To πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Οσμαν (Εσεξ, 1970), με τίτλο Η λέσχη φόνων της Πέμπτης, γνώρισε μεγάλη επιτυχία στη Μεγάλη Βρετανία και διεθνώς, οπότε ο συγγραφέας αποφάσισε να συνεχίσει με τους ίδιους ήρωες και ηρωίδες, που έχουν γοητεύσει πάνω από δύο εκατομμύρια αναγνώστες στον κόσμο. Σ’ εκείνο, η Ελίζαμπεθ, η Τζόις, ο Ρον κι ο Ιμπραΐμ, όλοι υπερήλικοι που ζουν σε έναν οικισμό ευγηρίας για εύπορους (υπάρχει πισίνα, γκαζόν για μπόουλινγκ, τζακούζι), έξω από την πόλη του Κεντ, κοντά σε δάσος, κάθε Πέμπτη συγκεντρώνονται και επιλύουν παλιά αστυνομικά προβλήματα με πραγματικούς φόνους, μελετώντας τους φακέλους.
Richard Osman
Ο άνδρας που πέθανε δύο φορές
Μετάφραση Αύγουστος Κορτώ.
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2022,
σελ. 376, τιμή 18,80 ευρώ
Η ιστορία του Ανδρα που πέθανε δύο φορές (εκδ. Ψυχογιός) αρχίζει όταν η Ελίζαμπεθ παίρνει ένα γράμμα από τον πρώην φίλο της, τον Μάρκους Καρμάικλ, ο οποίος έχει χαθεί από τη ζωή της. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι διαφορετική, αφού ο Καρμάικλ ποτέ δεν υπήρξε. Πρόκειται για έναν άνδρα κατασκευασμένο από πλαστά έγγραφα και σκηνοθετημένες φωτογραφίες, ήταν πλασμένος για να μεταφέρει απόρρητες πληροφορίες στους Ρώσους την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Σε μια παράλληλη ιστορία ο επιθεωρητής Κρις Χάντσον ασχολείται με μια υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών στην οποία είναι μπλεγμένη η Κόνι Τζόνσον και μερικά άλλα άτομα. Βοηθός του είναι η νεαρή αστυφύλακας Ντόνα. Στις συζητήσεις της με τα μέλη της ομάδας η Ελίζαμπεθ μιλάει για το παρελθόν, μα κυρίως για το παρόν, για τον Μάρτιν Λόμαξ με το μπόλικο χρήμα, για Ρώσους, Σέρβους και για την τουρκική μαφία στη Βρετανία που αγοράζει ηρωίνη από Αφγανούς. Κι ύστερα ένας νεαρός με ποδήλατο, ο Ράιαν, φιλόδοξος διακινητής ναρκωτικών, αρπάζει το κινητό του Ιμπραΐμ τραυματίζοντάς τον με αποτέλεσμα να καταλήξει στο νοσοκομείο. Ο πρώην σύζυγος της Ελίζαμπεθ καταφτάνει εκλιπαρώντας για βοήθεια καθώς κατηγορείται πως έκλεψε διαμάντια αξίας εκατομμυρίων λιρών. Τον κυνηγούν αμερικανοί γκάνγκστερ που δεν αστειεύονται και κάποια στιγμή τον σκοτώνουν. Μήπως όμως έχει σκηνοθετήσει τη δολοφονία του; Και τι απέγιναν τα διαμάντια; Επίσης, πώς θα αντιδράσει μετά από τη δίκη του ο Ράιαν, ο οποίος ονειρεύεται να μοιάσει του Πάμπλο Εσκομπάρ, του κολομβιανού ναρκέμπορου;
Το λογοτεχνικό παιχνίδι του Ρίτσαρντ Οσμαν είναι γεμάτο αναφορές στο παρελθόν των υπερηλίκων ηρώων του, που μιλούν για τις μυστικές υπηρεσίες, αναπολώντας την εποχή της δράσης τους στη ΜΙ5, μα και για τους έρωτές τους. Ενίοτε διαβάζουμε για ιστορίες που θυμίζουν εκείνες της Αγκαθα Κρίστι και του Τζον Λε Καρέ, δύο εμβληματικών συγγραφέων που συνάρπαζαν τους αναγνώστες και άφησαν το αποτύπωμά τους στην αστυνομική και στην κατασκοπική λογοτεχνία. Βεβαίως, εδώ τα νήματα της υπόθεσης δεν τα κινεί κάποιος σαν τον Ηρακλή Πουαρό, δεδομένου ότι η εποχή μας δεν σηκώνει παρόμοιου είδους ντετέκτιβ. Οι διαθήκες, οι κληρονομιές και οι δολοφονίες πλούσιων συγγενών έχουν αντικατασταθεί από τις διεθνείς μαφίες των ναρκωτικών που ξεπλένουν μαύρο χρήμα και ξεκαθαρίζουν τους λογαριασμούς τους με τα όπλα – στο τέλος του μυθιστορήματος γίνεται μια αλληλοσφαγή.
Διάσπαρτες στο κείμενο υπάρχουν αναφορές για τον τρόπο ζωής στη σύγχρονη Βρετανία. Οι ήρωες διαθέτουν λάπτοπ και γνωρίζουν άριστα τις νέες τεχνολογίες, έχουν λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου αναρτούν φωτογραφίες. Σε κάθε περίπτωση, ο αναγνώστης απολαμβάνει το γραμμένο με χιούμορ κείμενο της αφήγησης («ο Μάρτιν Λόμαξ έχει υπάρξει φτωχός και έχει υπάρξει και πλούσιος, και προτιμά να είναι πλούσιος»). Ασφαλώς, στην αστυνομική λογοτεχνία τα εγκλήματα γίνονται για το χρήμα, όπως ακριβώς και στην πραγματική ζωή, ενώ η εκδίκηση, η ζήλια και τα ερωτικά πάθη αποτελούν δευτερεύοντα κίνητρα διάπραξης των φόνων.