Σύμφωνα με μια σχολή λογοτεχνικής γραφής είναι πάντα καλύτερο να γράφεις για πράγματα που γνωρίζεις. Ο ισπανός συγγραφέας Χοσέ Κάρλος Σομόθα, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας ΛΕΑ, εξηγεί στο «Βήμα» την τεχνική τού να γράφεις για όσα δεν γνωρίζεις.

Τα οποία όπως τονίζει, μπορείς να μάθεις χάρη στα βιβλία, στη φαντασία – και στη συγγραφική δεινότητα, προσθέτουμε εμείς. Μας θυμίζει ότι οφείλει τη διεθνή του φήμη ως ανανεωτή του ισπανικού αστυνομικού μυθιστορήματος στο Σπήλαιο των ιδεών (εκδ. Πατάκη), του οποίου η πλοκή διαδραματίζεται στην Αθήνα του Πλάτωνα.

Χοσέ Κάρλος Σομόθα
Σπουδή στο μαύρο. Η «προϊστορία» του Σέρλοκ Χολμς
Μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου.
Εκδόσεις Πατάκη, 2022,
σελ. 512, τιμή 19,90 ευρώ

Ο Σομόθα δηλώνει γοητευμένος από την Αθήνα, στην οποία βρέθηκε για την παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο Σπουδή στο μαύρο (εκδ. Πατάκη), του οποίου η πλοκή εκτυλίσσεται στη βικτωριανή Αγγλία και είναι εμπνευσμένη από τον Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, δημιουργό του Σέρλοκ Χολμς.

 

Πώς προέκυψε η ιδέα ενός μυθιστορήματος με φόντο τη βικτωριανή Αγγλία;

«Ηθελα να γράψω για αυτή την εποχή που υπήρξε πολύ παραγωγική για τους συγγραφείς. Ηθελα ταυτόχρονα να πάω πίσω στον χρόνο και σε έναν κόσμο πιο παλιό που θα μου έδινε κατά κάποιον τρόπο μεγαλύτερη ελευθερία».

 

Μελετήσατε πολύ για να αποδώσετε την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής, ακόμη και τη γλώσσα; Διαβάζοντας το βιβλίο σας είχα την εντύπωση ότι είναι γραμμένο από αγγλοσάξονα συγγραφέα!

«Οι συγγραφείς δεν τεκμηριώνουν μια εποχή όπως οι ιστορικοί. Γνώρισα τη βικτωριανή εποχή διαβάζοντας τη λογοτεχνία της, βυθίστηκα στην ατμόσφαιρα της. Μην ξεχνάτε ότι όλα τα βιβλία είναι μυθοπλασία, ακόμη και τα πιο καλά τεκμηριωμένα. Διάβασα Ντίκενς, βιβλία για τα άσυλα της εποχής, για το Πόρτσμουθ. Διάβασα τα γραπτά της νοσοκόμας Φλόρενς Νάιντινγκεϊλ, που θεμελίωσε τη σύγχρονη νοσηλευτική. Η Νάιτινγκεϊλ με βοήθησε πολύ στο να πλάσω τον χαρακτήρα της νοσοκόμας Αν Μακ Κάρεϊ».

Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι μπορούμε να γράψουμε για ό,τι θέλουμε, αρκεί να βρούμε έναν ενδιαφέροντα τρόπο να το εκφράσουμε. Αυτή είναι η ελευθερία που σου δίνει η λογοτεχνία

Η Αν είναι η βασική ηρωίδα του βιβλίου μαζί με τον κύριο Χ, τον ψυχιατρικό ασθενή τον οποίο φροντίζει. Πως εμπνευστήκατε αυτόν τον ήρωα, στον αντίποδα της Αν;

«Η πρώτη μου ιδέα για αυτό το μυθιστόρημα ήταν ότι ενώ έχουν γραφτεί τόσο πολλά για τον Σέρλοκ Χολμς, ελάχιστα έχουν γραφεί για τον δημιουργό του, τον Κόναν Ντόιλ, με τον οποίο έχω κοινά: ήταν γιατρός όπως και εγώ, ήθελε να γράψει λογοτεχνία όπως και εγώ. Η διαφορά μας, εκτός των άλλων, είναι ότι εκείνος συνέχισε να ασκεί την Ιατρική όντας πλέον λογοτέχνης. Ως νεαρός γιατρός εργάστηκε και στο Πόρτσμουθ και είχε πει ότι εμπνεύστηκε τον Σέρλοκ Χολμς από έναν σπουδαίο γιατρό της εποχής. Αναρωτήθηκα λοιπόν τι θα είχε συμβεί αν, αντί για έναν γιατρό, η έμπνευση του Κόναν Ντόιλ για τον ήρωά του ήταν ένας ασθενής που δίνει περισσότερη σημασία στη διάσταση των ονείρων και λιγότερο στη λογική. Από το Σπήλαιο των ιδεών και μετά, η σύνδεση της λογικής με τον κόσμο των ονείρων είναι ένα είδος προσωπικής εμμονής».

Συμφωνείτε με τη διαπίστωση πως παρότι διαδραματίζεται στη βικτωριανή Αγγλία, στο μυθιστόρημά σας πραγματεύεστε επίκαιρα ζητήματα, όπως την κακοποίηση των γυναικών, των παιδιών, τη φτώχεια;

«Παραδόξως εκείνος ο κόσμος έχει πολλά κοινά με τον σημερινό. Ηταν ένας κόσμος όπου η μεσαία και ανώτερη αστική τάξη διασκέδαζε στα θέατρα, στα θεάματα της εποχής, και από την άλλη υπήρχε μια μεγάλη κοινωνική μάζα την οποία αποτελούσαν παιδιά, πεινασμένα, ορφανά. Αν δείτε φωτογραφίες παιδιών της εποχής, είναι ανατριχιαστικές. Σκέφτηκα να εντάξω τα παιδιά στο βιβλίο, την τρυφερότητα που αισθάνεται η Αν για αυτά, σε αντίθεση με τον κύριο Χ, ο οποίος τα εργαλειοποιεί, τα χρησιμοποιεί ως τα αφτιά και τα μάτια του στον έξω κόσμο, καθώς ο ίδιος δεν βγαίνει ποτέ από το δωμάτιό του».

Δίνετε την εντύπωση ότι θα μπορούσατε να γράψετε με την ίδια άνεση ένα καλό μυθιστόρημα με πλοκή σε οποιαδήποτε χώρα, σε οποιαδήποτε εποχή. Αυτό είναι ταλέντο, δεν είναι;

«Δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν έχω ταλέντο, όμως είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι μπορούμε να γράψουμε για ό,τι θέλουμε, αρκεί να βρούμε έναν ενδιαφέροντα τρόπο να το εκφράσουμε. Αυτή είναι η ελευθερία που σου δίνει η λογοτεχνία, να μιλάς για ό,τι θέλεις με όποιον τρόπο θέλεις – με φροντίδα ασφαλώς. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της λογοτεχνίας σε σχέση με τις άλλες τέχνες».

 

Στο βιβλίο αναφέρεστε εκτενώς στο θέατρο της βικτωριανής εποχής. Από πού προέρχεται η αγάπη σας για το θέατρο;

«Στη βικτωριανή Αγγλία υπήρχαν πολλά θέατρα, οι άνθρωποι διασκέδαζαν, αντίθετα με τη διαδεδομένη αντίληψη ότι επρόκειτο περί συντηρητικής κοινωνίας που δεν διασκέδαζε ποτέ. Η αγάπη μου για το θέατρο ξεκινά από τον Σαίξπηρ, τον πιο αγαπημένο μου συγγραφέα. Ο Σαίξπηρ έγραφε για όλον τον κόσμο, για τους μορφωμένους και για τους αναλφάβητους και κληροδότησε ένα έργο συναρπαστικό για όλους. Αν υπάρχει κάτι για το οποίο δεν είμαι ταπεινός, είναι οι γνώσεις μου για το έργο του. Εχω συμμετάσχει σε διεθνή συνέδρια, ως μυθιστοριογράφος και όχι ως φιλόλογος, είμαι μέλος σχετικών ενώσεων, έμαθα αγγλικά για να διαβάζω Σαίξπηρ στο πρωτότυπο».

Πώς αποφασίσατε να εγκαταλείψατε την Ιατρική για τη Λογοτεχνία;

«Κατ’ αρχάς σέβομαι απολύτως τη δουλειά των γιατρών και των νοσηλευτών, είμαι παντρεμένος με μια γιατρό. Η απάντησή μου ίσως σας φανεί αφελής: μου άρεσε περισσότερο η Λογοτεχνία. Ξέρετε, μας έχουν εκπαιδεύσει από παιδιά να ελέγχουμε τις προτιμήσεις μας. Ωστόσο, οι προτιμήσεις είναι κάτι προσωπικό, μυστηριώδες. Γιατί ορισμένοι άνθρωποι προτιμούν το γαλάζιο και άλλοι το κόκκινο; Αλλοι το βουνό και άλλοι τη θάλασσα; Οταν ήμουν παιδί, ήθελα να γίνω χειρουργός. Παρίστανα ότι χειρουργούσα και όταν τελείωνα το παιχνίδι μου συνέχιζα γράφοντας ιστορίες – ήμουν ήδη 8-9 ετών. Τις έχω ακόμη αυτές τις ιστοριούλες. Σκέφτηκα λοιπόν τελειώνοντας την Ψυχιατρική, να δώσω μια ευκαιρία στον εαυτό μου και να στείλω χειρόγραφα σε εκδότες. Η σύζυγός μου ήταν η μόνη που με ενεθάρρυνε, οι γονείς μου δεν καταλάβαιναν πώς μετά από 12 χρόνια σπουδών ήθελα να κάνω κάτι άλλο. Εθεσα ένα χρονικό περιθώριο στον εαυτό μου για να δω τι θα καταφέρω. Δεν φοβήθηκα ποτέ γιατί έκανα αυτό που ήθελα».