Παρότι το χρέος είναι υψηλότερο λόγω του «σοκ» της πανδημίας, δεν υπάρχει θεμελιώδης λόγος να σκεφτούμε μια κρίση χρέους. Αυτό αναφέρει σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Πορτογαλίας Mario Centeno, υπογραμμίζοντας ότι το σημερινό ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο είναι πιο ισχυρό και οι πολιτικές συντονισμένες ενώ και τα κράτη-μέλη έχουν προχωρήσει σε κινήσεις με σκοπό τη μείωση του κινδύνου. Σπεύδει ωστόσο να ξεκαθαρίσει ότι το τρέχον πληθωριστικό πλαίσιο της ενέργειας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως «αποδιοπομπαίος τράγος» για αδικαιολόγητες δημοσιονομικές πολιτικές και τονίζει ότι η στήριξη θα πρέπει να είναι στοχευμένη. Επισημαίνει, τέλος, ότι δεν προβλέπει πως η Ελλάδα θα χάσει την πρόσβαση στις αγορές.
Εκθέσεις διεθνών αναλυτών υπογραμμίζουν τον ορατό κίνδυνο να εισέλθει η Ευρώπη σε ύφεση. Εκτιμάτε ότι βρισκόμαστε πριν από την έναρξη ενός νέου κύκλου οικονομικής κρίσης ή μιας κρίσης χρέους;
Η αδικαιολόγητη επιθετικότητα της Ρωσίας προς την Ουκρανία διαταράσσει το εμπόριο και αυξάνει τις τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων, κάτι που επιβραδύνει την ανάπτυξη της Ευρώπης. Ωστόσο, η επιβράδυνση δεν είναι ύφεση. Στην ανάκαμψη από την πανδημία, η ευρωπαϊκή οικονομία επωφελείται από την κάλυψη της εσωτερικής ζήτησης – ακόμα κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα -, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών. Η δημοσιονομική στήριξη από την πανδημία αποδείχθηκε «μαξιλάρι» για τις εταιρείες.
Μέχρι στιγμής, η αγορά εργασίας διατηρείται εξαιρετικά καλά, γεγονός που λειτουργεί ως αποθεματικό για την αποφυγή μιας ύφεσης. Το ερώτημα τώρα είναι εάν η ισχύς της αγοράς εργασίας θα παραμείνει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι κινήσεις στην αγορά εργασίας πρέπει να παρακολουθούνται στενά. Οσον αφορά το χρέος, παρά το γεγονός ότι είναι υψηλότερο λόγω του «σοκ» της πανδημίας, δεν υπάρχει θεμελιώδης λόγος να σκεφτούμε μια κρίση χρέους. Το σημερινό ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο είναι πιο ισχυρό και οι πολιτικές συντονισμένες, όπως είδαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Επιπλέον, οι χώρες έχουν προχωρήσει σε κινήσεις με σκοπό τη μείωση του κινδύνου. Θυμηθείτε ότι το 2019, όλες οι χώρες της ευρωζώνης συμμορφώθηκαν με τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους.
Η ΕΚΤ αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια τον Ιούλιο, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τον υψηλό πληθωρισμό. Υπάρχουν όμως και ανησυχίες ότι μια απερίσκεπτη αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να βλάψει την οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης. Συμμερίζεστε αυτές τις ανησυχίες;
Η διαδικασία εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής, που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο, ακολουθεί τη σταδιακή της πορεία. Η πολιτική της ΕΚΤ προσαρμόζεται διαδοχικά, σε μια διαδικασία που βασίζεται στα δεδομένα.
Με στόχο να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, τον περασμένο Ιούνιο η ΕΚΤ ανακοίνωσε την αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης έως τον Ιούλιο και την προσδοκία να τα αυξήσει ξανά τον Σεπτέμβριο. Αυτό ήδη λειτουργεί. Τα επιτόκια της αγοράς αυξάνονται και οι πιστώσεις έχουν αρχίσει να περιορίζονται. Το να μην αντιδράσουμε θα ήταν χειρότερο για την ευρωπαϊκή οικονομία, επιδεινώνοντας τις ανισορροπίες.
Τα σπρεντ των ομολόγων στην ευρωζώνη είναι σε υψηλά επίπεδα, ενώ υψηλό είναι και το κόστος δανεισμού, ειδικά για την Ελλάδα και την Ιταλία. Υπάρχει πιθανότητα να διολισθήσει ξανά σε δυσμενή θέση και να μην μπορεί να δανειστεί από τις αγορές, εάν υλοποιηθούν τα χειρότερα σενάρια που σχετίζονται με τη συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση;
Οι αγορές φαίνεται να επικεντρώνονται σε γεγονότα του παρελθόντος χωρίς να συνειδητοποιούν ότι το θεσμικό πλαίσιο έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Είμαι βέβαιος ότι, εν ευθέτω χρόνο, οι αγορές θα συγκλίνουν προς μια ισορροπία βελτίωσης της ευημερίας.
Οπως είπα προηγουμένως, το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο έχει εξελιχθεί και, ως εκ τούτου, δεν προβλέπω σενάριο όπου αυτές οι χώρες θα χάσουν την πρόσβαση στην αγορά. Είμαι βέβαιος ότι θα κάνουν αυτό που τους αναλογεί. Η δημοσιονομική εποπτεία της ΕΕ είναι καλά διευθετημένη και η αίσθηση της δημοσιονομικής ευθύνης εδραιώνεται ολοένα και περισσότερο στη νοοτροπία των κυβερνήσεων.