Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ να αφήνει στα Πολιτειακά Δικαστήρια και στις Αρχές των Πολιτειών να αποφασίζουν αν θα επιτρέπουν τις αμβλώσεις, σε ποια χρονικά όρια και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι καταδίκη του Διαφωτισμού. Δεν είναι μια απόφαση που απλά ανατρέπει την προ πενήντα ετών ιστορική απόφαση Roe v. Wade που είχε νομιμοποιήσει τις αμβλώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι μια απόφαση που γυρίζει τη χώρα στον Μεσαίωνα. Δεν είναι όμως μια πρωτοφανής απόφαση για τον τρόπο λειτουργίας της αμερικανικής δικαιοσύνης. Αυτή συν την προ λίγων ημερών απόφαση του Δικαστηρίου να επιτρέπει στους αμερικανούς πολίτες να φέρουν δημόσια όπλα συνάδει με το φαινόμενο που από τη δεκαετία του 1970 περιγράφεται στην πολιτική επιστήμη και στην κοινωνιολογία ως «δικαστικοκρατία» (juristocracy). Αν μάλιστα πάμε στο 2010, θα δούμε πως το ίδιο Δικαστήριο αποφάσισε τα άτομα και οι εταιρείες να έχουν τη δυνατότητα να ενισχύουν χωρίς πλαφόν όποιον πολιτικό ή κόμμα επιθυμούν. Χαράς ευαγγέλια για τη διαπλοκή χρήματος και πολιτικής. Ενώ το 2015 επέβαλε περιορισμούς στο δικαίωμα ψήφου των μειονοτικών ομάδων. Στη βάση αυτού του νόμου σήμερα οι Ρεπουμπλικανοί επιδιώκουν να αποκλείσουν από τις εκλογές μεγάλα τμήματα αυτών των ομάδων.
Η αυξανόμενη δικαστική παρέμβαση στην πολιτική συμβάλλει στη μείωση του ρόλου των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Η απόφαση για τις αμβλώσεις ήταν απόφαση επιστροφής στον Μεσαίωνα, αλλά δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία και δεν εννοώ εδώ την προ μηνών διαρροή της απόφασης, αλλά τη συνεχή αλληλοεπικάλυψη των δράσεων των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας (Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων) από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ενώ ταυτοχρόνως έχουμε και την επέμβαση των προέδρων, με αποκορύφωμα τον Τραμπ, στον διορισμό ως ανώτατων δικαστών ανθρώπων που ουσιαστικά σκέπτονται όπως οι ίδιοι. Καμία «αξιοκρατία» δεν ισχύει στον διορισμό αυτών των ανώτατων δικαστών. Το αντίθετο, όσο πιο κοντά πολιτικά βρίσκονται στην προεδρική εξουσία, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχουν να διοριστούν.
Στην Ευρώπη τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο τον Μάιο του 2020 κόντεψε να τινάξει στον αέρα το Pandemic emergency purchase programme (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την αντιμετώπιση της πανδημίας και τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης. Με πρόσχημα την παραβίαση της «ενωσιακής αναλογικότητας» οι γερμανοί ανώτατοι δικαστές θεωρούν πως τα θέματα «ενωσιακής αναλογικότητας» πρέπει να τα κρίνουν τα εθνικά δικαστήρια και όχι η ΕΚΤ ή το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τι δηλαδή διαφορετικό κάνει ο ανεκδιήγητος Κατσίνσκι, όταν υποστηρίζει πως το Πολωνικό Δίκαιο υπερισχύει στα θέματα που τον συμφέρουν του Ευρωπαϊκού Δικαίου; Στη Γαλλία, στην Ισπανία και στη Γερμανία βεβαίως υπάρχει ένα σκληρό μπρα ντε φερ μεταξύ των θεσμών της αντιπροσώπευσης και των δικαστηρίων. Σε αυτές τις χώρες έως το 2000 τα δικαστήρια ακύρωσαν περισσότερους από τους μισούς νόμους (Stone Sweet, Alec, Coverning with Judges. Constitutional Politics in Europe, Oxford University Press, 2000) και υποχρέωσαν τα εθνικά κοινοβούλια να τους επαναφέρουν με άλλη μορφή. Αλλά μήπως και στην Ελλάδα τα δικαστήρια με τις συνεχείς αποφάσεις τους για τα αναδρομικά (τους) δεν παίζουν πολλές φορές τον ρόλο του υπουργού Οικονομικών, χωρίς βεβαίως να αναλαμβάνουν και τις ευθύνες του; Οπως όμως υποστήριζε πάλι ο Alec Stone Sweet, αν κυβερνάς μαζί με τους δικαστές, γίνεσαι ο ίδιος δικαστής και αν, συμπληρώνω, δικάζεις σαν πολιτικός, γίνεσαι ο ίδιος πολιτικός.
Από την ανάγκη διάκρισης και εξισορρόπησης των τριών εξουσιών, που στη χώρα μας αμφισβητήθηκε από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, φτάσαμε στην υποκατάσταση της πολιτικής εξουσίας από τη δικαστική. Η πρώτη, όσα και να τις καταμαρτυρούμε για τον τρόπο που λειτουργεί και για τον τρόπο που λαμβάνει τις αποφάσεις, όσα και να καταμαρτυρούμε στον νέο-παλαιό τύπο πολιτικού που το μόνο που κάνει καλά είναι να σφίγγει χέρια, να κάνει κουμπαριές και να κατακεραυνώνει τους αντιπάλους του σήμερα γι’ αυτό που επαινούσε το κόμμα του χθες, δεν παύουν να είναι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι, οι εκφραστές της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Οι δικαστές όμως δεν είναι εκλεγμένοι. Και κυρίως ο ρόλος τους δεν είναι να νομοθετούν, αλλά να ελέγχουν τους νομοθέτες και τους εκτελεστές της νομοθεσίας. Υπάρχει όμως εδώ ένα ακόμη πιο επικίνδυνο φαινόμενο. Η δικαστική παρέμβαση στην πολιτική πολλές φορές αποσκοπεί στην ενίσχυση πολιτικών παραγόντων που επιδιώκουν να διατηρήσουν την ηγεμονία τους μέσα από την ενίσχυση ακριβώς αυτών των παρεμβάσεων. Και μην αρχίσετε τώρα τα «τι μας θύμισες τώρα»! Δεν έπρεπε να περιμένουμε το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ για να διαπιστώσουμε τη στενή σύμφυση δικαστικών αποφάσεων με πολιτικές σκοπιμότητες και ηγεσίες.
Ο αναγκαίος έλεγχος της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας στις δυτικές δημοκρατίες κατέληξε σε έναν «νέο συνταγματισμό», σύμφωνα με τον οποίο τα λάθη του κοινοβουλίου διορθώνονται όχι από το ίδιο αλλά από τη δικαστική εξουσία. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτή από κριτής της συνταγματικότητας της νομοθεσίας να μετατραπεί σε νομοθέτη. Αυτό πρέπει να αποτραπεί, αν αγαπάμε ακόμη τις Δημοκρατίες.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.