Η «μαύρη επέτειος» από την επιβολή των capital controls στις 28 Ιουνίου 2015 και των ουρών των πολιτών έξω από τα ΑΤΜ των κλειστών τραπεζών ανασύρει μνήμες από το παρελθόν – αποκορύφωμα της «περήφανης διαπραγμάτευσης» που οδήγησε στη «συνθηκολόγηση» του τρίτου Μνημονίου παρά το «Οχι» του δημοψηφίσματος-εξπρές της 5ης Ιουλίου που πραγματοποιήθηκε μέσα σε μία εβδομάδα από την προκήρυξή του από τον Αλέξη Τσίπρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 26 Ιουνίου 2015. Ηταν η μοιραία απόφαση που θα οδηγούσε σε αλυσιδωτές αντιδράσεις εκ μέρους των δανειστών και στο κλείσιμο των τραπεζών και τους περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων.
Το δημοψήφισμα και οι ψευδαισθήσεις
«Πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο EUROGROUP της 25.06.2015 και αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία συγκροτούν την ενιαία πρότασή τους; Το πρώτο έγγραφο τιτλοφορείται «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» («Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού») και το δεύτερο «Preliminary Debt sustainability analysis» («Προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους»). Οσοι από τους πολίτες της χώρας απορρίπτουν την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΟΧΙ. Οσοι από τους πολίτες της χώρας συμφωνούν με την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΝΑΙ». Επ’ αυτού κλήθηκαν να τοποθετηθούν οι έλληνες πολίτες μέσα σε κλίμα διχασμού, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων (61,31% έναντι 38,69%) τάχθηκε υπέρ του «Οχι» για να το δει να μετατρέπεται σε ένα μεγαλοπρεπές «ναι» στη συμφωνία με τους δανειστές.
Το πραγματικό δίλημμα
«Είναι πάρα πολύ σαφές το ερώτημα. Υπάρχει μια πρόταση των θεσμών στο τραπέζι η οποία είναι ασύμβατη με τη λαϊκή εντολή και με το ομαλό μέλλον της Ελλάδας προς την ανάπτυξη. Συνεπώς, νομίζω ότι είναι μια πολύ καλή νύχτα. Θα ξημερώσει μια πολύ όμορφη μέρα» δήλωνε στους δημοσιογράφους εξερχόμενος του Μεγάρου Μαξίμου ο τότε στενός συνεργάτης του κ. Τσίπρα, υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, διαβεβαιώνοντας ότι «θα πάνε όλα πάρα πολύ καλά» και προβλέποντας ότι η συμφωνία δεν θα είναι Μνημόνιο. Η πραγματικότητα τον διέψευσε, όπως και όσους είχαν συνταχθεί με την ιδέα της διενέργειας δημοψηφίσματος, η οποία κρίθηκε από τους πολέμιούς της ως μνημείο «πολιτικού τυχοδιωκτισμού» και αποκορύφωμα των ψευδαισθήσεων αλλά και της υπερφίαλης προσέγγισης που έτρεφε η ηγετική ομάδα έναντι των δανειστών, οι οποίοι τους περίμεναν με το «δάχτυλο στη σκανδάλη» προκειμένου να επιβάλουν παραδειγματικά τους όρους τους. Για τους εταίρους το πραγματικό δίλημμα που έθετε η απόφαση Τσίπρα για δημοψήφισμα ήταν παραμονή στο ευρώ ή επιστροφή στη δραχμή.
Οι ερμηνείες για το ρίσκο Τσίπρα
Οι ερμηνείες για το ρίσκο ύψιστου κινδύνου που αναλάμβανε ο τότε πρωθυπουργός ποικίλουν: ορισμένοι θεωρούν ότι «μπλόφαρε» προκειμένου να πιέσει τους Ευρωπαίους να «τα βρουν» στη βάση μιας λιγότερο ταπεινωτικής συμφωνίας, υπολογίζοντας, ενδεχομένως, σε ένα «Ναι» στο δημοψήφισμα που θα αποτελούσε για τον ίδιον το καλύτερο άλλοθι για έναν επώδυνο συμβιβασμό. Αλλοι υποστηρίζουν ότι το «χαρτί» του δημοψηφίσματος του έδινε τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί από καλύτερες θέσεις και όρους, όπως υποστήριξε προ ημερών ο τότε υπουργός Εσωτερικών Νίκος Βούτσης, εκτιμώντας μάλιστα ότι η απόφαση για δημοψήφισμα λειτούργησε αποτρεπτικά ως προς το σχέδιο Σόιμπλε για έξωση της Ελλάδας από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Υπάρχει και η εκδοχή τού να «τα έπαιξε όλα για όλα», έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του και το ενδεχόμενο του «ατυχήματος», ενός Grexit, που ήδη ως ιδέα κυοφορείτο στους «σκληρούς» κύκλους των Βρυξελλών, με τη συνακόλουθη επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, κάτι άλλωστε που υποστήριζαν ανοιχτά κάποια μέλη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, ενώ είναι γνωστές οι αυταπάτες που έτρεφαν στο κυβερνητικό επιτελείο σχετικά με τη ρωσική ή κινεζική κεφαλαιακή βοήθεια προς την Ελλάδα, όπως και οι ιδέες για «ντου» στο Νομισματοκοπείο προκειμένου να χρησιμοποιηθούν τυποποιημένα χρήματα από την ΕΚΤ (περί τα 22 δισ. ευρώ) ως γέφυρα μέχρι τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα (μάλιστα ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης έχει υποστηρίξει ότι η επίμαχη ιδέα δεν ήταν του Παναγιώτη Λαφαζάνη, όπως καταγράφηκε, αλλά του υπουργού Επικρατείας Αλέκου Φλαμπουράρη, εκ των βασικών υποστηρικτών του δημοψηφίσματος).
Η πόρτα εξόδου σε Βαρουφάκη
Παρά τις διαφωνίες με την ιδέα του δημοψηφίσματος εντός του κυβερνητικού συμβουλίου όπου τέθηκε το θέμα από τον κ. Τσίπρα (Γιάννης Δραγασάκης, Γιώργος Σταθάκης, Σπύρος Σαγιάς κ.ά.), όλα είχαν κριθεί. Μαζί και το πολιτικό μέλλον του κ. Βαρουφάκη, του άλλοτε asset του κ. Τσίπρα, ο οποίος εν μέσω πανηγυρισμών για το θριαμβευτικό «Οχι» έβλεπε την πόρτα της εξόδου από την κυβέρνηση προκειμένου να διευκολυνθεί η προσέγγιση με τους δανειστές (του είχε αποδοθεί από ξένο δημοσιογράφο η περίφημη φράση «Αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες», κάτι όμως που ο ίδιος έχει αρνηθεί). Ούτως ή άλλως είχε ήδη κλείσει ο κύκλος του από τότε που το Μέγαρο Μαξίμου συνειδητοποίησε ότι ήταν αγεφύρωτα τα αδιέξοδα που είχαν δημιουργηθεί στην επικοινωνία με τους εταίρους, οι διαπραγματεύσεις με τους οποίους έφτασαν στο απόλυτο τέλμα τον μοιραίο εκείνο Ιούνιο του ’15 όταν οι Βρυξέλλες απέρριψαν τις ελληνικές προτάσεις βάζοντας στο τραπέζι το δικό τους «τελεσίγραφο», ενώ το τρέχον πρόγραμμα στήριξης έληγε στο τέλος του μήνα και η ρευστότητα ήταν σε κατάσταση ασφυξίας.
Οι ουρές και οι μαύρες σακούλες
Το ελληνικό αίτημα για παράταση του προγράμματος θα απορριφθεί ασυζητητί και η ΕΚΤ θα αποφασίσει να μην αυξήσει το ποσοστό ρευστότητας προς τις τράπεζες μέσω του μηχανισμού ELA, ενώ το εγχώριο Συμβούλιο Συστημικής Ευστάθειας θα εισηγηθεί – και θα γίνει αποδεκτό – στο Υπουργικό Συμβούλιο την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων για την αποφυγή ενός bank run. Ετσι εκδίδεται ΠΝΠ βάσει της οποίας η περίοδος από τις 29 Ιουνίου έως τις 6 Ιουλίου κηρύχθηκε τραπεζική αργία και τέθηκε ημερήσιο όριο αναλήψεων 60 ευρώ από τα ΑΤΜ, προκαλώντας «ουρές» έξω από τις τράπεζες και χάος στις ΔΟΥ και στα τελωνεία, όπου οι υπάλληλοι των εταιρειών καυσίμων εμφανίζονταν μέσα στη νύχτα «σέρνοντας μαύρες σακούλες σκουπιδιών γεμάτες με εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ» για να εκτελωνίζουν τα καύσιμα, όπως θυμάται σε άρθρο της η τότε αναπληρώτρια υπουργός Οικονομικών Νάντια Βαλαβάνη, η οποία και παραιτήθηκε όταν ο κ. Τσίπρας μετά από 17 ώρες διαπραγμάτευσης-θρίλερ με τους εταίρους, υπέγραψε το τρίτο επώδυνο και αχρείαστο μνημόνιο.