1Α. Οι δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ROE, 1973 και CASEY, 1992) και η πρόσφατη, ανατρέπουσα αυτές, DOBBS, 2022, αναδεικνύουν μέσω της νομικής τους επιχειρηματολογίας και τις αξιακές και ιδεολογικές προδιαθέσεις των δικαστών που τις εξέδωσαν. Γεγονός πάντοτε συμβαίνον (Ευ. Βενιζέλος, Δικαστικός έλεγχος… σσ. 37-38).
Με την ROE το Ανώτατο Δικαστήριο θεμελίωσε το δικαίωμα τερματισμού της εγκυμοσύνης στο εμμέσως συναγόμενο από το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα και από μακρού χρόνου αναγνωριζόμενο από τη νομολογία του δικαίωμα της προσωπικότητας (right of privacy), που ασκείται στο πλαίσιο της ρυθμιζόμενης από κανόνες ελευθερίας. Τούτο, κατά την CASEY, περιλαμβάνει την ελευθερία επιλογής προσωπικών και ενδόμυχων αποφάσεων, αναπόσπαστων από την προσωπική αξιοπρέπεια και αυτονομία.
Ομως και αυτό δεν είναι απόλυτο: Ρυθμίζεται από ομοσπονδιακούς, συνεπώς, κανόνες και, κατά την ROE, από τις σύμφωνες προς αυτούς πολιτειακές νομοθεσίες τόσο από το τέλος του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης, οπότε η θνησιμότητα στην άμβλωση είναι μικρότερη εκείνης της γέννησης, όσο και από τότε που το έμβρυο είναι βιώσιμο (από 24 έως 28 εβδομάδες κύησης) έστω και με τεχνητή βοήθεια εκτός της εγκύου. Οι νομοθεσίες αυτές πρέπει μετά την πρώτη περίπτωση να αφορούν τη μητρική υγεία και μετά τη δεύτερη να απαγορεύουν την άμβλωση εκτός αν είναι αναγκαία για τη ζωή της εγκύου. Συνεπώς κατά το πρώτο τρίμηνο η έγκυος είναι ελεύθερη να υποστεί άμβλωση.
Την απόφαση αυτή ακολούθησε και η CASEY, ορίζοντας ότι οι πολιτειακές νομοθεσίες επιτρέπεται να επιβάλουν περιορισμούς στην άμβλωση και κατά το πρώτο τρίμηνο, υπό την προϋπόθεση ότι τόσο αυτός όσο και οποιοσδήποτε άλλος, για να είναι συνταγματικοί, πρέπει να μην τίθενται με σκοπό ή αποτέλεσμα να εμποδίζουν ουσιαστικά την προσπάθεια της εγκύου να αποβάλει ένα μη βιώσιμο έμβρυο (κριτήριο του μη οφειλόμενου βάρους).
2Α. Η DOBBS αναγνωρίζει ότι το προηγούμενο στην αγγλοαμερικανική νομοθεσία δεν απαγορεύει την ανατροπή προηγούμενων αποφάσεων, ιδίως ως προς την ερμηνεία του Συντάγματος, όπως εδώ. Τα επιχειρήματά της:
α. Οι υποστηρίζοντες τη ζωή του εμβρύου δεν μπορούν πλέον, κατά παράβαση της δημοκρατικής αρχής, να επιβάλλουν με πολιτειακούς νόμους την άποψή τους. Αυτό όμως είναι φυσική συνέπεια του εδραζόμενου στο ομοσπονδιακό Σύνταγμα δικαίωμα άμβλωσης.
β. Η ερμηνεία του Συντάγματος από την ROE και οι κανόνες που έθεσε «λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική σημασία των εμπλεκομένων συμφερόντων και τις απαιτήσεις των σοβαρών προβλημάτων της παρούσης» συνιστά άσκηση νομοθετικής λειτουργίας. Αλλά η αποστολή του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακριβώς να λαμβάνει υπόψη όλα τα ανωτέρω για να προβεί το ίδιο στην οριοθέτηση των εμπλεκομένων συμφερόντων προκειμένου ο νομοθέτης να ρυθμίζει λεπτομερέστερα περαιτέρω.
γ. Αδυναμία πρακτικής εφαρμογής των ερμηνευτικώς τεθέντων κανόνων.
Είναι αλήθεια ότι κάθε εγκυμοσύνη είναι μοναδική, αλλά ο μόνος τρόπος αλάνθαστης πρακτικής εφαρμογής είναι η απαγόρευση της άμβλωσης.
Β. Τέλος, η DOBBS εξετάζει αν η άμβλωση αποτελεί ουσιώδες συστατικό στοιχείο της ρυθμιζόμενης από κανόνες ελευθερίας, τούτο δε αποδεικνύεται από το αν η άμβλωση είναι «βαθιά ριζωμένη στην ιστορία και την παράδοσή μας» και από το πόσο είναι αναγκαία στο «σχήμα της ρυθμιζόμενης από κανόνες επιθυμίας».
Κριτήριο επικίνδυνο για την εποχή μας, όπου εμφανίζονται συχνότατα καταστάσεις που ταχύτατα επιβάλλονται.
Το Δικαστήριο ψέγει τους δικαστές της ROE ότι αγνόησαν ή παραποίησαν την ιστορία. Εν τούτοις το επικαλούμενο από τους δικαστές της DOBBS Common Law χαρακτήριζε αξιόποινη πράξη την άμβλωση μόνο «μετά την πρώτη αισθητή από την έγκυο κίνηση του εμβρύου» (quickening), όπως και πολλές Πολιτείες τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Η απάντηση των δικαστών της DOBBS ότι οι Πολιτείες αυτές θα μπορούσαν να την καταστήσουν αξιόποινη και νωρίτερα της quickening δεν απαντά στο ότι το ζήτημα είναι ακριβώς το ότι δεν το έκαναν. Συνεπώς, με την DOBBS, οι Πολιτείες μπορούν πλέον να ρυθμίσουν συνολικά την άμβλωση για νόμιμους λόγους στηριζόμενους σε ορθολογικές βάσεις που υπηρετούν νόμιμα πολιτειακά συμφέροντα.
Η 79 σελίδων DOBBS είναι αναλυτική αλλά νομίζω ότι κατά τα ανωτέρω στα ακανθωδέστερα ζητήματα δεν έχει πειστικά επιχειρήματα.
Ο κ. Νικόλαος Ρόζος είναι επίτιμος αντιπρόεδρος του ΣτΕ, ΔΝ.