Χαμηλότερα από το δολάριο υποχωρεί το ευρώ, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια.
Οι εντεινόμενοι φόβοι για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και το ενδεχόμενο η Ευρώπη να βυθιστεί σε ύφεση λόγω μιας πιθανής πλήρους διακοπής των ενεργειακών ροών από τη Ρωσία, αντέστρεψαν την ισοτιμία υπέρ του δολαρίου για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες.
Κίνδυνος
«Όλα έχουν να κάνουν με το σκηνικό κινδύνου και την απειλή για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη από την ενεργειακή εξάρτηση, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει πλέον τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τα επιτόκια», δήλωσε στους Financial Times ο Kit Juckes, στρατηγικός αναλυτής της Société Générale στο Λονδίνο.
Οι αναλυτές προετοιμάζονται για ύφεση τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, με τον Γιώργο Σαραβέλο, επικεφαλής της ευρωπαϊκής στρατηγικής συναλλάγματος της Deutsche Bank, να προβλέπει «επικείμενη ύφεση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού». Η αμερικανική τράπεζα Goldman Sachs προειδοποίησε ότι η ευρωζώνη βρίσκεται ήδη «στα πρόθυρα της ύφεσης». Το ευρώ έχει υποχωρήσει κατά 16% έναντι του δολαρίου τον τελευταίο χρόνο και κατά 12% το 2022.
Ιστορική ανατροπή
Όπως σχολιάζει το Reuters, από τη γέννησή του το 1999 το ενιαίο νόμισμα έχει περάσει ελάχιστο χρόνο κάτω από την ισοτιμία. Στην πραγματικότητα, η προηγούμενη φορά που συνέβη αυτό ήταν μεταξύ 1999 και 2002, όταν έπεσε στο χαμηλό ρεκόρ των 0,82 δολαρίων τον Οκτώβριο του 2000. Τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα ευρώ εισήχθησαν μόλις την 1η Ιανουαρίου 2002, ενώ το νόμισμα υπήρχε πριν από εκείνη την ημέρα μόνο ως λογιστική μονάδα για τη διευθέτηση διασυνοριακών συναλλαγών.
Εντός της σχετικά σύντομης ιστορίας των δύο δεκαετιών, το ευρώ έχει καταστεί το δεύτερο πιο περιζήτητο νόμισμα στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα και ο ημερήσιος τζίρος του ευρώ/δολαρίου είναι ο υψηλότερος μεταξύ των νομισμάτων στην παγκόσμια αγορά των 6,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ανά ημέρα.
Η στερλίνα και το γεν έχουν επίσης υποχωρήσει φέτος, εν μέρει επειδή οι πιο επιθετικές αυξήσεις των αμερικανικών επιτοκίων έχουν ενισχύσει την ελκυστικότητα του δολαρίου, αλλά και επειδή οι φόβοι για παγκόσμια ύφεση έστειλαν τους επενδυτές στο ασφαλές καταφύγιο, το δολάριο.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να ξεκινήσει την αύξηση των επιτοκίων στη συνεδρίασή της στις 21 Ιουλίου. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αύξησε τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης τον Ιούνιο.
Οι αυξανόμενοι φόβοι ότι η ραγδαία αύξηση των ευρωπαϊκών τιμών του φυσικού αερίου καθιστά την ευρωζώνη πιο ευάλωτη σε κινδύνους ύφεσης, εξηγούν επίσης γιατί το ευρώ πλήττεται σκληρά τώρα.
Ορισμένες παγκόσμιες τράπεζες προβλέπουν ύφεση για τη ζώνη του ευρώ ήδη από το τρίτο τρίμηνο.
Περαιτέρω υποχώρηση;
Ορισμένοι οικονομολόγοι τάσσονται υπέρ αυτής της άποψης, «βλέποντας» την ισοτιμία να φτάνει στα 0,95 δολάρια.
Οι αναλυτές λένε ότι μέχρι να βελτιωθούν οι οικονομικές προοπτικές, το ευρώ θα παραμείνει σε ύφεση. Ακόμη και αν η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκια, η Fed τα αυξάνει περισσότερο, προσελκύοντας μετρητά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ευρώ θα μπορούσε επίσης να πληγεί από τους κινδύνους κατακερματισμού, όπου το κόστος δανεισμού των ασθενέστερων κρατών αυξάνεται περισσότερο από ό,τι των πλουσιότερων.
«Πονοκέφαλος» για την ΕΚΤ
Η πτώση του ευρωπαϊκού νομίσματος θα οδηγήσει σε περαιτέρω άνοδο τον ήδη υψηλό πληθωρισμό, αυξάνοντας τον κίνδυνο η άνοδος των τιμών να παγιωθεί σε ποσοστό πολύ υψηλότερο από τον στόχο της ΕΚΤ για 2%.
Όμως, η καταπολέμηση των χαμηλών επιπέδων 20ετίας του ευρώ θα απαιτούσε ταχύτερες αυξήσεις των επιτοκίων, οι οποίες θα μπορούσαν να επιτείνουν τις αναταράξεις μιας οικονομίας που ήδη αντιμετωπίζει πιθανή ύφεση.
Μελέτες που επικαλείται συχνά η ΕΚΤ δείχνουν ότι μια υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά 1% αυξάνει τον πληθωρισμό κατά 0,1% σε ένα έτος και έως και 0,25% σε τρία έτη.
Σύμφωνα με το Reuters, το ευρώ έχει υποχωρήσει σχεδόν 12% έναντι του δολαρίου μέχρι στιγμής φέτος. Ωστόσο, σε σταθμισμένη βάση – έναντι των νομισμάτων των εμπορικών εταίρων του – το ευρώ έχει υποχωρήσει μόνο κατά 3,6%.
Για να στηρίξει το ευρώ, η ΕΚΤ θα μπορούσε να προχωρήσει σε πιο επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης μιας αύξησης του επιτοκίου κατά 50 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο. Νέες κινήσεις θα μπορούσαν να γίνυον τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι μια πιο «γερακίσια» στάση είναι απίθανη δεδομένης της επιδείνωσης των προοπτικών ανάπτυξης.