Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιπροσωπεύουν δύο οικονομικούς πόλους με ανάλογα μεγέθη, έστω και εάν αυτή τη στιγμή το ΑΕΠ των ΗΠΑ είναι κάπως μεγαλύτερο από το αθροιστικό ΑΕΠ των χωρών που ανήκουν στην ΕΕ.
Καθόλου τυχαία που εάν η Ουάσιγκτον θεωρείται η παγκόσμια πρωτεύουσα των λόμπι – άλλωστε εκεί διαμορφώθηκε πρώτα αυτή η πρακτική– το αμέσως επόμενο σημείο στον πλανήτη με ανάλογη συγκέντρωση από λομπίστες είναι οι Βρυξέλλες.
Εκτιμάται ότι στις Βρυξέλλες εργάζονται περίπου 25.000 λομπίστες εκ των οποίων 7.500 είναι διαπιστευμένοι στο Ευρωκοινοβούλιο, δηλαδή μπορούν να συναντούν ευρωβουλευτές.
Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία, από το τι ψηφίζει το Ευρωκοινοβούλιο, έως τις οδηγίες της Επιτροπής και τους κάθε λογής κανονισμούς, διαμορφώνουν ουσιαστικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο καλούνται να δραστηριοποιηθούν οι επιχειρήσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι σε αρκετά πεδία η ευρωπαϊκή ρύθμιση είναι ισχυρότερη των όποιων εθνικών προβλέψεων.
Επιπλέον, οι Βρυξέλλες είναι ένας τρόπος για να μπορεί κανείς να αναζητά επιρροή και στις κυβερνήσεις.
Θέλω να είμαι σαφής: από μόνο το φαινόμενο δεν είναι πρόβλημα.
Δικαίωμα είναι των επιχειρήσεων να παρακολουθούν από κοντά τη νομοθετική παραγωγή που τους αφορά ή να προσπαθούν να διατυπώσουν τις δικές τους θέσεις και τα δικά τους επιχειρήματα για διάφορα ζητήματα.
Όμως, τα προβλήματα αρχίζουν όταν οι πρακτικές γίνονται μάλλον αθέμιτες.
Όταν, δηλαδή, περνάμε σε μορφές άσκησης επιρροής που υπερβαίνουν την απλή έκφραση επιχειρημάτων ή τη διατύπωση αιτημάτων.
Όταν τα ποσά που δαπανώνται είναι ιδιαίτερα μεγάλα.
Όταν καλλιεργούνται δεσμοί με πολιτικούς που υπερβαίνουν τα όρια της απλής συζήτησης.
Όταν πολιτικοί μετατρέπονται σε εκπροσώπους των συμφερόντων των επιχειρήσεων.
Όταν έχουμε το φαινόμενο των «περιστρεφόμενων θυρών» και άνθρωποι εναλλάσσονται σε θέσεις στις επιχειρήσεις και στην πολιτική.
Στη δημοκρατία όλοι πρέπει να έχουν δικαίωμα λόγου. Και οι επιχειρήσεις.
Αλλά πρέπει να υπάρχουν κανόνες του παιχνιδιού.
Και να μη χρειάζεται να υπάρχουν whistleblowers για να μαθαίνουμε τι παιχνίδια παίχτηκαν (και ποια ποσά διακινήθηκαν) «κάτω από το τραπέζι».