«Απρόβλεπτος». «Προκλητικός». «Επικίνδυνος». «Αυταρχικός». Και τα επίθετα για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έχουν τέλος. Ωστόσο δεν ήταν πάντα έτσι. Ούτε απέναντι στην Ελλάδα ούτε στο εσωτερικό της Τουρκίας. Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Ο Ερντογάν στην αρχή της «καριέρας» του ως ηγέτης της Τουρκίας ήταν αυτός που έδωσε τις μεγαλύτερες ελπίδες για συνεργασία με την Ελλάδα, δημιουργώντας μάλιστα προοπτική επίλυσης προβλημάτων σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις της Αθήνας.
Διαβάστε ακόμη: Τουρκία χωρίς Ερντογάν; – Η γενιά Ζ θα καθορίσει το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών
«Η σημερινή μέρα θα περάσει στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας ως η μέρα που δημιουργείται ένα εντελώς νέο μοντέλο πολιτικής οργάνωσης, ανοιχτό στον δημοκρατικό έλεγχο των ψηφοφόρων… Και από σήμερα στην Τουρκία μας τίποτε δεν θα είναι όπως παλιά». Αυτά έλεγε ο Ερντογάν στην ομιλία του το μακρινό 2001, κατά την εκδήλωση ίδρυσης του νεογέννητου τότε Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).
Διαβάστε επίσης: Ερντογάν: Εκλογική ήττα «βλέπουν» οι δημοσκοπήσεις – Οι φήμες για την υγεία του
Η εκλογική νίκη του 2002
Το ΑΚΡ κέρδισε τις εκλογές το 2002, με τη βαθιά οικονομική κρίση που είχε πλήξει την Τουρκία να καταπίνει το σύνολο των κομμάτων της «Κεντροδεξιάς». Για την Αθήνα το 2002 δεν ήταν σαφές τι σήμαινε η εκλογή του, με τις δύο χώρες να έχουν βγει από μία μακρά περίοδο έντασης, επενδύοντας στη «διπλωματία των σεισμών» του 1999 που έδειξε να ανοίγει μία νέα πόρτα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Λίγο πριν από τις εκλογές, είχαν θεσπιστεί και ξεκινήσει ήδη από τον Μάρτιο του 2002 οι διερευνητικές επαφές Ελλάδας – Τουρκίας. Ενας διάλογος που συνεχίστηκε εντατικά τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΑΚΡ, με όσους έχουν γνώση των γεγονότων να επισημαίνουν ότι οι δύο πλευρές έφτασαν πολύ κοντά σε λύση, αλλά τους πρόλαβαν οι πρόωρες εκλογές του 2004 στην Ελλάδα, που μετέθεσαν τις τελικές αποφάσεις στην επόμενη κυβέρνηση…
Δεν είναι λίγοι οι τούρκοι δημοσιογράφοι που θυμούνται ακόμα και την «κουμπαριά» του Κώστα Καραμανλή με τον Ερντογάν στον γάμο της κόρης του το 2004, με την αντιπολίτευση του CHP σήμερα να ψέγει τον τούρκο πρόεδρο, λέγοντας ότι μετά το «Μητσοτάκης γιοκ» μπορεί να γίνει και κουμπάρος του.
Ο Ερντογάν ήταν και ο πρώτος τούρκος πρωθυπουργός που πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα τον Μάιο του 2004, από το 1988 και ο πρώτος που συναντήθηκε με τη μουσουλμανική κοινότητα της Θράκης, από το 1952. Μία παράδοση που τόσο ο ίδιος όσο και οι αξιωματούχοι του εργαλειοποίησαν τα τελευταία χρόνια.
Το Σχέδιο Αναν, όπως τονίζουν τούρκοι διπλωμάτες, ήταν ενδεικτικό της διάθεσης για λύσεις του Ερντογάν. Και η ήττα της λύσης στο δημοψήφισμα στην ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν το «πρώτο χαστούκι» που διέψευσε τις προσδοκίες του.
Η στροφή του 2013
Το ΑΚΡ κατάφερε να επικρατήσει στην τουρκική πολιτική σκηνή για 20 χρόνια, συνενώνοντας πολλά και διαφορετικά συμφέροντα. Και στην εξέλιξη των ετών ο Ερντογάν δεν προκάλεσε προβλήματα στην Αθήνα.
Σημείο καμπής η στροφή του το 2013, που συμπίπτει χρονικά με τις διαδηλώσεις στο Πάρκο Γκεζί, αλλά και το αποτυχημένο πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου 2016. Ενώ ξεκινούσε και μία νέα οικονομική κρίση στη γείτονα. Το άσυλο στους 8 τούρκους αξιωματικούς ήταν η αφορμή για τον Ερντογάν να περάσει σε μια πολιτική ρήξης με την Ελλάδα, που κορυφώθηκε το 2020 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα και χρησιμεύει μεταξύ άλλων και για εξαγωγή κρίσεων, όταν υπάρχει εσωτερική ανάγκη.
Μετά το «καυτό» 2020 και το ένα μορατόριουμ ηρεμίας να καταρρέει μετά με το άλλο, η πορεία προς το 2023 δείχνει μάλλον δύσκολη στα ελληνοτουρκικά. Μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον και το «Μητσοτάκης γιοκ» από τον Ερντογάν, η Τουρκία διατηρεί την «πολεμική» της ρητορική.
Την Δευτέρα ο τούρκος ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου επανήλθε στο ταξίδι Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον υποστηρίζοντας ότι «ταπείνωσε τον ίδιο του τον εαυτό», αφού «εκλιπαρούσε στην ομιλία του στο Κογκρέσο να μη μας δώσουν τα μαχητικά, σε πνεύμα που δεν αρμόζει σε συμμαχική χώρα και έκανε μικρότητες».