(ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΑ)
Διαβάζω πάντα στον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, κάτω απ’ το κοινωνιολογικό του κείμενο, ένα δεύτερο κείμενο, υπο-κείμενο στην «απόλαυση του κειμένου». Σε βαθμό μάλιστα που το πρώτο, εμφανές κείμενό του, να ενεργοποιείται από το δεύτερο με μια πτύχωση των δύο κειμένων, που αναπτυχώνονται ξανά σε ένα επόμενο βιβλίο του, επ’ άπειρον.
Ας μου επιτραπεί να το πω ευθέως: κάθε βιβλιοκρισία σε τέτοιου είδους διπλά κείμενα είναι ένα πρόσχημα καθαρά ρητορικού χαρακτήρα. Και προφανώς θέτει απροσχημάτιστα ένα εγγενές πρόβλημα – και στην κοινωνιολογία – το οποίο οι κοινωνικοί μας επιστήμονες παρακάμπτουν. Το πρόβλημα συνίσταται στο εξής: Πώς μια προσωπική εμπειρία – η πολυετής σχέση μου με τον Τσουκαλά – κατατεθειμένη σ’ έναν ιδιωματικό λόγο, δικαιούται να αναφέρεται ευθέως και στην κανονιστική ορθότητα και στην προτασιακή αλήθεια των κοινωνικών επιστημών; Και πώς κάποιος που εκ συστήματος παρακάμπτει την αυτοτέλεια των ειδών του λόγου, με ρητορικά σχήματα και αυτοαναφορικές τακτικές, μπορεί να μιλήσει (αντι-κειμενικά) για ένα σημαντικό επιστημονικό έργο – την κοινωνιολογία του Κ. Τσουκαλά – τολμώντας μάλιστα να τη χαρακτηρίσει «μπαρόκ»; Η απάντησή μου ως προς την ιδιορρυθμία των όσων υποστηρίζω αντλείται από τη σημασία που ο Ρίτσαρντ Ρόρτι απέδιδε στα νέα διαταρακτικά λεξιλόγια για το καθεστώς της αλήθειας εν γένει, όπως επίσης και από την παράγραφο εκείνη από το Πανεπιστήμιο άνευ όρων του Ζακ Ντεριντά, όπου αμφισβητείται εάν «ένας μαθησιακός λόγος εντός των Ανθρωπιστικών Σπουδών είναι μόνο μάθηση» ή «λογοτεχνία; Ή μήπως θέατρο;». Οπότε μόνον η κατάλυση των στεγανών θα οδηγούσε στη διαμαθησιακότητα, που είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε σήμερα για την επανεπεξεργασία της έννοιας του «πολιτικού», κύριο μέλημα του Κ. Τσουκαλά ακόμη και στο τελευταίο βιβλίο του, «Για μιαν άλλη Πολιτεία;» από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Διότι ποιο μπορεί να είναι το μέλημα ενός κοινωνιολόγου που ανδρώθηκε τη δεκαετία του ’70 στη σκιά της δικτατορίας του ’67, στο φως του Μαΐου του ’68, και γαλουχήθηκε από έναν αναθεωρημένο μαρξισμό – τον οποίο και παρακολούθησε να μετεξελίσσεται σε έναν παγιωμένο, στους περισσότερους μαρξιστές, καντιανισμό – προβάλλοντας μάλιστα ενστάσεις φουκωικής εμπνεύσεως και μπορχιανής ευφυΐας;
Επιπλέον και έναν ανομολόγητο ντελεζιανισμό μέσω της έννοιας της εμμένειας [immanence] και της πολλαπλότητας [multiplicité] – που επεξεργάστηκε διά βίου ο Ζιλ Ντελέζ – αλλά εξίσου και της έννοιας της πτύχωσης [pli] ως διαπλοκής των μορφολογικών εκείνων στοιχείων (μπαρόκ) που εμφανίζονται στη σκέψη και στην τέχνη με την υπερβολή ενός Μπερνίνι.
Ποιο μπορεί να είναι λοιπόν το καθήκον ενός πολιτικού διανοητή που προτάσσει, εμμένοντας, την κατάφαση της κοινωνικής δικαιοσύνης και βιώνει με μια εργασία πένθους την απόσυρση του μαρξιστικού παραδείγματος, επιδιδόμενος άοκνος στη γραφή; Εγκλειστος εντός αυτού του πεδίου εμμένειας [plan d’immanence], σαν άλλος Mαρκήσιος ντε Σαντ που προτρέπει από τη φυλακή του – τη φυλακή του γραφείου του – να κάνουμε ακόμη μια προσπάθεια για να γίνουμε δημοκράτες; Και πώς αυτή η γραφή, συνεχώς en fuite, από το ένα βιβλίο (σ)το άλλο, συνιστά πολιτική πράξη η οποία μάλιστα στο ερώτημα του Λένιν: «Τι να κάνουμε;», απαντά: να γράψουμε για το «τι να κάνουμε»!
Να γράφουμε συνεχώς πτυχώνοντας το «τι να κάνουμε;», με αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε πλέον, όπως ο Σαντ, ο Προυστ ή ο Τζόις. Πτυχώνοντας δηλαδή την καταστατική αντιστοιχία των λέξεων με τη μέθη της απόλαυσης από το γράφειν, πτύχωση επί πτύχωσης [pli sur pli], προκειμένου, όπως ο Σαντ, ο Προυστ ή ο Τζόις, να αναχαιτίσουμε την ψύχωση και, όπως ο Τσουκαλάς, να καθιερώσουμε την πτύχωση – όχι πάνω στο μάρμαρο αλλά στο χαρτί. Ετσι να ξορκίσουμε τη μοίρα του έλληνα πολιτικού θεωρητικού: την απραξία και τη στασιμότητα.
Αλλά, υπό αυτή την παραλλαγή, και το ίδιο το ερώτημα του Λένιν αποκτά μια άλλη διάσταση. Την απάντηση στο ερώτημα αυτό τη διατυπώνει μια για πάντα ο Μαρσέλ Προυστ: «Διαβάζοντας μαντεύουμε, δημιουργούμε· όλα ξεκινούν από ένα αρχικό λάθος· όλα τα λάθη που ακολουθούν (…) όσο περίεργα κι αν μπορούν να φαίνονται σ’ εκείνον που δεν ξεκινάει απ’ το ίδιο σημείο, είναι όλα φυσικό να γίνονται». Ετσι η μοναδική κοινωνιολογία του Κωνσταντίνου Τσουκαλά – όπως σημείωνα παλαιότερα σε συλλογικό τόμο προς τιμήν του – έχει ως βάση της τις επ’ άπειρον εννοιολογικές πτυχώσεις του συγγραφέα, όπως κυρτώνονται και ανακυρτώνονται στη γραφή του, ώσπου να φτάσουν στο άπειρο ως «πτυχώσεις επί πτυχώσεων». Οταν ο Τσουκαλάς αναλύει το κοινωνικό, το πράττει προκειμένου να εξηγήσει πώς είναι αδύνατον να εξασφαλιστεί η οριστική συγκρότηση της έννοιας της πολιτικής εξουσίας. Αλλως ειπείν, πως η πολιτική εξουσία, εκτός περιγράμματος, ανθίσταται στην περιγραφή της, μέχρι του νομιναλιστικού εκείνου ορισμού για την εξουσία, τον οποίο μας παρέδωσε ο Φουκώ.
Οι εκπτυχώσεις, που με υπομονή μεγάλου μόδιστρου ράβει και ξηλώνει ο Τσουκαλάς, τα στριφώματα και τα πλισέ (οι υποσημειώσεις του), κυρίως τα πατρόν του Τσουκαλά (το έθνος, ο λαός, ο πόλεμος, η παιδεία), είναι ό,τι ο Λάιμπνιτς ονομάζει «διφορούμενα σημεία». Οι εκπτυχώσεις προφανώς δεν είναι το αντίθετο των
πτυχώσεων, όπως και η σταθερά δεν είναι το αντίθετο της παραλλαγής: είναι μια «σταθερά μετασχηματισμού», όπου τίποτε δεν μπορεί να είναι δεδομένο, επειδή η εμπρόθετη ύπαρξή του είναι προοπτικά μεταβλητή.
Οπότε, τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο, επειδή η μεταβλητή ύπαρξή του ουδέποτε μπορεί να αποσαφηνιστεί εντελώς. Παράδειγμα; Ο Θεός. «Οταν η μονάδα δεσπόζει σε αποκλίνουσες σειρές», γράφει ο Ντελέζ, «εκλείπει και ο άλλος όρος». Ο όρος όμως αυτός επιστρέφει διότι η μονάδα διανοίγεται σε μια σπείρα, η οποία απομακρύνεται όλο και περισσότερο από ένα κέντρο, χωρίς ωστόσο να μπορεί να απαλλαγεί από αυτό. Εξακολουθεί να αναπτύσσεται από μια άλλη οπτική γωνία θεώρησης, αλλά δεν είναι πλέον η ίδια. Αυτό σημαίνει πτυχώνω, εκπτυχώνω, αναπτυχώνω τις θεμελιακές έννοιες της κοινωνικής επιστήμης. Δεν σημαίνει απλώς
διευκρινίζω, αλλά εντυλίσσω και εκτυλίσσω στο μέτρο που αυτές οι ίδιες οι έννοιες (εξουσία, λαός, έθνος) υφίστανται την «περιπέτεια των σημασιών τους», δηλαδή ορίζονται από την ικανότητά τους να πτυχώνονται επ’ άπειρον. Αλλά – και σ’ αυτό έγκειται η συνεισφορά του Τσουκαλά – να εκπτυχώνονται διαρκώς συνιστώντας αυτό που ο Ντελέζ ονομάζει «σταθερά μετασχηματισμού» και ο Τσουκαλάς, στην ακινάτια σούμα του: «αθεολογία» – χωρίς ακόμη να μας το έχει πει ευθέως.
Ομως χρειάζεται να συνεχίσω.