Ατονα εξελίσσεται η εμβολιαστική εκστρατεία για την 4η δόση, γεγονός που κάνει τους ειδικούς να προβληματίζονται τόσο για τους μήνες που ακολουθούν όσο και για το επερχόμενο φθινόπωρο. Η επέλαση ενός ακόμα κύματος εντός του έτους παραμένει ένα από τα επικρατέστερα σενάρια, συνεπώς η ενίσχυση της ανοσίας τότε θα είναι πιο επιτακτική και οι συνέπειες σημαντικές εάν διαπιστωθεί πως η ανταπόκριση παραμένει αναιμική.
Την ίδια ώρα, η επιστημονική κοινότητα επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία τις προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο που διατρέχουν εν μέσω καλοκαιριού οι πολίτες 60+, καθώς η συντριπτική πλειονότητα φαίνεται πως μεταθέτει τη δεύτερη αναμνηστική δόση για… αργότερα, αγνοώντας το 6ο κύμα και συνεπακόλουθα το ρίσκο που παίρνουν.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Υγείας, έως και την Παρασκευή το πρωί από τη δεξαμενή των ανθρώπων ηλικίας 30-59 ετών είχαν κάνει την τέταρτη δόση περί τους 15.300, ενώ την ίδια στιγμή εκκρεμούσαν περισσότερα από 17.750 ραντεβού. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τα ίδια δεδομένα στην Αττική, στη Θεσσαλονίκη αλλά και στο Ηράκλειο Κρήτης εντοπίζεται η πλειονότητα των νεότερων πολιτών που επέλεξαν να εμβολιαστούν.
Υπενθυμίζεται όμως ότι σύμφωνα με τις διευκρινιστικές οδηγίες των μελών της Επιτροπής Εμβολιασμών, η 4η δόση για τα άτομα της συγκεκριμένης ηλικιακής κατηγορίας σε καμία περίπτωση δεν είναι υποχρεωτική. Αντίθετα, θα πρέπει να γίνεται έπειτα από τη σύμφωνη γνώμη του γιατρού τους και εφόσον συντρέχουν λόγοι υγείας.
Η εικόνα εντούτοις διαπιστώνεται προβληματική κυρίως σε ό,τι αφορά τους πολίτες άνω των 60 ετών, υπό το πρίσμα πως αυτοί… οδηγούν τους «σκληρούς δείκτες». Αναλυτικότερα και ενώ η πλατφόρμα για δεύτερη αναμνηστική δόση έχει ήδη ανοίξει από τον περασμένο Απρίλιο, μόλις 332.000 έχουν κάνει το εμβόλιο, ενώ τα προγραμματισμένα ραντεβού είναι μερικές δεκάδες χιλιάδες (περί τα 40.700).
Μειώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών;
Η «απειθαρχία» που επιδεικνύουν οι πολίτες, με έμφαση κυρίως στους ηλικιωμένους και παρά τις ισχυρές συστάσεις της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, έχει δύο… αναγνώσεις, με τα κέντρα λήψης αποφάσεων που χειρίζονται την επικοινωνιακή πολιτική να αμφιταλαντεύονται για εκείνα που έρχονται. Η μία πιθανή εξήγηση είναι πως σταδιακά οι πολίτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους στα εμβόλια, δεδομένου ότι οι νέες υποπαραλλαγές διαφεύγουν την ανοσία, μολύνοντας ανεξαιρέτως εμβολιασμένους και μη. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν εστιάζουν στο πιο σημαντικό όφελος που προσφέρουν: την υψηλή και αδιαμφισβήτητη προστασία έναντι σοβαρών επιπλοκών.
Η δεύτερη πιθανή εξήγηση είναι πως τηρούν στάση αναμονής – παρά το μεγάλο ρίσκο σε περίπτωση που κολλήσουν -, αναμένοντας τα νέα επικαιροποιημένα εμβόλια. Στην πραγματικότητα όμως, δεν υπάρχουν διαβεβαιώσεις πως το φθινόπωρο η φαρέτρα θα έχει εμπλουτιστεί με εμβόλια πιο αποτελεσματικά στις μεταλλάξεις που πρωταγωνιστούν σήμερα.
«Απαιτείται χρόνος για τα νέα εμβόλια»
Και καθώς ώσπου να αποσαφηνιστεί τι μας επιφυλάσσουν οι τρέχουσες έρευνες μεσολαβούν τουλάχιστον τέσσερις μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων ο κορωνοϊός θα συνεχίσει να κυκλοφορεί, οι ειδικοί δεν κρύβουν την ανησυχία τους για τους πλέον ευάλωτους.
«Είναι ακόμη στο στάδιο κλινικής μελέτης και υπάρχει προβληματισμός για το ποια θα είναι πιο κατάλληλα και αν θα ανταποκριθούν στις προσδοκίες» σχολίασε πρόσφατα η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, κυρία Μαρία Θεοδωρίδου, και πρόσθεσε ότι «μέχρι να γίνουν και να εφαρμοστούν, απαιτείται χρόνος και αν έχουμε στα χέρια μας ένα εμβόλιο που προστατεύει σε μεγάλο ποσοστό είναι λάθος να περιμένουμε για ένα καλύτερο εμβόλιο. Μακάρι βέβαια να το έχουμε».
Στα ύψη κρούσματα και επαναλοιμώξεις
Την ίδια ώρα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προειδοποιεί πως αναμένει «υψηλά επίπεδα» κρουσμάτων COVID-19 φέτος το καλοκαίρι στην Ευρώπη, δεδομένου ότι τριπλασιάστηκαν οι μολύνσεις τον τελευταίο μήνα. Είναι ενδεικτικό πως μόνο στη χώρα μας η ανοδική τάση εντός του Ιουνίου, εν συγκρίσει με τον περασμένο Μάιο, ήταν της τάξεως του 76%.
Ακόμα πιο εντυπωσιακή ήταν η αύξηση των επαναλοιμώξεων, καθώς ξεπέρασε το 162%. Εντούτοις, οι υποπαραλλαγές ΒΑ.4 και ΒΑ.5, παρότι έχουν αποδείξει πως είναι ικανές να υψώσουν… κύματα, δεν φαίνεται να προκαλούν «ασφυξία» στα συστήματα υγείας. Αναλυτικότερα και αντλώντας πληροφορίες από τη «βιβλιοθήκη» του Οργανισμού, o αριθμός κρουσμάτων COVID-19 στις 50 χώρες της ζώνης του ΠΟΥ Ευρώπης πλησίασε την περασμένη εβδομάδα τα 500.000 καθημερινά, ενώ ήταν περίπου 150.000 στα τέλη Μαΐου. Ωστόσο, ο αριθμός των απωλειών, που έφτανε τις 4.000-5.000 την ημέρα τον χειμώνα, συνεχίζει να κινείται σε χαμηλά επίπεδα παρά την έξαρση που καταγράφεται – δηλαδή, περί τις 500, όπως και το καλοκαίρι του 2020.
Με το βλέμμα σε όσα εκτυλίσσονται εκτός συνόρων, εντός της χώρας οι επιστήμονες εκφράζουν συγκρατημένη αισιοδοξία αναφορικά με τους «σκληρούς δείκτες». Παραδέχονται όμως ότι το «crash test» για την επίπτωση των νέων υποπαραλλαγών στο ΕΣΥ θα ολοκληρωθεί τις εβδομάδες που θα ακολουθήσουν. Ετσι το μεγάλο ερώτημα που αναζητά απάντηση είναι εάν η απότομη αύξηση στο ιικό φορτίο στα λύματα της χώρας, που μεταφράζεται ήδη σε εκατοντάδες νέες εισαγωγές σε ημερήσια βάση (πλέον ξεπερνούν τις 300), θα αλλάξει την αναλογία εισιτηρίων – εξιτηρίων αλλά και σε τι ποσοστό θα εξαντλήσει τους πόρους των ΜΕΘ.