Τη μάνα, την Αμάντα στον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς, θα υποδυθεί η Κάτια Δανδουλάκη στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιώργος Νανούρης. Η δημοφιλής ηθοποιός εντάχθηκε στον θίασο για την καλοκαιρινή περιοδεία συναντώντας μια ηρωίδα που ήταν σαν να γνώριζε ήδη. Γραμμένο το 1944 από τον αμερικανό συγγραφέα, με πολλά και αναγνωρίσιμα αυτοβιογραφικά στοιχεία, το έργο φέρνει στο προσκήνιο μια οικογένεια με την παθολογία αλλά και τη βαθιά αγάπη ανάμεσα στα μέλη της. Οπως συμβαίνει σε όλες τις οικογένειες…
Κυρία Δανδουλάκη, θέλετε να μας συστήσετε τη δική σας Αμάντα;
«Η Αμάντα είναι μια μάνα που αγαπάει υπερβολικά και το λέει – έχω τρομακτική αφοσίωση, αγάπη και έννοια στα παιδιά μου και κατέληξαν να με μισούν. Αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της μαζί με κάτι άλλο: δεν γίνεται ποτέ κακιά, ποτέ καταπιεστική. Είναι η μάνα που λατρεύει τα παιδιά και από την υπερπροστασία και την αγωνία της μπορεί και να τα καταπιέζει αφόρητα. Αρα δεν τίθεται θέμα μιας μάνας σκληρής. Είναι τόσο ευάλωττη όσο και η κόρη της, η Λόρα.
Είναι μια γυναίκα με καταγωγή από τον Νότο – καλή οικογένεια, αστική, που ξέπεσε. Παντρεύτηκε έναν άνθρωπο που ερωτεύτηκε και αυτός την άφησε. Στις αναμνήσεις της δεν είναι μια τρελή, μια μάνα που παραληρεί. Δεν είναι αλαφροΐσκιωτη. Είναι μια παγιδευμένη ψυχή και επειδή είναι πονεμένη, δεν θα ήθελε να συμβεί το ίδιο και σε εκείνα. Και τα παγιδεύει χωρίς να το θέλει».
Μου δίνει την αίσθηση ότι δεν θέλει να δει την αλήθεια…
«Οταν ο Τομ της λέει ότι η Λόρα είναι ανάπηρη, εκείνη αρνείται τη λέξη και αντ’ αυτού λέει ότι «έχει ένα μικρό ελάττωμα». Τι θα έλεγα εγώ στο παιδί μου; Οτι δεν είσαι ανάπηρος, αλλά έχεις ένα μειονέκτημα που όταν το αντισταθμίσεις με κάτι άλλο παύει να υπάρχει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν το βλέπω, σημαίνει ότι δεν θέλω να πετάξω κατά πρόσωπο μια λέξη που ηχεί βάρβαρη.
Εγώ ήμουν πολύ ψηλή και ντρεπόμουν γι’ αυτό όταν ήμουν μικρή. Η μητέρα μου μου έλεγε «είσαι πολύ όμορφη και είσαι ψηλή. Και εγώ είμαι πολύ όμορφη και είμαι κοντή. Ο καθένας έχει την ομορφιά του». Δεν μου είπε «είσαι γκαμήλα»… Αυτό κάνει και η Αμάντα, δεν θέλει να καταρρακώσει τον άλλον. Αρα ψάχνοντας και διαβάζοντας πολύ την ψυχή της, βρήκα ότι έχει και μια παιδικότητα. Και το χιούμορ που βγαίνει έχει αφετηρία αυτή την παιδικότητα και την αθωότητα. Οπως το να βγει με την κορόνα στο κεφάλι για να τους ευχαριστήσει, για να δείξει ότι έβαλε τα καλά της».
Εστω και αν δείχνει γελοία;
«Οχι, δεν είναι ένα πρόσωπο που μπορούμε να το γελοιογραφήσουμε, κάθε άλλο. Πρέπει να αγγίξουμε την ψυχή της με πούπουλο. Και θεωρώ ότι αυτό που έχω ανάγκη να βγει από μέσα μου είναι αγάπη, τρυφερότητα, παιδικότητα, αθωότητα, αφέλεια και απέραντα παγιδευμένη ευαισθησία».
Μοιάζουν μεταξύ τους οι ηρωίδες του Τενεσί Ουίλιαμς; Τις έχετε ερμηνεύσει…
«Τις έχω ζήσει αυτές τις ηρωίδες, αυτές τις παγιδευμένες ψυχές και τις έχω λατρέψει – Μπλανς Ντιμπουά, Αλεξάντρα Ντελ Λάγκο. Γιατί και ο Τενεσί Ουίλιαμς το ίδιο ήταν, γι’ αυτό και τριγυρίζει εκεί – ο Τομ, η Αμάντα, η Λόρα. Ο μόνος που είναι κανονικός άνθρωπος είναι ο Τζιμ, από τον οποίο περιμέναμε να γίνει κάτι. Και; Εγινε υπάλληλος σε μια αποθήκη παπουτσιών. Αυτή είναι η ζωή.
Τι θέλει ο Τομ; Να πετάξει, αλλά δεν μπορεί να αφήσει πίσω του το παρελθόν, το σπίτι, τους δικούς του. Και αυτό τον πονάει. Αλλά ξέρει ότι η αποστολή του είναι άλλη. Και η σκληρότητα του έργου είναι ότι πρέπει να τους αφήσει πίσω. Είναι ένα έργο που στο τέλος αφήνει μια τρομακτική πίκρα αλλά και μια βαθιά κατανόηση για τη ζωή. Εξαιρετικά ευαίσθητος συγγραφέας και για τη γυναικεία ψυχή, μοναδικός. Βέβαια και οι ανδρικοί του χαρακτήρες είναι εξαιρετικοί».
Είχατε σκεφτεί τον «Γυάλινο κόσμο» στο παρελθόν;
«Μικρή δεν μπορούσα να παίξω τη Λόρα λόγω ύψους – ποια θα ήταν η μητέρα μου; Το φιζίκ παίζει ρόλο, κάποιες φορές τουλάχιστον. Οταν περνούσαν τα χρόνια, έπαιζα τις άλλες ηρωίδες του στο «Λεωφορείον ο Πόθος», στο «Γλυκό πουλί της νιότης». Εχασα την ηρωίδα στο «Καλοκαίρι και καταχνιά», ένα έργο που μου άρεσε πολύ.
Εγώ βρήκα τους ρόλους μου όταν άρχισα να πατάω τα 30-35, είμαι ντάμα-ρολίστα, όχι ενζενί. Την Αμάντα είναι σαν να την ξέρω ανέκαθεν. Ακόμα κι αν δεν πω τα λόγια της, μπορώ να πω κάτι που θα έλεγε, γιατί πολύ απλά παρακολουθώ τη διαδρομή της ψυχής της».
Είναι ένα έργο που συνδυάζει δύο γενιές ηθοποιών…
«Μου είναι πολύ ελκυστικό ότι ανακατεύομαι με τόσους, νέους ανθρώπους, ξεκινώντας από τον σκηνοθέτη, τον Γιώργο Νανούρη, αλλά και τους ηθοποιούς – Λένα Παπαληγούρα, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Γιάννης Κουκουράκης, με τον οποίο βρεθήκαμε στις «Μέλισσες» και τον νιώθω σαν δικό μου παιδί. Μου κάνει χαρά που είναι νέοι άνθρωποι και μου κάνει χαρά ότι τους κάνει χαρά.
Αυτό που με ενδιαφέρει τώρα είναι να είμαι με ανθρώπους που θέλουν πάρα πολύ. Δεν θέλω να χάνω χρόνο πια με επιβεβλημένη την παρουσία μου κάπου για κάποιους λόγους. Δεν μου κάνει κέφι. Εχω πονέσει και έχω αγαπήσει αυτή τη δουλειά πολύ, και έχω περάσει υπέροχα. Επειδή η ζωή μας είναι πιεσμένη από άλλα πράγματα, θέλω κάποια όνειρα τουλάχιστον να τα κρατήσω και να τα ζήσω στο θέατρο. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τα ζήσω στη ζωή».
Πώς ξεκίνησε αυτή η συνεργασία;
«Ο Γιώργος μου είχε τηλεφωνήσει ενώ σκεφτόταν την παράσταση, προ Εθνικού. Εγώ ήμουν μπλεγμένη με άλλα, δεν μπορούσα. Οπως αποδείχθηκε, εκείνη η χρονιά ήταν μια κακή χρονιά. Η παράσταση έκανε μόνο δύο live streaming – και πέρυσι που συνέχισε στο Αλκυονίς, πάλι δύσκολη ήταν.
Και τώρα, ένα έργο δωματίου, ένα έργο που θεωρούσαμε κλειστό, βγαίνει στον εξωτερικό χώρο. Ενα στοίχημα είναι και αυτό για εμένα που θα κερδηθεί: Οταν ο κόσμος πάει να δει την αρχαία τραγωδία, πάει να συγκινηθεί και να νιώσει αυτό το δέος, το οποίο χωράει μέσα στην καλοκαιρινή σεζόν. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα υπάρχουν, εκτός από συναυλίες ή κωμωδίες, και τα κλασικά. Το κλασικό έργο είναι ένα όχημα πάντα. Γι’ αυτό όλοι μας γυρίζουμε στα κλασικά».