Η θανάτωση ή δολοφονία του Μπαζού, του 27ετούς χιμπατζή στο Αττικό Ζωολογικό Πάρκο, φέρνει στο προσκήνιο μια παλιά διαμάχη. Αυτήν της αναγκαιότητας ζωολογικών κήπων ή πάρκων.
Τα υπέρ και τα κατά στην εν λόγω αντιπαράθεση μερικές φορές μοιάζουν παιδικά, σε κάποια όμως αξίζει να σταθεί κανείς. Για παράδειγμα, υπερασπιστές του θεσμού τονίζουν για την προσφορά του στη διατήρηση της άγριας ζωής και θα ήταν λάθος να τα βάλει κανείς όλα σε ένα τσουβάλι. Οπως είπαν στο «Βήμα» μέλη οργανώσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα καταφύγια για την προστασία άγριων ζώων, είναι τελείως διαφορετικό για την ευζωία των ζώων το να διαβιούν στο – έστω και περιορισμένο – φυσικό τους περιβάλλον και τελείως διαφορετική η περίπτωση εξωτικών ειδών που φιλοξενούνται και εκτίθενται σε άγνωστους για αυτά βιοτόπους και κλιματικές συνθήκες.
«Τα αιχμάλωτα ζώα δεν είναι οικόσιτα»
«Ανθρωποκεντρικά ιδρύματα που εξυπηρετούν την περιέργεια του ανθρώπου» χαρακτηρίζει τους ζωολογικούς κήπους η κτηνίατρος Αννα Κατωγυρίτη, με εξειδίκευση και κατάρτιση στα άγρια ζώα, η μοναδική ελληνίδα κτηνίατρος που έχει συνεργαστεί με τη διεθνούς φήμης πρωτευοντολόγο και πρέσβειρα Ειρήνης του ΟΗΕ δρα Τζέιν Γκούνταλ. Η κυρία Κατωγυρίτη μάλιστα ενώ ακόμη φοιτούσε στην Αμερική ίδρυσε στην Ελλάδα το επίσημο γραφείο της δρος Γκούνταλ. Μέσω αυτού ανέπτυξε το διεθνές δωρεάν εκπαιδευτικό πρόγραμμα Roots & Shoots και στη χώρα μας, με στόχο την ενθάρρυνση παιδιών και νέων ώστε να πραγματοποιούν θετικές δράσεις για τον άνθρωπο, το περιβάλλον και τα ζώα. Η ίδια έχει ταξιδέψει σε δεκάδες χώρες παρέχοντας αφιλοκερδές έργο σε κέντρα αποκατάστασης άγριων ζώων ενώ αναλαμβάνει αφιλοκερδώς τη δημιουργία προγραμμάτων για τα αδέσποτα αντλώντας ιδέες και γνώσεις από την 20ετή εμπειρία της σε ζητήματα ευζωίας των ζώων.
Είναι λοιπόν ο κατάλληλος άνθρωπος για να συζητήσουμε το θέμα. «Οι ζωολογικοί κήποι αναντίρρητα εξυπηρετούν έναν εμπορικό σκοπό προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τα μέγιστα έσοδα ελαχιστοποιώντας παράλληλα το κόστος συντήρησής τους» μας είπε από την Ταϊλάνδη όπου την εντοπίσαμε. «Υπάρχουν κάποιοι ωστόσο που επενδύουν μεγάλα ποσά από τα κέρδη τους σε προγράμματα διατήρησης άγριων ζώων στην Αφρική – δωρίζοντας εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο. Για παράδειγμα, γνωρίζω για τις δράσεις του Disney Conservation Fund που όχι μόνο στέλνει στην Αφρική εξειδικευμένους κτηνιάτρους, αλλά παράλληλα χρηματοδοτεί τη συντήρηση πιστοποιημένων καταφυγίων και κέντρων αποκατάστασης. Σίγουρα λοιπόν υπάρχουν ζωολογικοί κήποι που πραγματοποιούν αξιοθαύμαστο έργο απευθείας στις χώρες από τις οποίες προέρχονται τα άγρια ζώα, όπως οι χιμπατζήδες. Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι τα ζώα ακόμα και σε αυτούς τους ζωολογικούς κήπους ζουν σε καταστάσεις αιχμαλωσίας είτε διότι αναπαρήχθησαν για να πουληθούν στους ζωολογικούς είτε διότι παγιδεύτηκαν και μεταφέρθηκαν σε αυτούς με σκοπό την έκθεσή τους στο κοινό. Κανένας ζωολογικός κήπος στον κόσμο δεν μπορεί να αντικαταστήσει το φυσικό περιβάλλον των άγριων ζώων και τις συνθήκες διαβίωσής τους». Ακόμα και στην περίπτωση που τα ζώα που φιλοξενούνται στον ζωολογικό κήπο έχουν γεννηθεί σε αυτόν; ρωτάμε. «Το ότι γεννήθηκαν στην αιχμαλωσία δεν σημαίνει ότι είναι οικόσιτα» απαντά κατηγορηματικά.
«Υπάρχουν και άλλοι τρόποι ευαισθητοποίησης»
Το δεύτερο σημαντικό επιχείρημα των «οπαδών» του θεσμού των ζωολογικών κήπων ή πάρκων είναι πως βλέποντας τα άγρια ζώα εξοικειώνεται κανείς με την άγρια φύση και πιθανόν να ευαισθητοποιηθεί για την προστασία της. Παρωχημένη χαρακτηρίζει τη θέση αυτή η δρ Κατωγυρίτη. «Τα σημερινά μέσα μάς δίνουν όλες τις δυνατότητες να γνωρίσουμε τα άγρια ζώα και να καταλάβουμε πως δεν πρέπει να επεμβαίνουμε στο φυσικό τους περιβάλλον. Δεν συμφωνώ με την ύπαρξη ζωολογικών κήπων. Θεωρώ πως αποτελούν βιτρίνες στις οποίες εκτίθενται ζώα για εγωιστικούς καθαρά λόγους. Το ίδιο το ζώο που βρίσκεται σε αιχμαλωσία δεν ωφελείται. Υπάρχουν άλλοι τρόποι με τους οποίους μπορεί να ευαισθητοποιηθεί το κοινό (κάτι που ακολούθησαν και οι γονείς μου): όπως η παρακολούθηση αξιόλογων ντοκιμαντέρ, το διάβασμα βιβλίων για άγρια ζώα ή περιοδικών όπως το «National Geographic», και σε μεγαλύτερες ηλικίες η εθελοντική εργασία σε κέντρα αποκατάστασης».
«Ιδιες ψυχοπαθολογίες με ανθρώπους σε αιχμαλωσία»
Οι συνέπειες στη συμπεριφορά, στην εξέλιξη, ακόμα και στην πνευματική υγεία ενός άγριου ζώου σε συνθήκες αιχμαλωσίας έχουν γίνει αντικείμενο δεκάδων μελετών και ερευνών παγκοσμίως. Η δρ Κατωγυρίτη έχει ιδιαίτερη εμπειρία λόγω της ενασχόλησής της με τους χιμπατζήδες – και όχι μόνο. «Οι χιμπατζήδες είναι οι κοντινότεροι εξελικτικά συγγενείς μας. Αποτελούν αδελφικό μας είδος και, ακριβώς όπως και σε εμάς, τα συναισθήματά τους πληγώνονται και μπορούν να νιώσουν προδομένοι, θυμωμένοι, να κλάψουν με δάκρυα, να νιώσουν χαρά κ.τ.λ. Εχουν όλες τις ψυχοπαθολογίες που μπορεί να εμφανίσουν και οι άνθρωποι σε συνθήκες αιχμαλωσίας. Επομένως, η συμπεριφορά των χιμπατζήδων δεν είναι φυσιολογική σε έναν ζωολογικό κήπο – όπως δεν θα ήταν και η δική μας. Συμφωνώ με τον δρα Ιτάι Ρόφμαν (πρωτευοντολόγο και εκπρόσωπο του Jane Goodall Institute στο Ισραήλ), ο οποίος μού ανέφερε πως ένα ζώο όπως ο χιμπατζής δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος σε έναν χώρο αιχμαλωσίας εάν οι βιολογικές, οικολογικές και κοινωνικές ανάγκες του δεν εκπληρώνονται. Πρέπει, μέσα από τις συνθήκες που τους παρέχονται, να έχουν τη δυνατότητα αυτεκπλήρωσης – κάτι το οποίο δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί σε ένα πάρκο. Οι χιμπατζήδες ανήκουν και αυτοί στο γένος Homo, έχοντας παρόμοιες κοινωνικές ανάγκες με εμάς. Εάν δεν νιώθουν σαν να βρίσκονται στη φύση με πλήρη δυνατότητα εξερεύνησης του περιβάλλοντός τους, ακόμα και οι κοινωνικές τους δομές δεν μπορούν να αναπτυχθούν σωστά.
Το ίδιο ισχύει για όλα τα άγρια ζώα – ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε είδους. Κανένα άγριο ζώο δεν αξίζει να ζει τη ζωή του ως έκθεμα. Ολα τα έμβια όντα έχουν το δικαίωμα της αξιοπρεπούς και ελεύθερης ανάπτυξης της ζωής τους. Τα ζώα και ιδίως οι χιμπατζήδες αντιλαμβάνονται και στενοχωριούνται όταν οι άνθρωποι δεν τους δίνουν σημασία, πόσω μάλλον όταν τους περιγελούν οι επισκέπτες ή τους πετούν σκουπίδια, όπως συχνά συμβαίνει σε πάρκα» καταλήγει.