Ήταν ο πολιτικός που απέδειξε ότι ένας βιομηχανικός εργάτης μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος μιας μεγάλης χώρας. Άλλαξε την πορεία της χώρας του και ως ένα βαθμό της ηπείρου του. Υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής. Κατηγορήθηκε για διαφθορά, πέρασε 580 μέρες στη φυλακή, αλλά κατάφερε να αποδείξει ότι η δίκη εναντίον του ήταν δεν στηρίχτηκε σε αμερόληπτες διαδικασίες. Και τώρα ετοιμάζεται να επανεκλεγεί πρόεδρος, είκοσι χρόνια μετά την πρώτη εκλογή του, εάν κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις. Όπως και να το δει κανείς, στα 76 του ο Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, πιο γνωστός ως απλά Λούλα, ετοιμάζεται να κάνει μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές επιστροφές στην ιστορία.
Ούτως ή άλλως, η χώρα του, η Βραζιλία ακόμη μετράει τις πληγές από την προεδρία του Ζαΐρ Μπολσονάρο, του προέδρου που αμφισβήτησε τη σοβαρότητα της πανδημίας, με αποτέλεσμα η χώρα του να έχει από τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, αλλά και της κλιματικής αλλαγή, με αποτέλεσμα επί των ημερών του να έχει αυξηθεί ο ρυθμός με τον οποίο καταστρέφεται το τροπικό δάσος του Αμαζονίου.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιμένουν ότι ο τρόπος που βγήκαν στο προσκήνιο τα υπαρκτά ζητήματα διαφθοράς το 2016, ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με ένα πραξικόπημα τόσο ενάντια στην διάδοχο του Λούλα, Ντίλμα Ρούσεφ, όσο και απέναντι στο ίδιο, μια που η δίωξη σε βάρος του, ουσιαστικά δεν του επέτρεψε να διεκδικήσει αυτός την προεδρία απέναντι στον Μπολσονάρο το 2018.
Με όπλο την κληρονομιά του
Ο Λούλα μπόρεσε να εκλεγεί το 2022 γιατί κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του μια πλατιά κοινωνική συμμαχία, στην οποία συμμετείχαν ενεργά και τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, στρώματα που συχνά βίωναν τα προηγούμενα χρόνια συνθήκη κοινωνικού αποκλεισμού. Για τα στρώματα αυτά κινήσεις όπως η «Οικογενειακή Παροχή» (Bolsa Familia) σήμαιναν την έξοδο από μια συνθήκη εξαθλίωσης και αυτό εξηγεί γιατί αυτά τα στρώματα δεν εγκατέλειψαν ποτέ τον Λούλα. Ουσιαστικά, αυτό το στοιχείο της ορατότητας και αναγνώρισης των φτωχών στρωμάτων ήταν η μεγάλη τομή που έφερε ο Λούλα στα πολιτικά πράγματα της Βραζιλίας.
Η οικονομική του πολιτική ήταν στην πραγματικότητα μάλλον μετριοπαθής, αποφεύγοντας κινήσεις ρήξης, π.χ. με το ΔΝΤ, περιορίζοντας το χρέος, ενώ εκμεταλλεύτηκε σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα της Βραζιλίας να έχει ισχυρή εξαγωγική παρουσία και να διαμορφώνει μια αναπτυξιακή δυναμική που μπορούσε να επιτρέπει σε τμήματα της κοινωνίας να βλέπουν πραγματική βελτίωση.
Την ίδια στιγμή η εξωτερική του πολιτική ήταν περισσότερο ανεξάρτητη απέναντι στις ΗΠΑ, χωρίς ποτέ να έχει όμως μια ρήξη ανάλογη με αυτή του Ούγο Τσάβες. Δεν είναι τυχαίο ότι έχοντας επίγνωση του δυναμισμού των χωρών του Νότου στην οικονομία ήταν από αυτούς που πήραν την πρωτοβουλία για την πρώτη συνάντηση των BRIC (μετέπειτα BRICS όταν προστέθηκε και η Νότια Αφρική).
Μάλιστα η εκλογή του είχε θεωρηθεί τμήμα ενός «ροζ κύματος» αριστερόστροφων κυβερνήσεων σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετίας του 2020, παρότι οι πολιτικές του ήταν, σε γενικές γραμμές, λιγότερο ριζοσπαστικές από αυτές της Βενεζουέλας ή της Βολιβίας.
Σε μια χώρα με μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και βαθιά τραυματικές εμπειρίες, όπως η 21χρονη στρατιωτική δικτατορία (1964-1985), επόμενο ήταν ακόμη και σήμερα η πολιτική κληρονομιά των πρώτων θητειών του, μαζί με τη δυσαρέσκεια για την περίοδο Μπολσονάρο να διαμορφώνουν έναν συσχετισμό εναντίον του.
Οι διώξεις σε βάρος του
Οι διώξεις σε βάρος του ήταν κομμάτι μιας συνολικότερης ποινικής διαδικασίας με αφορμή τα ζητήματα διαφθοράς που επίκεντρο είχαν την Petrobras, τη δημόσια επιχείρηση πετρελαίου (στην οποία ήταν επικεφαλής από το 2003 έως το 2010 η διάδοχος του Λούλα, Ντίλμα Ρούσεφ).
Η Βραζιλία έχει υπαρκτά προβλήματα διαφθοράς, όμως ήταν αρκετά εμφανές ότι τόσο η δίωξη εναντίον του Λούλα, όπως και η παράλληλα καθαίρεση, με απόφαση της Γερουσίας της Ντίλμα Ρούσεφ από την προεδρία, σαφώς είχαν να κάνουν και με μια ευρύτερη αντεπίθεση τμημάτων του πολιτικού και δικαστικού κατεστημένου της Βραζιλίας που ήθελαν να βάλουν τέλος στην εποχή του PT, του κόμματος που είχε ιδρύσει ο Λούλα.
Ο Λούλα θα αμφισβητήσει τις σε βάρος του κατηγορίες με επιμονή. Παρ’ όλα αυτά θα καταδικαστεί το 2017 και το 2018 οδηγήθηκε, υπό το βάρος εντονότατων διαμαρτυριών στη φυλακή, παρότι δεν είχε εξαντλήσει όλα τα περιθώρια έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης. Τελικά, θα αποφυλακιστεί μετά από 580 μέρες, όταν ο Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να θέσει τέλος στην υποχρεωτική φυλάκιση όσων είχαν χάσει την πρώτη έφεση. Το 2021 το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι όλες οι σε βάρος του καταδίκες πρέπει να ακυρωθούν, καθώς το δικαστήριο που τον καταδίκασε δεν είχε τη δικαιοδοσία.
Η επιστροφή
Η περίοδος Μπολσονάρο ήταν μια περίοδος επιδείνωσης της κατάστασης στη Βραζιλία, ιδίως για τα στρώματα που κατεξοχήν εκπροσώπησε ο Λούλα.
Η ακραία φτώχεια αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια, φτάνοντας το 14%. Έρευνες έδειξαν ότι έως και 36% του πληθυσμού δεν έχει επαρκείς πόρους για τροφή, παρότι η Βραζιλία μία χώρα με τεράστια αγροτική παραγωγή. Το βιοτικό επίπεδο έχει υποχωρήσει σε σχέση με τη βελτίωση που εμφανίζουν άλλες αναπτυσσόμενες χώρες. Η χώρα διατηρεί ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί στο 12% σε ετήσιο ρυθμό. Η έντονη αναπτυξιακή δυναμική καταγράφηκε στην περίοδο του Λούλα και στην πρώτη φάση της περιόδου Ρούσεφ, ακολουθήθηκε από μια υποχώρηση της αναπτυξιακή δυναμικής τα επόμενα χρόνια.
Την ίδια στιγμή ο Λούλα μπορεί να διατηρεί ακόμη την ικανότητα για μια έντονα συγκινησιακή ρητορική, που παραπέμπει στο αγωνιστικό του παρελθόν, όμως ταυτόχρονα στα χρόνια της διακυβέρνησής του κατάφερε να κερδίσει σημαντικό μέρος της εμπιστοσύνης των επιχειρηματικών ελίτ. Σε αυτές τις εκλογές εμφανίζεται αποφασισμένος να παρουσιάσει ένα ακόμη πιο πραγματιστικό πρόσωπο, κάτι που αποτυπώθηκε και στην επιλογή του Τζεράλντο Αλκμίν για τη θέση του αντιπροέδρου, παρά τις αντιρρήσεις των πιο αριστερών φωνών στο εσωτερικό του. Ο Αλκμίν, προερχόμενος από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PDSB), υπήρξε στο παρελθόν αντίπαλος του Λούλα και θεωρείται ότι επιλέχτηκε για να καθησυχαστούν ακόμη περισσότερο οι επιχειρηματικές ελίτ.
Ο Μπολσονάρο και οι απειλές για πραξικόπημα
Ο Ζαΐρ Μπολσονάρο έχει υποστηρίξει ότι μόνο ο θεός μπορεί να τον απομακρύνει από την εξουσία. Είχε επίσης τοποθετηθεί θετικά για τον Τραμπ ακόμη και κατά τη διάρκεια της εισβολής του όχλου στο Καπιτώλιο. Δεν είναι τυχαίο ότι επανέρχεται έτσι η συζήτηση για ένα ενδεχόμενο πραξικόπημα. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι όλα αυτά είναι απλώς ρητορική και ο ίδιος ο Λούλα έχει υποστηρίξει ότι απλώς μπλοφάρει.
Από την άλλη μεριά, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Μπολσονάρο είχε σε σημαντικό βαθμό και στην υποστήριξη του στρατού. Ενός στρατού που όλα δείχνουν ότι διεκδικεί μια επιστροφή στην πολιτική και έναν εντονότερο ρόλο. Καθόλου τυχαία δεν ήταν και η φετινή ανακοίνωση της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων που χαιρέτιζε το πραξικόπημα του 1964, επειδή έφερε «ειρήνη, ελευθερία και δημοκρατία».