να περιορίσει ριζικά την κατανάλωση με ό,τι και εάν σημαίνει αυτό.
Αυτό έρχεται να προστεθεί στο ότι η πανδημική ύφεση στην Ευρώπη ήταν ιδιαίτερα έντονη και η ανάκαμψη μετά ιδιαίτερα αναιμική, με ορατό τον κίνδυνο να μετατραπεί ακόμη και σε ύφεση. Ουσιαστικά, η Ευρώπη είναι αυτή τη στιγμή ο πόλος στην παγκόσμια οικονομία που δείχνει να έχει τον μικρότερο δυναμισμό.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρωζώνη αυτή τη στιγμή εμφανίζει μετά από αρκετά χρόνια πλεονασμάτων ξανά εμπορικό έλλειμμα, κυρίως εξαιτίας της αύξησης των τιμών των εισαγόμενων καυσίμων.
Η FED έχει ήδη προχωρήσει σε αυξήσεις επιτοκίων για να αντιμετωπίσει την αύξηση του πληθωρισμού, την ώρα που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακόμη ταλαντεύεται, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην αντιπληθωριστική πολιτική και την ανάγκη να συνεχίσει να τροφοδοτεί την ευρωπαϊκή οικονομία με πρακτικές «ποσοτικής χαλάρωσης», ακριβώς για να μπορέσει να αποτρέψει μια έντονα υφεσιακή συνθήκη.
Όλα αυτά διαμορφώνουν μια ιδιαίτερα αντιφατική συνθήκη, που φέρνει στο προσκήνιο τις εγγενείς αδυναμίες των ευρωπαϊκών οικονομιών και κυρίως τη διάχυτη αίσθηση ότι αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να χαράξει μια στρατηγική που να μπορεί να απαντήσει στις προκλήσεις και να μπορέσει να ξαναβρεί δρόμους οικονομικής ανάπτυξης.
Αυτό επιτείνεται και από τη διάχυτη «κρίση ηγεσίας» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εντυπωσιακή σύγκλιση απόψεων για τη στάση απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανίας – που θα ενισχυθεί από το γεγονός ότι δύο κράτη-μέλη που μέχρι τώρα δεν ήταν μέρος του ΝΑΤΟ σύντομα θα είναι μέλη της Συμμαχίας – δεν έχει συνοδευτεί και από μια ανάλογη συζήτηση για το μέλλον της Ένωσης. Η συζήτηση για την αναμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών απλώς μεταφέρεται από τη μία περίοδος την επόμενη και λείπουν ηγέτες που θα μπορούσαν να οραματιστούν μια διαφορετική πορεία.
Όλα αυτά αντανακλώνται προφανώς και στο πώς οι αγορές αντιμετωπίζουν και το νόμισμα, πώς ουσιαστικά αντιμετωπίζουν και την ίδια την ευρωπαϊκή οικονομία.
Η δυσπιστία απέναντι στο ευρώ
Οι τοποθετήσεις σε νομίσματα, που παίζουν μεγάλο ρόλο και στο πώς διαμορφώνονται οι ισοτιμίας, έχουν να κάνουν και με το ποιο νόμισμα θεωρούν οι αγορές ότι προσφέρει σε κάθε στιγμή καλύτερους όρους και μεγαλύτερη εξασφάλιση.
Η κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας, που μπορεί να έχει το πρόβλημα του πληθωρισμού, όμως την ίδια στιγμή διατηρεί αναπτυξιακούς ρυθμούς, έχει χαμηλή ανεργία και πολύ μικρότερο κόστος από τον πόλεμο στην Ουκρανία σε σχέση με την Ευρώπη, εξηγεί γιατί αυτή τη στιγμή οι διαχειριστές κεφαλαίων προκρίνουν τις τοποθετήσεις σε ευρώ. Ιδίως όταν η αύξηση των επιτοκίων που έχει ξεκινήσει η FED επίσης κάνει πιο ελκυστική και την τοποθέτηση σε δολάρια.
Αυτό είναι ίσως και το πιο σοβαρό πρόβλημα, καθώς παραπέμπει σε μια συνολικότερη κρίση εμπιστοσύνης στην ικανότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών και των εθνικών και ευρωπαϊκών θεσμών που τις διαχειρίζονται να ανταποκριθούν στο νέο οικονομικό και γεωπολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται.
Οι επιπτώσεις από την υποχώρηση της ισοτιμίας
Η υποχώρηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου δεν είναι χωρίς επιπτώσεις για τις οικονομίες της ευρωζώνης.
Καθώς η διαπραγμάτευση συγκεκριμένων προϊόντων όπως τα καύσιμα γίνεται σε δολάρια, αυτό σημαίνει ότι το κόστος τους για τους ευρωπαίους καταναλωτές αυξάνεται ακόμη περισσότερο.
Αυτό, με τη σειρά του σημαίνει ότι συντηρείται ακόμη περισσότερο η πληθωριστική πίεση στις οικονομίες της Ευρώπης, που σήμερα αποτελεί το βασικότερο πονοκέφαλο όχι μόνο για τους σχεδιαστές της οικονομικής πολιτικής αλλά και για νοικοκυριά που καλούνται να πληρώσουν το σχετικό κόστος.
Από την άλλη, καθεαυτή η υποχώρηση της ισοτιμίας, χωρίς τον αυξημένο πληθωρισμό, δεν θα θεωρείτο προβληματική, καθώς θα μπορούσε να διευκολύνει και τις εξαγωγές, όμως η συσχέτιση με τα πιο «δομικά» προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας γεννά ανησυχίες για την πιο συνολικά κατάσταση και τελικά ανταγωνιστικότητα στην Ευρώπη.
Και βέβαια η υποχώρηση της ισοτιμίας δημιουργεί προβλήματα και σε έναν από τους «στρατηγικούς σκοπούς» της εισαγωγής του κοινού νομίσματος στην Ευρώπη, δηλαδή την προσπάθεια να διεκδικήσει ρόλο παγκόσμιου νομίσματος αναφοράς.